FreeCinema

Follow us

T2 TRAINSPOTTING (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντάνι Μπόιλ
  • ΚΑΣΤ: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Γιούεν Μπρέμνερ, Τζόνι Λι Μίλερ, Ρόμπερτ Καρλάιλ, Άντζελα Νεντιαλκόβα
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Μαρκ Ρέντον επιστρέφει στο Εδιμβούργο για να ξεχρεώσει με το παρελθόν του και να κλείσει λογαριασμούς… φιλικούς.

Στην αρχή σού δίνεται η ευκαιρία και στο τέλος έρχεται η προδοσία, μας λέει το δεύτερο «Trainspotting», προσπαθώντας να μας πείσει ότι αυτή ήταν η ουσία και στο πρώτο φιλμ. Τότε, όμως, δεν ήταν αυτό το νόημα για το νεανικό κοινό, δεν ήταν αυτό το motto που είχαμε κρατήσει φεύγοντας από το σινεμά. Τότε μας έλεγε πολύ περισσότερα πράγματα εκείνο το αναγκαία ελπιδοφόρο «choose life». Και δεν χρειαζόταν ούτε να εκδικηθούμε, ούτε και να προδώσουμε. Μας αρκούσε να ουρλιάξουμε εκείνο το γαμημένο «lager lager lager lager», να χτυπηθούμε στις πίστες με τους Underworld και να φανταστούμε ένα μέλλον καλύτερο, αν όχι… «αγέραστο». Σήμερα, τούτο το τόσο καθυστερημένο (και διόλου λυτρωτικό για τις επιπλέον δεκαετίες που μετράμε πάνω μας) «Τ2» μοιάζει πιο πολύ με ένα sequel για τα… «Μικρά Εγκλήματα Μεταξύ Φίλων» (1994) του Ντάνι Μπόιλ παρά με την ταινία που έκανε μια γενιά να ταυτιστεί μαζί της (ακόμη και χωρίς να γνωρίζει τι εστί πρέζα πραγματικά!) και να τη μετατρέψει σε θρύλο της pop κουλτούρας. Μια γενιά που δεν είχε θεοποιήσει την drug culture, την παρακμή της εξάρτησης, τη σιχασιά του ρεαλιστικού πίσω από την παραζάλη της παρτάρας του soundtrack. Μια γενιά που έκανε «τουρισμό» εκ του κινηματογραφικού ασφαλούς, κρατώντας μονάχα το glam και το hype της έκρηξης ενός παγκοσμίου φαινομένου που έσκασε στην παραλία της Κρουαζέτ, με την πρεμιέρα του πρώτου φιλμ στις Κάννες. Τουλάχιστον, τότε τα πάντα συνέβησαν… αυθόρμητα! Διαλέξαμε να φορέσουμε εκείνο το t-shirt. Δεν μας το φόρεσαν με το ζόρι.

Η εισαγωγή του «Τ2» (πόσο #fail κι αυτό, να το βλέπεις και να πηγαίνει αυτομάτως ο νους σου στο δεύτερο «Terminator» του Τζέιμς Κάμερον…) χαρακτηρίζεται από ένα καλοδεχούμενα σαρδόνιο χιούμορ και επιχειρεί να μας τοποθετήσει σε ένα παρόν που θα έπρεπε να αντιληφθούμε ως χωροχρονικό σχόλιο, κάνοντας τον συνειρμό της τρεχάλας του Ρέντον (ΜακΓκρέγκορ) με έναν αγνώριστο ήρωα που αγκομαχάει να κρατήσει τον ρυθμό των βημάτων του πάνω σε έναν διάδρομο γυμναστηρίου, καταλήγοντας να τρώει τα μούτρα του. Οι εικόνες τού σήμερα περνούν βιαστικά, σαν κάτι το άσκοπο, και η μόνη ουσιαστική παρατήρηση έρχεται όταν η κοπέλα που μοιράζει τους χάρτες του Εδιμβούργου στις αφίξεις του αεροδρομίου αποκαλύπτει ότι κατάγεται από τη Σλοβενία, δικαιολογώντας έτσι τη «σπασμένη» αγγλική προφορά της. Εδώ μοιάζει με αστείο, όμως συνδυάζοντάς το με το φινάλε της ταινίας, ομολογώ ότι αισθάνθηκα μια διάθεση ξενοφοβίας και ρατσισμού από τον Μπόιλ, με τη Μεγάλη Βρετανία να θυμίζει ερειπωμένη χώρα σε ανάγκη ανοικοδόμησης, λες και τη χτύπησε Παγκόσμιος Πόλεμος από το ανατολικοευρωπαϊκό block (ή τη μετανάστευση εξ… αριστερών)! Ίσως το παρακάνω σε βάθος ανάγνωσης του περιεχομένου του φιλμ, όμως δεν γίνεται να παραβλέψεις τη γεωγραφική στοχοποίηση και το «ηθικό» δίδαγμα του τέλους.

