FreeCinema

Follow us

ΑΓΚΑΘΙ (2018)

(THORN)

  • ΕΙΔΟΣ: Art-house Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γαβριήλ Τζάφκας
  • ΚΑΣΤ: Γενς Σέτερ-Λάσεν, Νέελ Ρόνχολτ, Όλαφ Γιοχάνεσεν, Βίμπεκε Χάστρουπ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 82'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΤΡΙΑΝΟΝ

Σκαστοί απ’ τους καλεσμένους μετά το «στεφάνι» τους, ένας άνδρας και μια γυναίκα γύρω στα 30 φτάνουν οδηγώντας στο απομονωμένο αγροτόσπιτο που αυτή έχει κληρονομήσει απ’ τον παππού της. Την κοινή νέα ζωή τους διαταράσσει ένας 60- κυνηγός που προειδοποιεί για παγίδες προς άγραν κλέφτη στο ύπαιθρο. Μια μειλίχια υφάντρα φέρει ανείπωτα βαρέως κι αυτή «κάτι». Το απευκταίο δεν θα αργήσει αλλά ίσως είναι αναστρέψιμο. Τι τρέχει(ς);

Αυτό που σίγουρα δεν αποτελεί είναι, καταπώς διατείνεται το δελτίο τύπου, «την πρώτη συμπαραγωγή που έγινε ποτέ μεταξύ Ελλάδας και Δανίας» – αυτόν τον τίτλο κατέχουν από το 2008 οι «Μικρές Ελευθερίες» του Κώστα Ζάππα. Αποτελεί όμως σίγουρα μια μικρού μήκους τραβηγμένη προκρούστεια στα μεγέθη μιας μεγάλου μήκους. Αποτελεί ένα τουρλουμπούκι με υλικά θαρρείς από τα «Σκηνές από Ένα Γάμο» και «Το Δάσος», όπως θα τα… ανακάτευε ο Χούλιο Μέδεμ μιας κάποιας άλλης εποχής. Αποτελεί την απόδειξη ότι συχνά οι ξένες (Eurimages) και οι εγχώριες επιτροπές συγχρηματοδότησης (του ΕΚΚ, της ΕΡΤ) δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Αποτελεί το κακοφόρμισμα και τη δίκην Φρανκενστάιν αναβίωση του πτώματος του αλήστου μνήμης ΝΕΚ στη Σκανδιναβία. Αποτελεί το τεκμήριο της (παρά τις σπουδές του στη σχολή Super 16 της εταιρείας παραγωγής και διανομής Nordisk Film στην Κοπεγχάγη) ανετοιμότητας του μικρομηκά και δημιουργού τού τραγελαφικού «Champions: Μία Αστεία Ιστορία», όχι τόσο να πλάσει πλάνα όσο να τα βάλει σε σειρά έχοντας πρώτα βγάλει απ’ την τρικυμία εν κρανίω του ένα σενάριο της προκοπής.

