FreeCinema

Follow us

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΑΙΝΙΑ (1971)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντένις Χόπερ
  • ΚΑΣΤ: Ντένις Χόπερ, Τζούλι Άνταμς, Τόμας Μίλιαν, Στέλα Γκαρσία, Ντον Γκόρντον, Ρόι Έντζελ, Σάμιουελ Φούλερ, Πίτερ Φόντα
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART

Stuntman σε χολιγουντιανό γουέστερν που γυρίζεται στο Περού, αποφασίζει να παραμείνει εκεί μετά την ολοκλήρωση της παραγωγής, αναζητώντας την προσωπική του λύτρωση. Τελικά, ανακαλύπτει πως η ζωή συχνά αντιγράφει το σινεμά.

Το καλοκαίρι του 1969 ο Ντένις Χόπερ αποτελούσε ένα εκ των κορυφαίων ονομάτων του Χόλιγουντ. Με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο εκείνης της χρονιάς, το «Ξένοιαστος Καβαλάρης», είχε όχι μόνο πιάσει απόλυτα τον σφυγμό των νέων της εποχής, αλλά είχε σημειώσει και απίθανη (ίσως απρόσμενη) επιτυχία στο αμερικανικό box-office. Παράλληλα, την ίδια περίοδο συμμετείχε (ως ηθοποιός) σε μια ακόμη μεγάλη εμπορική επιτυχία, το γουέστερν «Αληθινό Θράσος», δίπλα στον Τζον Γουέιν. Ο Δούκας ήταν άλλωστε αυτός που είχε δώσει το φιλί της ζωής στην καριέρα του Χόπερ τέσσερα χρόνια νωρίτερα, όταν είχε ζητήσει σαν χάρη από τον σκηνοθέτη Χένρι Χάθαγουεϊ να ρίξει νερό στο κρασί του και να τον συμπεριλάβει στο καστ της ταινίας «Και οι Τέσσερις Ήταν Γενναίοι».

Ο Χάθαγουεϊ, βλέπεις, ήταν αυτός που θρυλείται πως είχε σηκώσει απαγορευτικό στα όνειρα του νεαρού ακόμα Χόπερ, όταν μετά την επεισοδιακή συνεργασία τους στο «From Hell to Texas» (1958), μην αντέχοντας άλλο τις ιδιοτροπίες του άβγαλτου πλην αλαζόνα ηθοποιού, λέγεται πως του δήλωσε ορθά κοφτά ότι θα φροντίσει προσωπικά ώστε να μην ξαναβρεί δουλειά στο Χόλιγουντ! Ο φέρελπις φίλος τού Τζέιμς Ντιν, με συμμετοχές πλάι στον αδικοχαμένο κολλητό του στον «Επαναστάτη Χωρίς Αιτία» (1955) και τον «Γίγα» (1956), έπεσε έτσι στην αφάνεια για περίπου μία δεκαετία, για να δει το αστέρι του να λάμπει στα ξαφνικά εκείνο το καλοκαίρι του ‘69. Θαμπωμένη η Universal από όλα αυτά, δεν δίστασε να του προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια ώστε να γυρίσει με πλήρη ελευθερία τη δεύτερή του ταινία, ευελπιστώντας σε έναν εμπορικό θρίαμβο παραπλήσιο του «Καβαλάρη». Οι ελπίδες, όμως, αποδείχθηκαν φρούδες, μιας και σύντομα το μεν studio συνειδητοποίησε πως είχε πετάξει τα λεφτά του στο πηγάδι, η δε καριέρα του Χόπερ έπειτα από τούτο το εγχείρημα χρειάστηκε μία ακόμα δεκαετία περίπου για να έρθει ξανά στα ίσα της. Με τα χρόνια, το φιλμ απέκτησε τη φήμη της cult «παραξενιάς», για να επανέλθει στις αίθουσες πενήντα σχεδόν χρόνια μετά το έτος παραγωγής του, παίρνοντας τη θέση του στο φετινό «μυστήριο» γαϊτανάκι των αψυχολόγητων «επανεκδόσεων» (σε εισαγωγικά το τελευταίο, διότι εδώ μιλάμε για πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους!).

Ο Χόπερ με την «Τελευταία Ταινία» ήθελε να συνδυάσει το ενδιαφέρον του για την αφηρημένη τέχνη με την προσέγγιση του genre του γουέστερν με έναν τρόπο που απείχε έτη φωτός από τον τυπικά στουντιακό του Χόλιγουντ, αγνοώντας ολοκληρωτικά κάθε αφηγηματική σύμβαση. Κοντά σε όλα αυτά τα περίπλοκα, ας προστεθεί το χάος της παραγωγής στο Περού, αλλά και τα γυρίσματα υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών, στις οποίες ο Χόπερ είχε παραδοθεί απολύτως εκείνο το διάστημα (για να γίνει καλύτερα κατανοητή η… υπέρμετρη πρόκληση που αποτελεί η παρακολούθηση του φιλμ).

