Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ (2013)
(THE LONE RANGER)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκορ Βερμπίνσκι
- ΚΑΣΤ: Τζόνι Ντεπ, Άρμι Χάμερ, Τομ Γουίλκινσον, Γουίλιαμ Φίχτνερ, Ρουθ Γουίλσον, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 149'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Νεαρός δικηγόρος, που πιστεύει στην εφαρμογή του νόμου, βλέπει το άδικο και τη βία να επικρατούν και τον αδελφό του να πέφτει νεκρός από το χέρι αιμοβόρου εγκληματία. Με την ασυνήθιστη βοήθεια ενός περίεργου Ινδιάνου, θα μεταμορφωθεί στον εκδικητή Μοναχικό Καβαλάρη.
Ας πούμε τα στραβά από την αρχή: 1) Ο «Μοναχικός Καβαλάρης» έχει πολύ μεγάλη διάρκεια. 2) Είναι τουλάχιστον ασυνήθιστο, ο δεύτερος ρόλος, το sidekick, να γίνεται ο κύριος και να βρίσκεται πάνω από τον τίτλο και τον πραγματικό πρωταγωνιστή στα credits. 3) Ο Τζόνι Ντεπ παίζει τον Τζόνι Ντεπ που παίζει τον Τόντο. 4) Οι γυναικείοι ρόλοι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. 5) Κανιβαλισμός σε ταινία της Disney (!);
Στην Αμερική, επιπλέον, αρκετοί ίσως θεατές να αισθάνονται προδομένοι από το γεγονός ότι η ταινία που σκηνοθέτησε ο Γκορ Βερμπίνσκι, δε «σέβεται» ακριβώς ένα από τα σύμβολα της αμερικανικής pop κουλτούρας (με προϊστορία δεκαετιών στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, το σινεμά και τα comics) και δεν εστιάζει τόσο πολύ στον κώδικα ηθικής του ήρωα, αλλά μετατρέπει την ιστορία του Μοναχικού Καβαλάρη σε μια πλούσια περιπέτεια με έμφαση στην κωμωδία και σε ένα ακόμη όχημα για τον Τζόνι Ντεπ.
Αν δούμε την ταινία πέρα από αυτά, ο «Μοναχικός Καβαλάρης» είναι μια πολύ διασκεδαστική περιπέτεια για το οικογενειακό κοινό (κάνε και τα στραβά μάτια στο φάγωμα μιας ανθρώπινης καρδιάς). Θα μου πεις, με όλα αυτά τα ελαττώματα, τι τρία αστεράκια είναι αυτά που βάζεις; Κι όμως, εκεί που βλέπεις τα ελαττώματα και τη συνταγή Μπρουκχάιμερ για το στήσιμο ενός ακόμη franchise, βλέπεις και το χιούμορ που βρίσκεται στη συνεργασία του Γκορ Βερμπίνσκι και του Τζόνι Ντεπ. Ο Βερμπίνσκι ίσως να μην είναι κανένας φεστιβαλικός κινηματογραφιστής για να κερδίσει την εκτίμηση της «σοβαρής» κριτικής, έχει, όμως, σχεδόν σε όλες του τις ταινίες ένα χιούμορ λίγο πέρα από το mainstream και αίσθηση του κωμικού timing, που φάνηκε κυρίως στον εξαιρετικό «Rango» (με το δίκαια κερδισμένο του Όσκαρ).
Ο «Μοναχικός Καβαλάρης» δεν είναι «Rango», το χιούμορ ωστόσο, είναι κι εδώ ένα από τα βασικά στοιχεία της ταινίας και ο Βερμπίνσκι το αξιοποιεί όσο μπορεί. Με τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών και την αντίθεση ανάμεσά τους, ανάμεσα στον σοβαρό, ευθυτενή Τζον Ριντ και τον «τρεις λαλούν» Τόντο. Αλλά και με την προσθήκη ενός απρόσμενου συμπρωταγωνιστή, του λευκού αλόγου Σίλβερ, στο οποίο ο Τόντο αποδίδει μαγικές ιδιότητες και φαίνεται να μην έχει άδικο, αφού το τετράποδο έχει άποψη και τη δείχνει, πηδάει από στέγες και βρίσκεται στα καλά καθούμενα ανεβασμένο πάνω σε δέντρο!
