FreeCinema

Follow us

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (2013)

(SUR LE CHEMIN DE L' ECOLE)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πασκάλ Πλισόν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 77’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Στην Κένυα αριστούχος ετών 11, πρωτότοκος καρβουνιάρηδων, σέρνει μες στη σαβάνα και νεαρότερη της οικογένειας μαζί. Στην Παταγονία συνομήλικός του, γιος γκάουτσο, πηγαινοέρχεται με άλογο, κι αυτός δικάβαλο με μπεμπούλα «αίμα» του. Στα όρη του Μαρόκου, 12χρονη συναντάει 2 φίλες της για ποδαράτη κατάβαση κι οτοστόπ (αν βρουν). Στην Ινδία λίγο πιο senior τετραπέρατος τετραπληγικός σε σαραβαλιασμένο καρότσι – πατέντα σπρωχνοτραβιέται απ’ τα 2 αδελφάκια του αγόγγυστα. Έχουν φτώχεια και των γονέων, συχνά αξημέρωτα κοπανιούνται ώρες στη φύση, ζουν μίνι Γολγοθά σχεδόν κάθε μέρα «Στο Δρόμο για το Σχολείο». Αξίζει;

Ναι, επειδή, τέκνον μου, αυτά και οι δικοί τους το ξέρουν ότι τα αγαθά κόποις κτώνται. Και «Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς…» κτλ. Ο Πασκάλ Πλισόν… Καβάφης της σελιλόζης δεν είναι (ευτυχώς, εν προκειμένω), και κάνει τόσο αφηγηματικά (εκ περιτροπής «φύγε συ, έλα συ») όσο και «μυθοπλαστικά» (η τάξη έχει δασκαλευτεί από τον δάσκαλο προς επιθεώρηση) σκονάκι. Αλλά προβιβάζεται μετ’ επαίνων (στην τελική εξεταστική, τουλάχιστον) μ’ ένα ανθρώπινου 4×4 Τρίτου Κόσμου, τοπιογραφικών εμπειριών δρόμου καταγραφικό procedural λεύκωμα λιλιπούτειας diy βασάνου γνωστικών βλέψεων, που θα κάνει τα πιο κακομαθημένα ανάμεσά σας να κοκκινίσουν από ντροπή.

Ποιο αμάξι του μπαμπά ή της μαμάς και ποιο λεωφορείο; Κοπάδια ελεφάντων, κακοτράχαλα βουναλάκια, χυμένο απρόσεχτα πόσιμο νερό (που έχει μαζευτεί κατόπιν σκαψίματος με τα χέρια στην… άμμο, εκεί όπου ο μπροστάρης του παρεακίου έχει πλύνει και την ποδιά του!), μια κράμπα στο πόδι, ένα ποτάμι, σκασμένα λάστιχα, pullover μεταφορέων για προσκυνηματική προσευχή, μια στάση για ανάσα κι ένα τραγουδάκι, τίποτα δε σταματάει τους μη προνομιούχους ήρωες (στην κυριολεξία) από το να… καταπιούν για μια ακόμα φορά ιδίαις δυνάμεσι και συνήθως ασυνόδευτοι από μαντράχαλους τα δεκάδες χιλιόμετρα της απόστασης από τα σπίτια τους στο πουθενά ώς τους χθαμαλούς ναούς της γνώσης, έγκαιρα (ή όχι τόσο, εκεί η αργοπορία κατανοείται και δεν παίρνεις απουσία).

