FreeCinema

Follow us

THE HUNGER GAMES: ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ – ΜΕΡΟΣ Ι (2014)

(THE HUNGER GAMES: MOCKINGJAY - PART I)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φράνσις Λόρενς
  • ΚΑΣΤ: Τζένιφερ Λόρενς, Λίαμ Χέμσγουορθ, Τζουλιάν Μουρ, Γούντι Χάρελσον, Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, Τζος Χάτσερσον, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Τζέφρι Ράιτ, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Νάταλι Ντόρμερ, Σαμ Κλάφλιν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS

Επιζήσασα για δεύτερη φορά των Αγώνων Πείνας, η Κάτνις συμφωνεί με την Πρόεδρο της Περιοχής 13, Κόιν, να γίνει η Κοτσυφόκισσσα – σύμβολο της επανάστασης ενάντια στην Κάπιτολ, ώστε να σώσει τη ζωή του Πίτα.

Το έχω ξαναπεί. Κατά τη γνώμη μου, το «άνευ εύκολων λύσεων, απαντήσεων, ηθικοπλαστικών διδαγμάτων, αναίμακτων happy end» και clean cut ηρώων, γενναία ζοφερό, ξεχωριστό και πρωτότυπο βιβλίο, «Κοτσυφόκισσα», που ολοκληρώνει την best seller, λογοτεχνική τριλογία της Σουζάν Κόλινς (στην οποία βασίζεται αυτή η κινηματογραφική τετραλογία) είναι πραγματικά σπουδαίο. Γραμμένο με σταράτο, απέριττο λόγο, αφιερώνει το πιο «ήσυχο» πρώτο μισό του (το οποίο εικονογραφεί τούτο το πρώτο μέρος της «Επανάστασης») στην ανατομία της εξέλιξης των μοιραία, τραγικά αλλαγμένων, πρωταγωνιστικών (και όχι μόνο) χαρακτήρων του, πριν πατήσει γκάζι στο σασπένς της συγκλονιστικής, πολεμικής δράσης και του απρόοπτου, ατακτοποίητου φινάλε τού δεύτερου μισού του. Ξεφεύγει έτσι ατρόμητα από τα ασφαλή καλούπια του αναγνώσματος «Νεαρών Ενήλικων» και αναδεικνύεται σε ένα… νέτα σκέτα ενήλικο, ανησυχητικά προφητικό, αλλά και αδιανόητα επίκαιρο φαινόμενο της pop κουλτούρας.

Μεταφέροντας την «Κοτσυφόκισσα» στο σινεμά, ο Λόρενς, σε απόλυτη συνέργεια με τους σεναριογράφους του Κόλινς, Πίτερ Γκρεγκ («The Town») και – του βραβευμένου με ΕΜΜΥ – Ντάνι Στρονγκ («Game Change»), ξεκαθαρίζει της προθέσεις του εξ αρχής. Σε ένα σκοτεινό, γυμνό, τσιμεντένιο, προφανώς υπόγειο χώρο, η Κάτνις βρίσκεται στα όρια της κρίσης πανικού. Τρέμοντας και με σπασμένη τη φωνή προσπαθεί να αντισταθεί στο συναισθηματικό χάος που την πολιορκεί. Να καλμάρει. «Ξεκίνα από τα βασικά. Το όνομα μου είναι Κάτνις Έβερντιν…», λέει και ξαναλέει μεταξύ άλλων, πριν ανώνυμα χέρια την αρπάξουν, αγνοώντας τα απελπισμένα παρακαλετά της για «λίγο χρόνο ακόμα». Στην αμέσως επόμενη σκηνή, ξυπνά στο βουτηγμένο σε ένα αρρωστημένα κίτρινο ημίφως, νοσοκομείο της Περιοχής 13 και στους λυγμούς του Φίνικ από το διπλανό δωμάτιο. Ο Πρόεδρος Σνόου, βλέπεις, δεν πήρε αιχμάλωτους στην Κάπιτολ μόνο τον Πίτα και τη – σύμμαχο της Κάτνις στους προηγούμενους, επετειακούς Αγώνες Πείνας – Τζοάνα Μέισον (Τζένα Μαλόουν), αλλά και την αγαπημένη τού Φίνικ, Άννι Κρέστα. «Μακάρι να ήταν νεκρή. Μακάρι να ήμασταν όλοι νεκροί», λέει ο Φίνικ στην επίσης συντετριμμένη Κάτνις.

