FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ (2018)

(THE EYES OF ORSON WELLES)

  • ΕΙΔΟΣ: Δοκιμιακό Βιογραφικό Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρκ Κάζενς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS

Τα κάδρα του κορυφαίου σκηνοθέτη όλων των εποχών δεν είναι μόνο αυτά που νομίζεις. Πώς τα φωτίζουν αφενός οι εμπειρίες του, αφετέρου η εποχή μας; «Rose…bud!» (παρά κάτι).

Ταξιδιωτικά τεκμήρια ως καρδιά του θέματος, επιστολικές τεχνικές στην αφήγηση, ιδιοφυείς συνάψεις ως ειδοποιός διαφορά στο περιεχόμενο, sua sotto voce σφραγίδα στην παρουσίαση. Οι, πλέον, υπολογίσιμοι σε αριθμό (κατόπιν ενός αφιερώματος στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και της δις προβολής του «The Story of Film: An Odyssey» στην ΕΡΤ) γνώστες τού oeuvre τού Κάζενς ξέρουν τι να περιμένουν. Οι σαφώς πολυπληθέστεροι θαυμαστές τού καινούργιου αντικειμένου λατρείας κι υποκειμένου του μάλλον όχι, καθώς η εικαστική πλευρά τού Γουέλς έως σήμερα αποτελούσε μια υποσημείωση του ρεζουμέ του, με τις σχετικές δημιουργίες του επί δεκαετίες ή εξαρχής αθέατες στους πολλούς. Όχι πια. Έτι εντυπωσιακότερο, ακόμη κι αν τεκμηριώνει βασικά μόνο τη δεύτερη από τις φράσεις «Ο κόσμος έχει γίνει πιο γουελσικός» και «Ένα τετράδιο ιχνογραφίας της ζωής σου», που ακούγονται στην αρχή και γίνονται το περίγραμμα – κλειδί της τελευταίας ολοκληρωμένης (το 16ωρο «Women Making Films: A New Road Movie Through Cinema» παραδίδεται την ερχόμενη άνοιξη, έχοντας παρουσιάσει ένα πρώτο δείγμα στην πρόσφατη Βενετία) και έως σήμερα καλύτερης ατομικής… έκθεσης του Βρετανού, αυτή η ανάμεσα στην ανεπίσημη διεπιστημονική (σινεμά και εικαστικά) διατριβή και την τόσο διττά όσο και αμφίδρομα αναγνωριστική οφειλών μονογραφία συνιστά μια συναρπαστική, ειδικά για έναν κινηματογραφόφιλο, ιδιότυπη, χαρακτηριστική προσωπική υπόθεση (#diplhs). Ο Όρσον, χαμογελώντας πονηρά, θα επικροτούσε.

Προεξοφλώντας ίσως το αποτέλεσμα, ήταν η κόρη του, Μπίατρις, που παρέσχε στον ρέκτη πιστό του τη δυνατότητα να ανοίξει για εκείνον και για εμάς το φυλασσόμενο σε αποθήκη μερικό αρχείο των έγγραφων καταλοίπων και κυρίως των πάσης φύσης ζωγραφικών πονημάτων του. Αφού έχει, με το viseur στην Times Square και τις βορειοϊρλανδικού αξάν φωνητικές βραχνοχορδές του στην μπάντα ήχου, θέσει τα θεμέλια της θεωρίας του περί της οπτικής όσο ποτέ ζωής τού σήμερα που θα ενθουσίαζε τον Γουέλς (που προφητικά ονειρευόταν, μαζί με τον dp του, Γκρεγκ Τόλαντ, μια κάμερα χωρίς χρεία φιλμ, grip, focus pulling), και δώσει ένα δείγμα των συνθετικών ικανοτήτων του μ’ ένα match cut προσωπογραφιών (με έτερο «θέμα» τον Βαν Γκογκ!), στο πρώτο κεφάλαιο «Τι είναι στο κουτί;» ο Κάζενς πρωτοπιάνει στα χέρια του τα σκαριφήματα – θησαυρούς και στο στόμα του τους σταθμούς τού Γουέλς, ανιχνεύοντας δια ζώσης αυτούς γεωγραφικά και την παρουσία των δε στα μεν αλλά και των δύο στο footage σώμα. Είναι όσο εύκολο και δύσκολο ακούγεται, και φυσικά ο Εδιμβουργιανός Μάρκος το περαιώνει αβίαστα όμορφα, συχνά αντιστοιχιστικά αδιαμφισβήτητα.

