TIMBUKTU (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αμπντεραχμάν Σισακό
- ΚΑΣΤ: Ιμπραΐμ Άχμεντ, Τούλου Κίκι, Αμπέλ Τζάφρι, Φατουμάτα Ντιαγουάρα, Χισέμ Γιακουμπί, Λέιλα Γουάλετ Μοχάμεντ, Μέντι Μοχάμεντ, Αντέλ Μαχμούντ Σερίφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Στους αμμόλοφους του Τιμπουκτού, ένας φιλειρηνικός κτηνοτρόφος και η οικογένειά του έρχονται ξαφνικά αντιμέτωποι με μία νέα πραγματικότητα, όταν φανατικοί τζιχαντιστές εισβάλλουν βίαια στην καθημερινότητά τους, εισάγοντας έναν νέο τρόπο επιβολής και έκφρασης της πίστης τους.
Αρκεί μια γαζέλα που τρέχει αμέριμνη στην έρημο για να αποδειχτεί από την πρώτη ήδη εικόνα του ότι το «Timbuktu» του Αμπντεραχμάν Σισακό δεν χρειάζεται να αφηγηθεί με λεκτικές επεξηγήσεις ή με εκτενείς διαλόγους την ιστορία του. Αντιθέτως, προτιμά να την εξιστορήσει μέσα από εικόνες που αποτυπώνουν στιγμές της παλιάς και της νέας καθημερινότητας με ευαισθησία, σαν να πρόκειται για ένα παραμύθι και όχι για τη σκληρή αλήθεια. Κάποιες στιγμές, δε, αποφασίζει να αποστρέψει και την κάμερα από τα γεγονότα, να απαθανατίσει μόνο την αρχή και το τέλος της τραγωδίας και, στο ενδιάμεσο, να περιπλανηθεί στα πρόσωπα των ανθρώπων που βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν ουσιαστικά.
Με αυτόν τον τρόπο, σταδιακά, ο Σισακό δημιουργεί εντυπωσιακά μία λεπτομερή πραγματικότητα, η οποία βρίθει λαογραφικών αναφορών και αποτυπώσεων αλλά και που, ταυτόχρονα, ξεπερνά μέσα από την ειλικρίνεια της παρατήρησης το βαρετό folklore. Ο πυροβολισμός των ειδωλίων, η γυναίκα με τα πολύχρωμα ρούχα που φράζει τον δρόμο των αρματωμένων, το ποδόσφαιρο χωρίς μπάλα (διακριτική αναφορά στον Αντονιόνι;) και ο γάιδαρος που περνάει μπροστά από το τέρμα του ποδοσφαίρου, η δήλωση «ο πατέρας μου δεν είναι πολεμιστής, οι πολεμιστές πεθαίνουν νέοι», η περιπολία πάνω στις στέγες για να ανακαλυφθούν (και να κατηγορηθούν) όσοι παίζουν μουσική, ένα τραγούδι που συνοδεύει το μαστίγωμα, το πριν και το μετά ενός λιθοβολισμού και το ενδιάμεσο ενός τελετουργικού, πένθιμου χορού, η προσταγή για προσκύνημα «η Μέκκα είναι προς τα εκεί» και η πληρωμένη απάντηση «Ναι, αλλά η κόρη μου είναι προς τα εκεί», λένε όλα όσα είναι απαραίτητα και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ούτε τη δύναμη των εικόνων ούτε την αθροιστική τους αλήθεια.
Στην ουσία, το φιλμ δεν έχει καν την ανάγκη μιας παραδοσιακής αφηγηματικής γραμμής. Μέχρι τη μέση του, αρκείται στο να δημιουργεί τον κόσμο του και την ατμόσφαιρά του, μέχρι να αφήσει, στην πορεία, τους εξωτερικούς παράγοντες να αρχίσουν να τον καταλύουν. Τότε είναι που υπεισέρχεται στην αφήγηση και η ουσιαστική ιστορία του Κιντανέ, ο οποίος θα βιώσει από πρώτο χέρι τους νέους νόμους του καθεστώτος, μακριά από τον προσωπικό του παράδεισο στους αμμόλοφους, όπου ζει ειδυλλιακά με τη γυναίκα και την κόρη του, αναγκασμένος να αποδεχτεί με το ζόρι το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είναι ο μόνος που θα αποφασίζει για τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια αφηγηματική επιλογή φαντάζει ως συμβατική, ειδικά έπειτα από την παρατηρητική μέθοδο της αρχής, καταφέρνει να δημιουργήσει έναν ισχυρό συναισθηματικό άξονα στην ιστορία, η οποία, όμως, καμία στιγμή δεν παραστρατεί σε μελοδραματικές περιοχές. Βέβαια, κάτι τέτοιο κάνει τελικά το σύμπαν τού Σισακό να περιορίζει το αρχικό εύρος του, όμως, παράλληλα μετατρέπει τον ήρωά του σε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, η οποία κινδυνεύει με τρομακτική ευκολία να συντριβεί, παρά τις αξίες της. Η καταληκτική, δε, εικόνα τού φιλμ, η οποία έρχεται σε πλήρη αντιστοιχία με το αρχικό πλάνο, είναι απλά το επισφράγισμα της εξιστόρησης μιας αλλαγής που προκαλεί ουσιαστικά τη θλίψη, μόλις καταλαγιάσει ο τρόμος, χωρίς προθέσεις διδακτισμού ή εντυπωσιασμού και διαχωρίζοντας με σύνεση τις έννοιες της πίστης και του θρησκευτικού φανατισμού. Στην τελική, το «Timbuktu», παρά τη γλώσσα του, είναι μια ταινία που απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό, αν και το δυστυχές είναι ότι αυτοί οι οποίοι θα έπρεπε υποχρεωτικά να τη δουν μάλλον δε θα μάθουν ποτέ καν την ύπαρξή της.