Σωστά. Πάνω απ’ όλα αυτό το φιλμ (αφουγκραζόμενο ιδανικά όλες τις υπόκωφες εντάσεις τού πρωτόλειού του) είναι ένα δράμα χαρακτήρων, που θέλει να μελετήσει με ευαισθησία, αλλά και χωρίς φόβο ή πάθος το – για διάφορους λόγους – όλο και πιο συχνά εκδηλωμένο στην εποχή μας Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες (PTSD, η επίσημη, αγγλική ονομασία του). Του αγώνα δηλαδή μιας χούφτας ανθρώπων (αλλά και ενός ολόκληρου λαού), που έχουν υποστεί αμείλικτη βία και καταπίεση, να διατηρήσουν την ανθρωπιά, το ήθος τους, ώστε να μην υποκύψουν στην αυτοκτονική απόγνωση, ή στην εξίσου αυτοκαταστροφική μανία εκδίκησης και ανταπόδοσης της βίας. Αγώνας, στον οποίο – τι ειρωνεία – περισσότερες ελπίδες να αναδειχθούν νικητές είναι τα… παιδιά: οι ανήλικοι ή μόλις ενήλικοι, ιδεαλιστές ακόμη «μικροί», που καλούνται να πρωτοστατήσουν στον πόλεμο των «μεγάλων», ρεαλιστών, συνηθισμένων στην άσκηση εξουσίας «γονιών». Πόλεμος που δεν κερδίζεται πλέον μόνο με τα όπλα στα πεδία των μαχών, αλλά και με τις εντυπώσεις στα ΜΜΕ. Καθώς η Κάτνις συμβιβάζεται και πρωταγωνιστεί στα δια χειρός Χέβενζμπι, επονομαζόμενα «propos» (προπαγανδιστικά videos της επανάστασης), με την ελπίδα να κρατήσει ζωντανό τον Πίτα, δύσκολα δε θα σου έρθουν στο μυαλό τα χολιγουντιανά σκηνοθετημένα βιντεάκια που πολιορκούν τελευταία την καθημερινότητά μας, στα οποία δυτικοί αιχμάλωτοι παπαγαλίζουν την προπαγάνδα των τζιχαντιστών θυτών τους, ελπίζοντας να γλιτώσουν τον αποκεφαλισμό…

Παράλληλα, οι διαχρονικοί προβληματισμοί που ανέπνεαν εύστοχα στο προηγούμενο φιλμ, συνεχίζουν να… ανδρώνονται εδώ: το γεγονός ότι οι πραγματικοί ήρωες είναι διστακτικοί, αμετάκλητα λαβωμένοι, ασυνείδητοι μεσσίες, ή ότι τα όποια – ξεκάθαρα ορισμένα – δύο άκρα είναι μόνο επιτηδευμένα εργαλεία άσκησης εξουσίας, καθώς στην πραγματικότητα, η αληθινή ζωή μπορεί να συμβεί μόνο στο ανάμεσα. Καθώς, όμως, παλιοί και νέοι χαρακτήρες αποκτούν περισσότερες, συναρπαστικά πρωτόγνωρες, πιο αμφιλεγόμενες, διφορούμενες διαστάσεις και το φιλμ τελειώνει εκεί που ουσιαστικά αρχίζει (στην απόγνωση του δωματίου ενός νοσοκομείου), το PTSD, οι αιτίες πρόκλησής του και κατά συνέπεια το τι εστί άνθρωπος, επιστρέφουν δεόντως, πάντα, στο επίκεντρο αυτού του φιλμ. Πώς θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει κι αλλιώς, με ένα τόσο αξιοζήλευτο, αναμενόμενα και μη, φωτισμένο καστ;