Αδιαφορώντας πλήρως για τη χρονική αλληλουχία όσων διαδραματίζονται στο στόρι (κοινώς, ο θεατής θα πρέπει να δείξει δέουσα προσοχή για να αντιληφθεί τι συμβαίνει και κυρίως πότε συμβαίνει), ο Χόπερ συστήνει ένα αμερικανικό κινηματογραφικό συνεργείο, το οποίο γυρίζει μια ταινία γουέστερν στο Περού υπό την καθοδήγηση του Σάμιουελ Φούλερ (που υποδύεται ουσιαστικά τον εαυτό του). Κατά σύμπτωση, το φιλμ μέσα στο φιλμ αναδίδει μια post γουέστερν αίσθηση παρόμοια με αυτήν του «Η Έντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίκτης» του Ρόμπερτ Όλτμαν, από την ίδια χρονιά, το 1971. Ο ίδιος ο Ντένις Χόπερ κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι στην ταινία μέσα στην ταινία, αλλά στην… «Τελευταία Ταινία», υποδυόμενος έναν stuntman ονόματι Κάνσας, ο οποίος έχει βρεθεί εκεί για τις ανάγκες της παραγωγής. Καθώς αποφασίζει να παραμείνει στη χώρα στο πλευρό ντόπιας γυναίκας την οποία έχει ερωτευτεί και αφού η δουλειά του στο set έχει πια τελειώσει, ο Κάνσας θα μπλέξει με τους χωρικούς που αποφασίζουν να φτιάξουν μια δικιά τους… αληθινή «ταινία» βασισμένη στην ψεύτικη που γυριζόταν στο χωριό τους, χωρίς όμως να έχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό (ούτε καν κάμερα), θα γνωρίσει ζεύγος πλούσιων Αμερικανών με τη σύζυγο να δείχνει έντονο και ολίγον βιτσιόζικο ενδιαφέρον προς αυτόν, θα επιδοθεί σε κυνήγι χρυσού έχοντας μεγαλεπήβολα ουτοπικά σχέδια στο κεφάλι του, ενώ ένας παράξενος ιερέας θα προσπαθήσει να τον μυήσει στον άγνωστο κόσμο της θρησκείας.

Όλα αυτά κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, με το μοντάζ (κατά τις συμβουλές του Αλεχάντρο Χοντορόφσκι) να υπηρετεί με «ευλάβεια» τον σκοπό αυτό. Είναι σαν ο Χόπερ να δηλώνει με υπέρμετρη βεβαιότητα πως ο κόσμος των αρχών της δεκαετίας του ’70 (το τέλος του ονείρου των sixties…) είναι τόσο αβέβαιος και μπερδεμένος, που μόνο μέσω μιας σεναριακής σύγχυσης μπορεί με πειστικότητα να απεικονιστεί. Εξ ου και οι χρονικές ανακολουθίες, οι σκόρπιες εικόνες ψυχεδέλειας και παραφροσύνης, η μη κατανόηση (εκ των ιθαγενών) της διαφοράς της αλήθειας της ζωής από το ψέμα του σινεμά, τα συνεχόμενα «missing» (όντως;) cut και η «θολούρα» στη φωτογραφία, καθώς και τα αμέτρητα κοντινά στα πρόσωπα, που μαζί με τις σκηνές περιπλάνησης του Κάνσας με το άλογό του εν είδει Marlboro Man υπό τους ήχους των τραγουδιών τού Κρις Κριστόφερσον (και άλλων μουσικών, οι οποίοι εμφανίζονται σαν χορός αρχαίας τραγωδίας) δίνουν συχνά στο φιλμ μια αίσθηση ημιτελούς ντοκιμαντέρ, αναμεμειγμένου με στοιχεία μυθοπλασίας.

Ο Χόπερ γίνεται περισσότερο σαφής σε αυτά που απορρίπτει μέσω της ταινίας του. Η βιομηχανία του Χόλιγουντ και η απληστία των αλαζόνων συμπατριωτών του είναι θέματα που μπαίνουν στο στόχαστρό του, μαζί με την κριτική ματιά στο παρελθόν της αποικιοκρατίας. Ο Κάνσας ονειρεύεται να τακτοποιηθεί με την αγαπημένη του Μαρία στα βουνά τού Περού, η λαγνεία όμως του ζεύγους Άντερσον δεν τον αφήνει σε ησυχία. Η καλή του μαγεύεται από τα λούσα τού δυτικού τρόπου ζωής, απαιτώντας από εκείνον τη γούνα της πλούσιας Αμερικανίδας, με τους Γιάνκηδες να παρομοιάζονται με σατανικά υποχείρια ταγμένα να σπέρνουν τη διχόνοια στους φτωχούς αυτόχθονες. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με αυτό που συμβαίνει στο «ψεύτικο» κινηματογραφικό συνεργείο, που με μια ξύλινη κάμερα ανά χείρας προσπαθεί να «αντιγράψει» τη μίμηση της ζωής, την οποία έχει εκλάβει ως πραγματική. Στο απόσπασμα με την κατηγορία της αλλοτρίωσης το Χόλιγουντ κατά τον Χόπερ, που στην προκειμένη ξυπνά το αίσθημα της ωμής βίας και της ταπείνωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Διόλου παράξενο που εκείνο τού έδειξε τότε την πόρτα της εξόδου…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όχι το χαμένο διαμάντι τού παρελθόντος για τους λάτρεις τού αμερικανικού σινεμά των seventies, αλλά περισσότερο μια αλληγορική άσκηση ύφους που απευθύνεται αποκλειστικά σε ένα δοκιμασμένο art-house κοινό. Όποιο νόημα κι αν αναζητηθεί στο φιλμ του Χόπερ, το βέβαιο είναι πως ο χρόνος δεν έχει σταθεί σύμμαχός του, καθώς το θέαμα εκτός από τριπαρισμένα «περίεργο» (για… όλες τις δεκαετίες που πέρασαν) στέκει αρκετά ξεπερασμένο πια στις μέρες μας. Αν η ιδέα του stuntman και της ταινίας εντός της ταινίας, που μπλέκει την αλήθεια με το ψέμα, φέρνει στο μυαλό το τριών οσκαρικών υποψηφιοτήτων «Στάντμαν, Ο Ριψοκίνδυνος Δραπέτης» (1980), είναι αυτό που λέμε… καμία απολύτως σχέση.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.