Η αρχή γίνεται από το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου, βραχυχρόνιου σπουδαστηρίου τού με «χέρι» τρομερού παιδιού, με το περίφημο έκθεμα των μινιατουρίστικων Δωματίων Θορν να επηρεάζει πασιφανέστατα σκηνικά ταινιών του, περνάει από το Αν Άρμπορ του Μίσιγκαν, στο Πανεπιστήμιο του οποίου η θυγατέρα εμπιστεύθηκε πέρυσι την πλήρη συλλογή, την ακτιβίστρια ανθρωπίστρια μητέρα του και τις DIY ευχετήριες κάρτες του, και συνεχίζει στην Ιρλανδία, όπου ο 16χρονος Αμερικανός περιπλανήθηκε σχεδιάζοντας και όπου ο Κάζενς βρίσκει στα προφίλ σημερινών ντόπιων τα μοντέλα της δουλειάς τού εφήβου το 1934, και την τοπιογραφία στο γυρισμένο την ίδια χρονιά «Man of Aran» του Ρόμπερτ Φλάερτι. Ακολουθούν έτερες τότε περιηγητικές στάσεις του, το Μαρόκο (και του «Οθέλλου») και η Σεβίλλη (και του «Δον Κιχώτη»), με τα… θέματα της εργατικής τάξης και της παραδοσιακής κουλτούρας που τον είχαν μαρκάρει παιδιόθεν να επιστρέφουν ως όψεις τού παρόντος.

Βρισκόμαστε ώρα τώρα στο δεύτερο κεφάλαιο, «Πιόνι», με τους επόμενους κόμβους καριέρας τού Γουέλς πίσω στις ΗΠΑ. Ιλινόι και Νέα Υόρκη, ραδιόφωνο και θέατρο, ο νέγρικος «Voodoo Macbeth» και το σαμποταρισμένο «The Cradle Will Rock» αδράχνονται απ’ τον Κάζενς σε μια γκάμα απ’ το αναμενόμενο (κλιπάκι απ’ το ομώνυμο φιλμ του Τιμ Ρόμπινς) μέχρι το εξειδικευμένα αξιοπρόσεκτο (το μοτίβο του α-πρόσωπου, κοινό στα θεάματα και στις εικονογραφήσεις), προτού οι αντιφασιστικές αναφορές στον Μουσολίνι του «Ιούλιου Καίσαρα» (τα ψήγματα storyboard τού οποίου θυμίζουν ότι προοριζόταν και για τη μεγάλη οθόνη) και οι ανακλητικοί των ναζιστικών συγκεντρώσεων στη Νυρεμβέργη κάθετοι προβολείς κομίσουν κι ένα απόσπασμα απ’ το «Στον Έρωτα Όλα Επιτρέπονται». Το πολιτικά κοινωνικό πλαίσιο κι η αφτιασίδωτα απλή αλήθεια ως ζητούμενα τού αναγεννησιακού τολμητία, με έναυσμα το… «When Strangers Marry» του Γουίλιαμ Κασλ, παίρνουν τη σκυτάλη στο σελιλοζικό «Its All True» αλλά ακόμη πιο δυνατά μετά: στις ερτζιανές εκπομπές «Hello Americans», με το ρατσιστικό hate mail ακροατών να αντιστρατεύεται την αναζήτηση του δράστη της διαβόητης τύφλωσης του μαύρου Άιζαακ Γούνταρντ (που βεβαίως επίσης σκιτσάρεται) «Αστυνόμου Χ», και στο Παρίσι για τη «Δίκη», που το καφκικό φινάλε της άλλαξε στο πιο εξεγερμένο επειδή «Είμαστε όλοι Εβραίοι μετά το Ολοκαύτωμα» – όπως ακριβώς απαντάει ο δημιουργός σ’ ερώτηση φοιτητή μετά από προβολή, σ’ ένα από τα πρωτοΐδωτα λαβράκια εδώ.