Αυτό που θα μπορούσε να λυτρώσει (για να μείνω εντός των δικών του μοτίβων) τον Τζάφκα είναι οι συνεργάτες του. Είναι νέοι και, παρότι με μικρότερη επαγγελματική εμπειρία απ’ αυτόν, ειδικά στη φωτογραφία και τη μουσική ικανοί, το δε επιτελείο των ηθοποιών του αριστεύει ακολουθώντας κατά γράμμα την υποδεδειγμένη γραμμή: της εκφραστικής εξεικόνισης των επακολούθων του ραγίσματος του γυαλιού ενός δεσμού στην με αποχρώσεις εξωτερίκευση των μύχιων συμπάντων τού κουαρτέτου ηρώων. Το κεφαλαιώδες, αξεπέραστο πρόβλημα; Οι (επουσιώδεις όταν κάποια στιγμή φωτίζονται στην πληρότητά τους) απονενοημένες πράξεις τους, ειδικά αυτή που έχει να κάνει με μια βέρα, μοιάζουν να δικαιολογούν εκ του προχείρου τ’ αδικαιολόγητα, εκτός του ότι φαντάζουν πολύ κακό για το τίποτα. Το εν λόγω κακό, όμως, έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και πολύ θεμελιακότερα. Τι θέλει να πει ο ποιητής μ’ αυτή την ιστορία; Ότι le temps détruit tout, που έλεγε και ο Γκασπάρ Νοέ, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για ένα ζευγάρι; Ότι το να εγκαταβιοί στο μυαλό του μπορεί να αποτρελάνει (από ζήλια ή από εγωισμό) έναν βαρεμένο από έρωτα; Ότι «το παιδί που δεν αποκτήσαμε ποτέ», όπως λεκτικά αδέξια πιάνει το νήμα μιας πρώιμης αιματηρής προσωπικής στιγμής της κοπέλας μια θνησιγενής υποπλοκή, δεν ολοκλήρωσε την ευτυχία τους; Όλα; Ε, ούτε το ένα ούτε το άλλο ούτε το παράλλο πόσω μάλλον μαζί και… τα τρία κατορθώνει.

Ποίηση, μυστήριο και (μετα)μοντέρνο δεν σμίγουν, αν δεν είσαι ο Κρίστοφερ Νόλαν ή ο Κριστόφερ Μπο (δύο ονόματα που υποπτεύομαι ότι έχουν στοιχειώσει τον επίδοξο ομότεχνό τους) – αλλά και μ’ αυτούς συνέβη άπαξ, στην αρχή της καριέρας τους, με τα «Following» και «Ερωτική Αναπαράσταση» αντίστοιχα. Ο Έλληνας δημιουργός πιάνεται γρήγορα να ψάχνεται όταν, σ’ ένα μείγμα αγγελοπουλισμού και του κάτι-σαν-time-lapse-δωματίου με υπόκρουση το «Take This Waltz» του Λέναρντ Κόεν από «Το Δικό μας Βαλς», χρησιμοποιεί το «Que Sera Sera» με την Ντόρις Ντέι για να «τρέξει» αφαιρετικά την αρχή του μήνα του μέλιτος. Θεμιτή ιδέα, άνευ λόγου και ουσίας στυλιστισμός, κάτω του μετρίου… εκτέλεση από κάμερα και μοντάζ. Πάντως η δυσοίωνη είσοδος στο «παιχνίδι» τού συνοφρυωμένου εισβολέα γείτονα, που βρίσκει τη νεαρή μόνη της και την αποτρέπει να επισκεφθεί το γειτονικό δάσος (η σκιερή κρύπτη τού Είναι, το λίκνο των πιο παράλογων φόβων μας που μπορεί να γίνουν πραγματικότητα) ιντριγκάρει αποτελεσματικά, ενώ ούτε το εκεί «σκηνικό» τού προσωρινού αποχωρισμού των δύο νιόπαντρων και της συνακόλουθης πρώτης ρήξης τους το χάνει. Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας (που έχει ανοίξει πλάτη το φιλμ) στη μυθοπλασία, επίσης, σε ψυλλιάζει καλά, λόγω της φυσιογνωμικής ομοιότητάς της με την τσούπρα, για το τι φκιάνει αθέατα ακόμα ο Τζάφκας.

Αλλά τι ήταν να ελπίζεις; Η κοτσονάτη μένει επί ώρα στην απόξω, αισθητά δυσανάλογα προς τις λοιπές τρεις πλευρές του τετραγώνου, κι όταν επανεμφανίζεται και δεν δουλεύει το στημόνι στον αργαλειό της, φορτώνεται… γράψιμο του τύπου «Κυνηγάει κάτι που δεν μπορώ να του προσφέρω εγώ». Λήψεις όπως εκείνη προς και επάνω από το άδειο τραπέζι ουρλιάζουν βαρυσήμαντη περιττότητα. Οι ποζάτοι νεκροί χρόνοι φιλοξενούν ενίοτε ένα άλογο, άπαξ περιστέρια, μια κουκουβάγια, μια μύγα στο νερό, έναν σκώρο σε κουρτίνα και τρεις τουλάχιστον φορές, εννοείται συμβολικά, ένα σμήνος μαύρων κορακιών – αυτά, εκτός ενός εντυπωσιακού sweep του φακού από τα δέντρα προς τα ουράνια, θα σε κάνουν να αναζητήσεις το «Ξύπνα Βασίλη» για να δεις τον Φανφάρα να επικαλείται τα παλιόπουλα απαγγέλλοντας και να στανιάρεις.

