ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ (2015)
(THE END OF THE TOUR)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Πόνσολντ
- ΚΑΣΤ: Τζέισον Σίγκελ, Τζέσι Αϊζενμπεργκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Το 1996, ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Λίπσκι συνάντησε τον συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας με σκοπό να του πάρει μια συνέντευξη για το περιοδικό Rolling Stone. Αυτές είναι οι πέντε μέρες που πέρασαν μαζί.
Ο πνευματώδης λόγος δεν κάνει απαραίτητα μια ταινία… πνευματώδη. Ουσιαστική στα λόγια, ίσως. Όχι συναρπαστική, όμως, ως σινεμά. Από αυτό πάσχει τούτο εδώ το φιλμ, που «αγκυλώνεται» μέσα από τις λέξεις δύο ανθρώπων οι οποίοι… μιλάνε μεταξύ τους. Ο ένας είναι δημοσιογράφος. Wannabe συγγραφέας. Έχει εκδώσει κάτι, αλλά δεν ήταν αυτό που ζητούσε ο εγωισμός του. Ο άλλος είναι ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς των τελευταίων δεκαετιών. Θρύλος ήδη εκείνη τη χρονιά με το ογκωδέστατο «Infinite Jest», το οποίο σοκάρει ως γραφή τον πρώτο. Ο δημοσιογράφος ζηλεύει. Θέλει να πλησιάσει τον άνθρωπο που το έγραψε, θα ήθελε να είναι εκείνος ο άνθρωπος που το έγραψε, άρα επιδιώκει μέσα από τη γνωριμία, την επαφή και το «άλλοθι» της συνέντευξης να νοιώσει την ψυχή αυτού του συγγραφέα, να «απομαγνητοφωνήσει» το Είναι του, να φτάσει όσο πιο κοντά μπορεί στο μυστικό της έμπνευσης, της δημιουργίας, ενός ιδανικού.
Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας θα σταθεί μια… απογοήτευση εξαρχής! Μοναχικός, αγροίκος, χωρίς ιδιωτικό βίο ή κάποιο ενδιαφέρον, χωρίς τηλεόραση αλλά με τη μανία να καταναλώνει οτιδήποτε παίζεται στην πρώτη συσκευή που θα βρει μπροστά του, από public domain ταινίες των πρώτων πρωινών ωρών μέχρι οποιαδήποτε… λαϊκή σειρά του παρελθόντος, με μια απόπειρα αυτοκτονίας καταγεγραμμένη στο ενεργητικό του και μια ενδεχόμενη έφεση στα ναρκωτικά, δεν μοιάζει καθόλου με τον άνθρωπο που θα έπλαθε η φαντασία ως υπόδειγμα πνεύματος ή χαρισματικού συνομιλητή. Ο Ντέιβιντ Λίπσκι δεν μπορεί να δεχτεί την… ήττα, να είναι ο δημοσιογράφος που δεν κατάφερε να «σπάσει» την ιδιοφυία του συγγραφέα που περίμενε να αντιμετωπίσει με τα… δικά του δεδομένα προσμονής. Και το μόνο που του μένει να κάνει είναι να τον συνοδεύσει στο τελευταίο μέρος της περιοδείας του promotion του επικού του βιβλίου.
Κρατάμε, λοιπόν, ως βασικό θέμα του «Τέλους Διαδρομής», αυτό το παράδοξο του θαυμασμού, μιας τυπολατρίας εκείνου που «καταναλώνει» απέναντι στον δημιουργό ενός «προϊόντος» που ο διανοούμενος κόσμος μέχρι και η μαζικότητα της pop κουλτούρας αποδίδουν επάνω του διαστάσεις μάλλον εξιδανικευμένες, φανταστικές, και θεωρίες συνήθως άσχετες με την προσωπικότητα του συγγραφέα, του σκηνοθέτη, του όποιου καλλιτέχνη που μοιράστηκε δημόσια την τέχνη του λες και ήταν… ο «εαυτός» του. Δυστυχώς, σπάνια συνυπάρχουν όλα αυτά μαζί και σπάνια δικαιώνουν ή ανταμείβουν την προσμονή του θεατή ή του αναγνώστη, για παράδειγμα. Μάλλον δυστυχώς. Γιατί ποιος μπορεί να κρίνει ακόμη και ένα «ευτυχώς» εδώ…
Αν ο Ντέιβιντ Λίπσκι πρέπει να κριθεί ως ο δημοσιογράφος ή ένα είδος βιογράφου του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας που πρέπει να συλλέξει ένα κάρο trivia, λόγια προσωπικά, εκμυστηρεύσεις και απαντήσεις σε στερεότυπα ερωτημάτων τα οποία θέτει στον συγγραφέα – ήρωα, πόσο δίκαιο θα είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς τού πρώτου και πόσο αληθινή θα είναι η αποτύπωση της προσωπικότητας του δεύτερου σε μερικές σελίδες χαρτιού; Πόσο υποκειμενική είναι η μυθοποίηση, ή και το ακριβώς αντίθετο, το γκρέμισμα ενός μύθου, στα χέρια ενός δημοσιογράφου που αναζητεί να προβάλει ή να τονώσει (υπεράνω) το δικό του εγώ μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία;
Το «Τέλος Διαδρομής» επιχειρεί να είναι τίμιο σε κάθε τομέα του, χωρίς να γίνεται καν βαρετό, παρακολουθώντας κυρίως τον διάλογο μεταξύ των δύο ανδρών. Για να το πω όσο πιο τίμια γίνεται κι εγώ, όμως, θα δανειστώ την περιγραφή που δίνει ο συγγραφέας για τον δημοσιογράφο σε μια σκηνή του φιλμ: είναι «ευχάριστα δυσάρεστο». Γιατί ενώ η παρουσία των δύο πρωταγωνιστών είναι ευχάριστη (δίχως υπερβολές), ο διάλογος είναι όσο πνευματώδης και αληθινός γίνεται, η ταινία δεν προσφέρει κάτι το συναρπαστικό ως κινηματογράφηση, ως δημιουργία. Και η – από την αρχή κιόλας – επίγνωση της αυτοκτονίας του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (κρεμάστηκε το 2008, σε ηλικία 46 ετών), βαραίνει σαν μια δυσάρεστη αύρα το συναίσθημα του θεατή, που απλά αναμένει τον ερχομό ενός φινάλε το οποίο θα πρέπει να κορυφωθεί δραματικά. Κάτι που, δραματουργικά, δεν ταιριάζει αληθινά με το ύφος της υπόλοιπης ταινίας. Είναι σα να κάθισες να διαβάσεις για πρώτη φορά τη συνέντευξη ενός ανθρώπου που έχεις μυθοποιήσει και περιμένεις να σου αποκαλύψει μυστικά για τη ζωή και την ύπαρξη και, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, να μαθαίνεις ότι αυτοκτόνησε. Στ’ αλήθεια. Τι νόημα έχει, πια;