FreeCinema

Follow us

ΚΑΙ ΟΙ 7 ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟΙ (2016)

(THE MAGNIFICENT SEVEN)

  • ΕΙΔΟΣ: Γουέστερν
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντουάν Φουκουά
  • ΚΑΣΤ: Ντενζέλ Γουόσινγκτον, Κρις Πρατ, Ίθαν Χοκ, Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο, Μάρτιν Σενσμάιερ, Μανουέλ Γκαρσία-Ρούλφο, Πίτερ Σάρσγκααρντ, Χέιλι Μπένετ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Αφροαμερικανός κυνηγός επικηρυγμένων και έξι ακόμα μούτρα στη γύρα, καθείς με το ταλέντο του στον… φόνο, ενώνονται για την προστασία των κατοίκων από κτηνωδώς αήθη επίδοξο άρπαγα των περιουσιών τους στο Ρόουζ Κρικ των 1870’s. Για τα λεφτά τα κάνουν όλα, για το δίκιο ή για κάτι άλλο; Και, κυρίως, μαζί μπορούν;

Παρακινδυνευμένος αυτός ο εισπρακτικός (με 108 εκατομμύρια δολάρια προϋπολογισμό, αν και το είδος σχεδόν πάντα κλείνει κάστρα εδώ και χρόνια) αλλά και καλλιτεχνικός (το remake ενός απ’ τα πιο κριτικά αποδεκτά, παρότι ψυχαγωγικά και mainstream, γουέστερν στην Ιστορία) στόχος, αλλά όχι απροσδόκητα τεθείς. Μήπως ο Αντουάν Φουκουά δεν είναι ένας Τζον Στέρτζες της εποχής μας; Δεν γράφει σενάρια, γυρίζει αποφασιστικά ταινίες αδρεναλίνης μ’ ένα δίλημμα από δίπλα, πραγματεύεται τον ανδρισμό στις ηρωικές (ή το αντίθετο) εκφάνσεις του. Αλλά, δυστυχώς, μήπως οι καιροί άλλαξαν και η εποχή μας, εμείς οι ίδιοι, (κατα)ζητούμε πλέον κάτι παραπάνω από καλά χαλιναγωγημένο, αναγομωμένο θέαμα, ιδίως όταν αυτό το ίδιο μπαίνει στο saloon κάνοντας τον καμπόη για τον και καλά ανανεωτισμό του;

«Γι’ αυτή τη χώρα εδώ και καιρό η δημοκρατία ισούται με τον καπιταλισμό κι ο καπιταλισμός με τον Θεό!», μας κεραυνοβολεί με το «καλημέρα» ο Νικ Πιτσολάτο (αποκλείεται να πρόκειται για ατάκα του Ρίτσαρντ Γουένκ, της έτερης πένας μια ζωή αποκλειστικά genre τίτλων) δια στόματος του χωρίς ιερό και όσιο βιομηχανοτσιφλικά, που κάνει εκβιαστικά ντου στην… εκκλησία των βιοπαλαιστών νοματαίων για τα χωράφια των οποίων θέλει κοψοχρονιά για ορυχεία. Ξέρει τι θέλει να πει στο ξεπαρθένιασμά του στο πανί ο ποιητής τού «True Detective» ή ξερνάει αυτοαναιρούμενες ατάκες (όπως στην τραγική κατάληξη της σεκάνς το φερέφωνό του ξερνάει μολύβι) με τον ίδιο στόμφο που γρήγορα θα (επι)κηρύξει τον μαντρωμένο στη φιγουροκαρικατούρα και εφεξής επί μία ώρα στην άφαντη μεθόριο της δράσης Πίτερ Σάρσγκααρντ;