Στην πορεία τα panoramique στις afro / μαγκρεμπίνικες / αργεντίνικες vistas και στη λασπουριά της χώρας του Βισνού διδάσκουν φυσική ιχνογραφία, το αναγνωστικό στα κατά τόπους ήθη και έθιμα ξεφυλλίζεται χωρίς γκρίνια (από εμάς), και σκηνές, όπως του ανοιγμένου φραγκόσυκου για τη sista και του αφιλοκερδούς service στη διαλυμένη σαμπρέλα τού κουβαλητού (από τους συμμαθητές που «σκίζονται») αμαξιδίου στο προαύλιο, αδειάζουν τη δυτική σάκα σου: της φυγοπονίας, του bullying, της χλίδας των ιδιωτικών. Και στην επιστρέφουν γεμάτη: αλτρουισμό, ευθύνη, σωματικό μόχθο.

Η γομολάστιχα δε σβήνει ούτε το ότι η εμφανώς κανακεμένη ανά σημεία «παρέλαση» απροόπτων κάνει φιξιόν σκανταλιές (σε χαριτωμενιές όπως το παζάρεμα της κότας των κοριτσιών για γλυκά ή το ανέβασμά τους στο φορτηγάκι με τα πρόβατα), ούτε το ότι περιστασιακά γελάκια αμηχανίας των ερασιτεχνών ανηλίκων προδίδουν το σκηνοθετικό «Μάθε Παιδί μου Γράμματα», ούτε – η βέργα που προσωπικά μας έτσουξε πιο πολύ – τον από άβολα exotica οπτικής έως κόντρα αποικιοκρατικών καταλοίπων (ένας Γάλλος «τραβάει» υπό την αιγίδα της UNESCO στη Μαύρη Ήπειρο) λανθάνοντα άβακα του timing στη σεκάνς της έπαρσης της σημαίας απ’ το black καμάρι μας και της χορωδιακής ανάκρουσης του εθνικού ύμνου. ΟΚ, είναι – αχρείαστα με… τόνο, όμως – το δεκάρι του (κι αυτό της δραματουργίας).

Τα συγχωρείς όλα όταν σε καθίζουν ξανά με… χτυποκάρδια στο θρανίο, στην σε πρώτο πρόσωπο κατακλείδα εξομολόγησης των επιθυμιών τους ο Τζάκσον (ονειρεύεται να γίνει πιλότος), η Ζαχίρα (πάει για δασκάλα), ο Καρλίτο (θέλει να δουλέψει στη γη της φαμίλιας του). Λίγο νωρίτερα, ο σπαστικός αλλά σοφός Σάμουελ έχει πει στα Ταμίλ πέντε φράσεις, που καθεμία τους θα έκανε πρώτον τον Στίβεν Χόκινγκ και μετά όλους τους «κυρίους» και τις «κυρίες» του πλανήτη να μπήξουν τα κλάματα από συγκίνηση. «Στον κόσμο ερχόμαστε χωρίς τίποτα και φεύγουμε χωρίς τίποτα. Εγώ είμαι τυχερός που μπορώ και πηγαίνω σχολείο. Μια κοπέλα σαν και μένα που ξέρω είναι πλούσια αλλά όλη μέρα κλεισμένη μέσα. Όταν μεγαλώσω θέλω να προκόψω. Και να σπουδάσω γιατρός για να βοηθήσω τους άλλους ανάπηρους, όπως εγώ, να περπατήσουν». «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να…». Η θεωρία των πάντων;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Υπουργέ Παιδείας, ένταξέ το στην ύλη ΤΩΡΑ. Μουλτιπλεξά γονέα με βλαστάρι, μην την κάνεις κοπάνα για Barbie και Μπομπ Σφουγγαράκη όταν αυτό ζητάει (κι αξίζει) το χάδι σου. Γαλουχημένοι στο είδος της τεκμηρίωσης, θα δείτε μια κηδεμόνευση αλλά είναι αδύνατο να μην πείτε «άχου το». Ε, τώρα αν είσαι ρατσιστής, δεν μπορείς τα σκασμένα και δε βλέπεις ντοκιμαντέρ ούτε αν σε απειλήσουν με τιμωρία στο ένα πόδι στη γωνία, με το ζόρι δεν αλλάζεις μυαλά, στουρνάρι…


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.