Εκτός των πυροτεχνημάτων (απίστευτο, αλλά σκάνε κυριολεκτικά κι αυτά περί το τελείωμα) ατμοσφαιρικότητας, με κράτημα Βαλτικής πάντα, η ταινία καταρρέει, πιο ορατά από τα κουράγια των 2+2 προσώπων της, όταν μετά τη συνεύρεσή τους σ’ ένα δείπνο, η αφήγηση αποφασίζει να μην τα επαναφέρει ποτέ ξανά στα μάτια μας ως τετράδα (πάνε κι οι ελπίδες που, για λίγο, μπορεί να έτρεφες για ένα «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» στο πιο hygge του…) αλλά σε δυάδες. Από εκεί και μετά οι εκνευριστικές, σχεδόν θεατρικά φευγάτες ελευθερίες που ολέθρια επιτρέπει στην πένα του ο Τζάφκας μετατρέπει το άνοιγμα και κάποια στιγμή το καθ’ όλα αυθαίρετο κλείσιμο των λογαριασμών τους στην άνευ του απολύτως απαραίτητου σημείου καμπής απόληξη μιας υπόθεσης πιο σπαστικής κι από τα θραύσματα που έχουν παραστήσει ψευδεπίγραφα τη δραματουργία.

Το αποτέλεσμα: μια πιο al fresco «Εξιλέωση» με το καταστροφικό ψέμα να πηγάζει όχι από έναν τρίτο άνθρωπο αλλά εκ των ενόντων. Ένα «Colossal» χωρίς το χιούμορ και το τοπομεταφοράς υπερφυσικό κλου που σωματοποιείται στον Κορεάτη Γκοτζίλα. Ο ανδρικός ψυχολογικός και συναισθηματικός (και αυτο)ευνουχισμός, η γυναικεία διπροσωπία (έστω ως δοκιμασία) και συντριβή, η αποκαρδίωση και η δεύτερη ευκαιρία για ένα ειδύλλιο παντός καιρού κακοποιημένα «θέματα» μιας σκιτζίδικα φλου αρτιστίκ, κατά φαντασίαν (#diplhs) σπουδής στις μεταβλητές της man to woman διεπαφής. Κάνω μια υπόθεση: ο Τζάφκας δεν έχει ως άνθρωπος τις εμπειρίες που απαιτούνται ώστε να μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα, εξού και το διόλου εγκεφαλικό αλλά εγκεφαλικά συγχυσμένο έργο της άμαθης καρδιάς και της πτωχής διανοίας του. Μια άσκηση ύφους απογοητευτικά ανίκανη να συνταιριάξει γόνιμες αλλά αστοιχείωτες ιδέες και στοιχειωδώς συγκροτημένο όραμα. Μην πιαστείς στα απατηλά καλλωπισμένων δολωμάτων δόκανά της…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όχι, εκτός αν αποδελτιώνεις ή πιάνεις εαυτόν να φτιάχνεται συστηματικά με τις «εργάρες» των «ταλέντων» μας. Ακόμη κι εν τοιαύτη περιπτώσει, όπως πιθανότατα και περίεργοι απ’ τα πέριξ (φανατικοί της danske οθόνης ή πιο σοφιστικέ αρρωστάκια του σινεμά των ειδών), μπορεί να υποφέρετε. Στους μουλτιπλεξάδες (χιούμορ κάνουμε) θα μείνει (δια παντός) τραύμα αν κάνουν το σφάλμα.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.