Γιατί δεν είναι μόνο η οσκαρούχος (τα λόγια είναι φτώχια) Λόρενς που για μια ακόμη φορά καθηλώνει ως Κάτνις. Οι Χάρελσον / Χέιμιτς και Μπανκς / Έφι, που προκύπτουν και πάλι τα απολύτως απαραίτητα, κωμικοτραγικά comic relief, χωρίς στιγμή να φλερτάρουν με την καρικατούρα. Ο Σάδερλαντ, που εξανθρωπίζει ανατριχιαστικά τον αδίστακτο Πρόεδρο Σνόου. Οι Ράιτ, Χόφμαν και Ντόρμερ που εμφυσούν στους Μπίτι, Χέβενσμπι και Κρέσιντα, αντίστοιχα, μια μονόχνοτη εμμονή με τη δουλειά τους, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγουν να κοιτάξουν κατάματα την αλήθεια του (δουλικού) εαυτού και της πραγματικότητάς τους. Η Μουρ που ντύνει κυριολεκτικά (στην όψη) και μεταφορικά (στη συμπεριφορά) με ένα αινιγματικό, απειλητικό γκρίζο την Κόιν. Είναι και ο Χάτσερσον που ανταποκρίνεται εξαιρετικά και στις – επιτέλους ορατές – βρώμικες, αιχμηρές γωνίες τής ψυχοσύνθεσης του πάλαι ποτέ (;) καλού παιδιού, Πίτα, και στοιχειώνει. Και ο Χέμσγουορθ, που κάνει περισσότερο από ποτέ τον Γκέιλ επαναστάτη με αιτία και φιλότιμο στρατιώτη, καθώς αφήνει τον πόνο της – φρικτής – απώλειας (της Περιοχής 12) να πάλλεται μόλις κάτω από την ψύχραιμη επιφάνειά του. Και ο Κλάφλιν, που απογυμνώνει αμετάκλητα το Φίνικ από το προσωπείο τού περιζήτητου γόη, αφενός φέρνοντας την Κάτνις αντιμέτωπη με τα αληθινά, αλλά αδύνατο να συνειδητοποιήσει ή αποδεχτεί, συναισθήματα και κίνητρά της (στο καταφύγιο, κατά το βομβαρδισμό), και αφετέρου, λέγοντάς τα χύμα, κατά τη διάρκεια ενός ιδιαίτερου «propo».

Πίσω από την κάμερα, ο Λόρενς στέκεται απολύτως αντάξιος των ηθοποιών του, φροντίζοντας να διατηρήσει υποδειγματικά την ισορροπία ανάμεσα στο θέαμα και την ουσία, το blockbuster και το δράμα χαρακτήρων, έτσι ώστε ούτε να κάνει την ταινία του υπερβολικά ζοφερή, βαρύγδουπη ή κουραστική, ούτε να προδώσει τους πολυδιάστατους ήρωες και προβληματισμούς του. Αν και η χτισμένη υπογείως, σε πολλαπλά επίπεδα, ανάποδη (με το νοσοκομείο κοντά στην κορυφή της και το κέντρο επιχειρήσεων στα απύθμενα, θαρρείς, βάθη της!) Περιοχή 13 είναι – σε πλήρη αντιδιαστολή με την πολύχρωμη, χλιδάτη υπερβολή τής Κάπιτολ / λαβύρινθο ουρανοξυστών – ταιριαστά μουντή, αυστηρή, άχρωμη και αφτιασίδωτη, οι εικόνες τού πρώτου μέρους αυτής της «Επανάστασης» δε γίνονται ποτέ ανυπόφορα καταθλιπτικές ή βαρετά «ήσυχες». Γιατί το χιούμορ δεν εκπορεύεται μόνο από τους Χέιμιτς και Έφι, και δηλώνει συχνά-πυκνά, καίρια, παρών στα δρώμενα (στην τελευταία απαίτηση της Κάτνις προς την Κόιν για να γίνει η Κοτσυφόκισσα ή στο παιχνίδι της με το φως και τη γάτα στο καταφύγιο, π.χ.). Γιατί το εφικτό μόνο επί της οθόνης (αφού το βιβλίο είναι αφηγημένο αποκλειστικά και μόνο από την προοπτική τής Κάτνις), διαρκές πηγαιν’ έλα στα όσα συμβαίνουν και στις υπόλοιπες, σε αναταραχή Περιοχές και Κάπιτολ της Πανέμ, μέσω μιας σειράς αριστοτεχνικά κεντημένων παράλληλων μοντάζ (με κορυφαία εκείνα του «propo» του Φίνικ ταυτόχρονα με την επιχείρηση διάσωσης των αιχμάλωτων Φόρων Υποτέλειας, και του λόγου τής Κόιν παράλληλα με την περιπλάνηση της Κάτνις στο νοσοκομείο, στο τέλος), γεννά συναρπαστική δράση και μεθυστικό σασπένς. Σωστά, λοιπόν. Το χολιγουντιανό (υπερ)θέαμα μπορεί να έχει και μυαλό και καρδιά.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σινεμά ικανό να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των… blockbusterάδων και των κουλτουριάρηδων, των γέρων και των νέων, των παιδιών και των γονιών, της φαντασίας και της πραγματικότητας, της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας, της λογικής και του συναισθήματος. Τι άλλο θέλεις; (Να έχεις δει και τα προηγούμενα φιλμ!)


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.