Σε ό,τι αφορά τον βασικό πρωταγωνιστή, η αλήθεια είναι ότι ο Τζόνι Ντεπ έχει βρει τη χρυσή μανιέρα, την οποία επαναλαμβάνει με παραλλαγές, σχεδόν σε κάθε του ταινία. Έχει, όμως, λόγο να μην το κάνει; Το κοινό τον λατρεύει και περιμένει να δει αυτό ακριβώς από εκείνον. Αυτό που καταφέρνει ο Ντεπ, είναι να κάνει σχεδόν το ίδιο πράγμα και παρ’ όλα αυτά να μην αισθάνεσαι ότι σε κοροϊδεύει, αλλά και ότι δείχνει γνήσιο ενδιαφέρον και συμπόνια για την ταινία και τους χαρακτήρες της. Κάτι τέτοιο συμβαίνει κι εδώ, καθώς παίζει τον Τόντο σαν ένα εκκεντρικό πλάσμα, λίγο απατεωνίσκο και λίγο αλλοπαρμένο, με τη γελοία συνήθεια να ταΐζει ένα νεκρό πουλί στο κεφάλι του, αλλά και με μια τραγική ιστορία που δικαιολογεί τη συμπεριφορά του. Έτσι βλέπεις και την τρυφερότητα που δείχνει ο Ντεπ σ’ αυτόν τον ήρωα, τόσο στις πρώτες σκηνές της ταινίας, όπου τον βλέπουμε γέρο, μέλος ενός θεάματος με θέμα την Άγρια Δύση, όσο και στην τελευταία σκηνή, μετά τους τίτλους, όπου περπατά μόνος στην έρημο.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι έτοιμοι να σηκώσουν το δάχτυλο και να καταδικάσουν την πιο πρόσφατη, «εμπορική» φάση της καριέρας του Ντεπ. Πόσο εύκολο είναι, όμως, να έχεις μια εξαιρετικά ευδιάκριτη προσωπικότητα ως star, να είσαι κοσμαγάπητος, να κερδίζεις το σεβασμό των άλλων και να προσφέρεις πλούσια μαζική διασκέδαση; Παρόμοιες είναι και οι επικρίσεις που δέχεται η ταινία, ότι έχει μετατρέψει το μύθο του Μοναχικού Καβαλάρη σε ελαφρύ «summer movie». Μα δε φιλοδοξούσε να κάνει κάτι πιο σύνθετο με μια ιστορία που δεν υπήρξε ποτέ κάτι περισσότερο από λαϊκή διασκέδαση και που αν δε γυριζόταν με αυτή την κατεύθυνση, το πιθανότερο είναι ότι δε θα είχε κανέναν λόγο ύπαρξης σήμερα στις αίθουσες.
Με λίγα λόγια, ο «Μοναχικός Καβαλάρης» είναι μια περιπέτεια για το μεγάλο κοινό, που ακυρώνει τον παλιομοδίτικο αέρα της ιστορίας και την πλήξη που ενδεχομένως προκαλεί το είδος του γουέστερν σε μεγάλη μερίδα θεατών με αρκετό χιούμορ, δράση και με την εκκεντρική μανιέρα του Ντεπ. Εκείνος που κυρίως αδικείται, είναι ο Άρμι Χάμερ, που αν και έχει την εικόνα του ήρωα, παίζει με χιούμορ και εμφανίζεται πολύ πειστικά ως πρωταγωνιστής δράσης, αλλά η ταινία τον ρίχνει πότε στη μία και πότε στην άλλη διάθεση, κάνοντας το χαρακτήρα του λιγότερο στιβαρό απ’ όσο θα όφειλε να είναι. Στο sequel, που πιθανότατα θα ακολουθήσει, ίσως να έχει την ευκαιρία να πατήσει πιο γερά στα πόδια του.