Την επιθυμητή Εδέμ του, που το σενάριο κινούμενο μεταξύ διαισθητικού και συνειρμικού ψάχνει στα μέρη όπου άλλοτε βρισκόταν το ξενοδοχείο τού πατέρα του, ο Γουέλς… δεν τη βρήκε ούτε στα θηλυκά. «Ιππότης», στο τρίτο κεφάλαιο («μπήχτης», δεδομένων των παροιμιωδών απιστιών ώς τη μέση ηλικία του, θα ήταν πιο ειλικρινές), περνάει από την πρώτη του συμβία Βιρτζίνια Νίκολσον, που γνώρισε στο παλκοσένικο, στη σεξοβόμβα Ντολόρες Ντελ Ρίο, την οποία είχε πρωτοερωτευτεί 17άρης στην οθόνη μέσω του «Bird of Paradise», μετά στη 2η επίσημη γυναίκα του Ρίτα Χέιγουορθ, με την οποία έκανε το «Η Κυρία από τη Σαγκάη», και στην 3η Πάολα Μόρι, που υποδύθηκε την κόρη του στον «Κύριο Αρκάντιν» έχοντας προϋπηρεσία ως starlet του ΒΙσκόντι, προτού κατασταλάξει στην Όγια Κόνταρ που εμφανιζόταν στο «F for Fake». Ενώ ο χρωστήρας του ή σχετικά καρέ διασώζουν κι αυτή την πλευρά του, η θεωρία περί ιπποσύνης βάζει στο τραπέζι και την πολύπαθη παραγωγή επάνω στον ήρωα του Θερβάντες (με τον Κάζενς να δίνει ρέστα σε μια ανάλυση πίνακα στην οποία θα υποκλινόταν ιστορικός τέχνης), τα αρσενικά έτερα ημίσεά του (όπως ο πρωταγωνιστής του, Τζόζεφ Κότεν, κι ο παραγωγός του, Τζον Χάουζμαν) και το δίπτυχο leitmotiv «ενοχή και θάνατος του έρωτα» – αλλά όχι προτού μια «οργιώδης» σκηνή κρεβατιού παντρέψει, χάρη στις συσχετιστικές ικανότητες του Paddie μας, τον «Φάλσταφ: Οι Καμπάνες του Μεσονυχτίου», το τηλεοπτικό «The Dean Martin Show» και τον Τιντορέτο.

Υπανάπτυκτα, τα κεφάλαια «Βασιλιάς» (για τον καλοζωιστή Γουέλς) και «Γελωτοποιός» (για το πάρε-δώσε του με το χιούμορ) μας παρέχουν ωστόσο την ευκαιρία να δούμε σκιτσαρισμένη και στα 35mm τη σπηλιά του «Μάκβεθ» σε συνάρτηση με τις φυλακές του θρυλικού χαράκτη Πιρανέζι, τον φακό 18,5mm με τον οποίο γυρίστηκαν ο «Πολίτης Κέιν» και «Οι Υπέροχοι Άμπερσονς», το ματαιωμένο project της auteur εισόδου του στα plateau με μια μεταφορά του «Heart of Darkness» τού Κόνραντ αφού είχε παίξει τον Κουρτς στο ραδιόφωνο, ακόμη και τους Χοντρό – Λιγνό που τον διασκέδαζαν. Και, αφού ιδιόκτητα υλικά παραγωγής, αλληλογραφία, δακτυλογραφημένα script, γκουάς, ακουαρέλες, φωτογραφικό και κινηματογραφικό φιλμ κάθε είδους έχουν γίνει μια κυψέλη παραμυθιού χάρη σε επιμελη(τικά) χέρια, στο επιλογικό τμήμα «Οι μέλισσες κάνουν μέλι» μέχρι και ο ίδιος ο τιμώμενος αναλαμβάνει, μ’ ένα φανταστικό γράμμα off, να πει τα δικά του. Είναι ένα όχι πρωτότυπο αλλά… συμπαθητικά λειτουργικό essay τέχνασμα, που δεν συγκαταλέγεται στις στραβοπινελιές (αναπόφευκτα αβυσσαλέα κενά ή αμφιλεγόμενες επιλογές στο CV που θα παρατηρήσουν οι ειδήμονες, η επαναφορά σε τίτλους στο δεύτερο μισό και, κυρίως, μια αχρείαστη κι αδέξια flou artistique λεκτική αναφορά στη «Μέρα της Μαρμότας»), σε αντίθεση με την ευχαριστήρια κατακλείδα. The big picture; Δεν είναι δυνατό να αμαυρωθεί, ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι ότι μ’ εκείνο το «You loved places, you loved visually, you loved chivalry…» ο Κάζενς μιλάει στον και για τον «τεράστιο», και για έναν μέντορα, δηλαδή και για τον εαυτό του. Θα βρεις κι εσύ τον δάσκαλό σου…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το κοινό τού μάγου – και αυτή η ιδιότητά του κάνει πέρασμα – (και) της εκλεκτής 7ης Τέχνης θα αντλήσει μεγάλη ικανοποίηση και γνώσεις, με πιθανότητες ημιδυσανασχέτησης λόγω του ιδιοσυγκρασιακού μπούρου μπούρου. Το fan club τού Κάζενς πάλι θα υπερθεματίσει, κάπως άδικα, σε κοσμητικά – είναι πάντως όντως η καλύτερη στιγμή του στο πανί. Σινάφι του καμβά, του καβαλέτου, των χρωμάτων, εδώ υπάρχει κάτι και για σένα. Αν ακούς doc και τα βάφεις μαύρα, αλλού.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.