Me says το δεύτερο, καθώς όχι ο πρόεδρος της κοινότητας όπως στο original αλλά μία χαροκαμένη νεαρή γυναίκα είναι, πια, που προσλαμβάνει τον αρχηγό του σεπτέτου. Ατυχώς, πρόκειται για την κουκλάρα και με το μπούστο μονίμως σε λιμπιστική θέα για το αρσενικό target group Χέιλι Μπένετ («Hardcore Henry») που και θα πάρει τ’ άρματα, και θ’ αποδειχθεί άσσος στο σημάδι όταν πρέπει, αφού πρώτα φορτωθεί μια ακόμα ατάκα – παπάτζα: «Τα παιδιά μας πεινάνε!» παρά το ότι έχει δώσει μια μικρή περιουσία σε χρήμα που έχουν μαζέψει οι ντόπιοι (πεισματικό φόντο παρά πειστικό έρεισμα της επικείμενης μάχης, αφού ελάχιστα αλληλεπιδρούν με το σμάρι των υπερασπιστών τους μολονότι εκπαιδεύονται απ’ αυτούς στα όπλα ώστε να τους συνδράμουν) ως αμοιβή για τις υπηρεσίες των μισθοφόρων. Ναι, είναι κακοτράχαλη αν όχι άγονη αυτή η αλληγορία για τον αγώνα που χρειάζεται να δώσουν κόντρα στα αναδυόμενα συμφέροντα, των killers των κερδοσκόπων και των αγορών, οι σημερινοί νοικοκυραίοι (μεταξύ τους και οι καινούργιοι «άποικοι») των ΗΠΑ για τα δίκια τους, με μπροστάρη το κάποτε ασθενές φύλο και άγιους σώστες κατά τα 4/7 τούς… ξένους.

Ένας μαύρος, ένας πρώην σκλάβος (η πρώτα λάου λάου, μετά μπαμ και κάτω carte de visite σκηνή του θα «φτιάξει» ακόμα και τον Ταραντίνο αλλά το μπαρούτι τού nigger, απογοητευτικά για τον άμεσα μετεμφυλιακό φιλμικό χρόνο, δεν ξαναπλησιάζεται στη συνέχεια – αυτά παθαίνεις όταν ο star είναι top drawer brother κι έχει κρατήσει την περσόνα νηφάλιας πυγμής του αποφασιστικά μακριά απ’ την γκετοποίηση δεκαετίες τώρα), βασικά ο Ντενζέλ Γουόσινγκτον που ξέρεις, ηγείται. Ένας Ασιάτης μαχαιροβγάλτης, ένας άπιαστος bandido κι ένας μοναχικός Κομάντσι με φονικό τόξο ακολουθούν πλάι στους μειοψηφούντες λευκούς: έναν εξπέρ της δυναμίτιδας χαρτοπαίχτη, έναν πρώην θρύλο των Νοτίων χειριστή καραμπίνας κι έναν σιτεμένο αλλά θεριό ανήμερο ανιχνευτή. Ποικιλότητα διάνα, ρεβιζιονισμός επιεικώς άσφαιρος (προσέξτε εκπρόσωποι ποιων ρατσών θα επιζήσουν στο φινάλε, είναι στρατηγική και statement) καθώς οι αναμενόμενες για τη Βαβέλ των ΗΠΑ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μεταξύ τους εντάσεις σταβλίζονται χωρίς πολλά-πολλά. Ακόμα χειρότερα, οι λόγοι της συγκατάνευσης ενός εκάστου του συρφετού στη «στρατολόγησή» του ελλείπουν ή περνάνε στο φτερό.

Και αν αντιαξιοθέατο της ίδιας δραματουργικής πόλης – φαντάσματος ψιλοαποδεικνύονται επίσης ο αλκοολισμός κι η εξειδίκευση στα εκρηκτικά (κοινώς, ανεβοκατεβαίνουν στη σέλα όποτε βολεύει το σενάριο) του ευθυμογράφου αυτής της Άγριας Συμμορίας, αλλά συγγνωστά, καθώς στιλβώνεται απ’ το natural και ψηλά στη showbiz πλέον αστέρι τού Κρις Πρατ… Και αν το μετατραυματικό σύνδρομο α λα «Ελεύθερος Σκοπευτής» συναντάει τη σοφόκλεια Νέμεση επαινετέα ως σκέψη αν όχι ως εκτέλεση (κιοτεύει αλλά αναμενόμενα η μεταστροφή – από μηχανής ξέρεις ποιανού στην ανέλιξη) στο πρόσωπο του Ίθαν Χοκ… Είναι αδύνατον να μην τσινίσεις άγρια ενώ κάνουν άλογο τη σοβαρότητα του εγχειρήματος ατάκες αναχρονισμού («worst case scenario») και ταυτόχρονα κλόπιραϊτ («Στατιστικά θα έπρεπε να έχεις πετύχει κάτι», απ’ το «Η Τριλογία της Απόκλισης: Οι Διαφορετικοί»).