Οι γνωστοί μας ήρωες, ωριμότεροι εμφανισιακά, είναι ο λόγος της επίσκεψης του Ρέντον στη Σκωτία, οι τύψεις του οποίου τον υποχρεώνουν να επιστρέψει το μερτικό από τα κλεμμένα χρήματα του τότε στα υπόλοιπα μέλη της παρέας του, με τον Μπέγκμπι να βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα απ’ όλους, πίσω από τα σίδερα, αν και όχι για πολύ, αφού φροντίζει να αποδράσει, πρώτα σκηνοθετώντας επίθεση εναντίον του σε φυλακές ασφαλείας, κατόπιν ολοκληρώνοντας το σχέδιο της φυγής του από κλινική στην οποία νοσηλεύεται, για να επιστρέψει στο σπίτι, τη γυναίκα του και τον έφηβο υιό του, που έχει αποφασίσει να πάρει τον «κακό δρόμο» και να… σπουδάσει! Ας κάνουμε ότι ξεπερνάμε τη χρήση της οικογενειακής εστίας ως καταφύγιο δραπέτη που ποτέ (!) δεν ελέγχεται από τις Αρχές κι ας μείνουμε στο γεγονός ότι ο Μπέγκμπι «τα έχει πάρει» στο κρανίο που την πλήρωσε για όλους τους υπόλοιπους, προφανώς μισώντας θανάσιμα τον Ρέντον. Αυτό θα γίνει και η κινητήρια δύναμη του «Τ2», ενός φιλμ που μοιάζει να έχει περάσει από… «αποτοξίνωση», περιορίζοντας τη χρήση ναρκωτικών ουσιών στις αδιάκοπες «μυτιές» του Sick Boy (Λι Μίλερ) και σε μια μόλις σεκάνς «τρυπήματος», για να θυμηθούμε τα παλιά, μωρέ.

Όχι ότι η ταινία είναι τόσο clean και αθώα, αλλά η εμφάνιση του σήματος της SONY στην αρχή (για παράδειγμα) δείχνει αρκετά αταίριαστη με αυτό που θυμάσαι και με αυτό που περιμένεις να παρακολουθήσεις από ένα φιλμ το οποίο εξακολουθεί να ονομάζεται «Trainspotting». Σταδιακά, και με τον ρυθμό της δράσης να σέρνεται αναλογικά με το πρώτο μέρος του 1996, το μόνο που συγκρατείς είναι ένας απόηχος του χθες, κυρίως στην ηχητική μπάντα, με λεπτομέρειες από τα τόσα μυθικά tracks των δύο CD’s που είχαν κυκλοφορήσει. Ένα «remix» αποσύνθεσης, χωρίς καμία σύνδεση με το παρόν, χωρίς λόγο στο σήμερα. Σε ένα τοπίο που αισθάνεσαι ότι έχει ξεπηδήσει από τις δημιουργίες του Ρόι Άντερσον (ειδικά η pub του Sick Boy και ο περίγυρός της), οι χαρακτήρες του Έρβιν Γουέλς βιώνουν μονάχα την αυτοκαταστροφή της επιβίωσης, έχοντας σχεδόν μετανιώσει που… «διάλεξαν (τη) ζωή». Αισθάνεσαι έναν τόνο κυνισμού, σίγουρα, όμως ο Μπόιλ δεν επιλέγει ποτέ μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στο γιατί επέζησαν τούτοι οι «φίλοι» του «Trainspotting», ώστε να τους παρακολουθούμε σήμερα στην οθόνη σαν κάτι γερασμένους μικροκακοποιούς, άκυρα προσκολλημένους στον υπόκοσμο.

Η εξέλιξη της ιστορίας οδηγεί σε μια κάποια μορφή crime θρίλερ, με την αίσθηση της παρωδίας στο μεδούλι, όμως το φιλμ δεν φτάνει ποτέ ως το απόλυτο «τρολάρισμα» της σημερινής πραγματικότητας μιας Ευρωπαϊκής «Ένωσης» στην οποία προκόβεις (ή κλέβεις, ουσιαστικά) μέσω ΕΣΠΑτζίδικων κονδυλίων, χωρίς να χρειάζεται να ρισκάρεις τη ζωή σου μέσα στα drugs. Δεν είναι εκεί τα λεφτά, πια. Εξαιρώντας τη (μόνη) στιγμή συγκίνησης στη σκηνή ενός club, με το άκουσμα του «Radio Ga Ga» των Queen (πόσο βαθιά ειρωνικός ηχεί ο στίχος «you had your time, you had the power»…), το «Τ2» καταφέρνει να θυμίσει (σε εμάς που ζήσαμε κανονικά το μυθικό τότε και το επεξεργαστήκαμε στη συνείδησή μας) ότι γεράσαμε, άδοξα ή μη. Αυτή τη φορά, βγαίνοντας από την αίθουσα δίχως κέφι… για ζωή, επέλεξα τον λανθάνοντα (αυτο)σαρκασμό αυτού του sequel. Ναι. Το πρώτο «Trainspotting» ήταν η ευκαιρία. Το «Τ2» είναι η προδοσία.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σε μια σκηνή του «Τ2», ο Ρέντον βάζει στο πικάπ ένα βινύλιο, η βελόνα που ακουμπά επάνω του μόλις που προλαβαίνει να μας δώσει κάτι από την εισαγωγή του «Lust for Life», αλλά ο ήρωας το μετανιώνει και τη σηκώνει ξανά. Είναι ένας ακόμη τρόπος για να περιγράψεις την αίσθηση τούτου του sequel, που… δεν ακουμπά το παρελθόν, δεν κάνει επαφή με το παρόν, αλλά… #21yearsago είχε τα αρχίδια να γίνει ένα σημαντικό κομμάτι της pop κουλτούρας. Σήμερα, θα γίνει το hashtag της μίας εβδομάδας. Οι θεατές τού τότε, που θα πάνε με μια συγκινησιακή φόρτιση για να θυμηθούν τα 90’s, θα μοιραστούν σε εκείνους που θα αγαπήσουν (διότι η ζωή είναι ένα μεγάλο ουράνιο τόξο…) και σε εκείνους που θα χασμουρηθούν (σηκώνω χεράκι). Η σημερινή πιτσιρικαρία δεν θα ξέρει γιατί υπάρχει το «2» στον τίτλο. Και δεν την αφορά και καθόλου, για να λέμε την αλήθεια…


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.