Άμοιρος – αν και πολύ λιγότερων ευθυνών – δεν είναι ούτε ο Φουκουά, εδώ αποδεικνυόμενος ικανός περισσότερο ως «The Equalizer» των εκταρίων της πιο ρισκαριστής μέχρι σήμερα χρυσοθηρίας του, ως marshall που τηρεί την τάξη στην επικράτεια της δικαιοδοσίας του (όρα την ατραξιόν – μακρυνάρι της επίθεσης, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό της μια χωροταξία των κομπάρσων που πέφτουν με κουμπότρυπες). Γιατί αυτό το θέαμα επιδείξεων καλογυαλισμένων vintage σπιρουνιών και κουμπουριών (OK Coral, κληροδοτημένα ως μοτίβα, τύποι και κυρίως υπόθεση απ’ τον sixties γεννήτορά του), που δεν ακροβολίζεται ως «Survivor» με αβέβαιη έκβαση ακόμα κι αν δεν έχεις πάρει καρότσα το πρωτότυπο, δεν έχει τον… κόκκο του χώματος τού τότε, την πηγαία βαρβατίλα του, τις feelgood αγριάδες του, τις ρανίδες απτές στους σκοτωμούς του.

Ο έγχρωμος πρώην βιντεοκλιπάς που έγινε sheriff του filmmaking δεν είναι, βέβαια, με το χέρι στον τηλέγραφο. Ακόμα και τα σήμα κατατεθέν contre-plongée του εδώ ψάχνουν όχι σκοτεινά μα κάτω απ’ τον ήλιο το καραβάνι του Φορντ και τη θαλάμη του spaghetti, κατεβάζουν με ρέγουλα το whiskey της αφήγησης, κρατάνε όσο ποτέ τα γκέμια των set-pieces, με τον καταυλισμό να πειθαρχεί στο… fun – αλλά και το σοβαρό σασπένς στο ξεκαθάρισμα στον ναό να παίρνει όπως πρέπει το scalp ενός κρυφού γινατιού της μυθοπλασίας και να το κάνει πάσα απ’ τον έναν άγγελο εξολοθρευτή στον – τελικό – άλλο, όπως το ξαναεπινοούν οι Πιτσολάτο και Γουένκ.

Οι δύο χαρτογιακάδες εξάλλου, μέσα στο Stetson του χιούμορ καπέλου στο κεφάλι της ταινίας, έχουν κρύπτες φόρων τιμής και στο παλιό έργο (ο πυροβολημένος κατευθείαν μες στο φέρετρο, το «τσα!» με τη νιτροτολουόλη στο πολυβόλο) και για τους εν γένει γνώστες (ο ερυθρόδερμος Red Harvest, βαφτισμένος απ’ το βιβλίο του Ντάσιελ Χάμετ που ενέπνευσε το «Γιοζίμπο» του Κουροσάουα, τους «Εφτά Σαμουράι» του οποίου – ασκόπως θα σας τα πρήξουν διάφοροι ότι – μετέφερε στο Φαρ Ουέστ ο Στέρτζες). Τα δύο ξεπεταρούδια εκ των υποκριτικών desperados μας, ο Μάρτιν Σενσμάιερ κι ο Μανουέλ Γκαρσία-Ρούλφο, στέκονται όρθια (γκουχ), ενώ ο συνήθως «αλλού» καρατερίστας Ντ’Ονόφριο είναι η sui generis έκπληξη: φανταστείτε τον Γουόλτερ Μπρέναν να παίζει «Φάλσταφ»! Μαζεμένα όλα γύρω απ’ τη φωτιά και αφού κάτσει ο κουρνιαχτός, το ξέρεις, όμως: αυτός ο deputy δεν πυροβολεί πιο γρήγορα από τη σκιά του. Και ξέρεις στη σκιά ποιου αγέραστου chief βρίσκεται ακόμα. Απόσπασμα, λοιπόν, να το… χτυπήσετε (#diplhs) στο saloon δεν είναι και για να κάνετε για δαύτο…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Οι καβαλημένοι με τα έτσι το βάζουν σημάδι, αλλά απ’ το fan club τού Στέρτζες δεν βλέπω να πιάνονται με το λάσο πολλά εδώ. Οι μουλτιπλεξάδες θα βρουν στο πιο classic τη δράση, τις εξυπναδίτσες, τους κακούς, τα ξεκαθαρίσματα που έχουν συνηθίσει σε πλείστες όσες αμερικανιές, τώρα αν το chic Άγριας Δύσης δεν τους ζεύει στο κάθισμα… Arthouseά, «Τσεκούρι από Κόκκαλο» με «Αληθινό Θράσος» απ’ το «Django, Ο Τιμωρός» ποσώς θα νιώσεις, τουλάχιστον ατένισε κάπου πίσω στον ορίζοντα από Πέκινπα μέχρι Μαν, στο πιο… σβησμένο. Οι εχθροί τού είδους εκπαραθυρώνονται εκουσίως.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.