FreeCinema

Follow us

SUNTAN (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος
  • ΚΑΣΤ: Μάκης Παπαδημητρίου, Έλλη Τρίγγου, Χαρά Κότσαλη, Μιλού Φαν Γκρούσεν, Ντίμι Χαρτ, Μάρκους Κόλεν, Γιάννης Τσορτέκης, Παύλος Ορκόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη, Σύλλας Τζουμέρκας, Γιάννης Οικονομίδης, Νίκος Τριανταφυλλίδης
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ο Κωστής φτάνει στην Αντίπαρο μέσα στο καταχείμωνο για να αναλάβει το τοπικό ιατρείο. Η πλήξη είναι αφόρητη. Οι ντόπιοι τον καθησυχάζουν με την υπόσχεση πολλών… «μουνιών» κάθε εθνικότητας που καταφθάνουν διψασμένα για σεξ όλους τους θερινούς μήνες. Και το καλοκαίρι έρχεται…

«Πόσες ελληνικές ταινίες χωρίς τέλος έχουμε δει στη φετινή σεζόν;», διερωτήθηκε συνάδελφος στη δημοσιογραφική προβολή του «Suntan». Δεν ήθελα να μετρήσω, ειλικρινά. Βγήκα από την αίθουσα σκεπτικός και ειλικρινά στενοχωρημένος. Μόλις είχα δει έναν από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες που έχουμε αυτή τη στιγμή σε τούτη τη χώρα να «καίγεται» με ένα φιλμ χωρίς σενάριο και, σχεδόν, χωρίς λόγο ύπαρξης.

Η περίπτωση του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του μου θύμισε με κάποιον τρόπο το «pattern» που είχαμε ξαναζήσει με τη φιλμογραφία του Γιώργου Λάνθιμου. Πρώτη ταινία («Bank Bang») «παραγγελιά» και mainstream-ιά για μεγάλο γραφείο διανομής, με καλό budget και εμπορικότατο καστ (δικαίως η καλύτερη κωμική παραγωγή για μαζική κατανάλωση που έχουμε δει εδώ και… δεν ξέρω κι εγώ πόσες δεκαετίες τώρα στον ελληνικό κινηματογράφο!), δεύτερη ταινία («Wasted Youth») σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο που έμοιαζε να δηλώνει με τσαμπουκά ένα «Κοίτα, εγώ τέτοιο σινεμά θέλω να κάνω από ‘δω και πέρα και σ’ όποιον αρέσει, εντάξει;» και τρίτη ταινία… το «Suntan». Ο Λάνθιμος, από την άλλη, είχε παρουσιάσει ως τρίτη ταινία τον «Κυνόδοντα». Και έγραψε Ιστορία. Γιατί (κατ)είχε αυτά τα δύο πράγματα που χρειάζεσαι περισσότερο για να δημιουργήσεις (και όχι απλά να γυρίσεις… ακόμη ένα φιλμ): το (δικό του) ταλέντο και… ένα γαμημένο σενάριο (μετά συγχωρήσεως). Που «γονάτισε» το σύμπαν ολόκληρο. Είπαμε, ο Παπαδημητρόπουλος έχει το ταλέντο. Αλλά από το άλλο… δεν!

Το «Suntan» ξεκινά με μια συρραφή πραγματικά απέριττων σκηνών, οι οποίες μας συστήνουν τη «χαμένη ζωή» στο νησί της Αντιπάρου μέσα στον χειμώνα. Δεν ξέρουμε τίποτε για τον Κωστή, όμως νιώθουμε την πίκρα τού «δεν τρέχει τίποτα» της ελληνικής επαρχίας σε off-season περίοδο. Διότι μιλάμε για τουριστικό νησί. Κι αυτό το ήσυχο ανθρωπάκι, ο σχεδόν δίχως εαυτό σαραντάρης γιατρός, μονάχα σε αυτό ελπίζει και περιμένει για να βρει μια πραγματική συντροφιά, ανθρώπους «όμοιους» με εκείνον, παρέα με ενδιαφέροντα και γνώσεις για να πει δυο λόγια παραπάνω, να ταιριάξει. Ίσως και να γαμήσει. Οι ντόπιοι, τα παλιά και πλέον γραφικά «καμάκια» του νησιού, του το έχουν υποσχεθεί. Κι ο Κωστής ετοιμάζεται για ένα… hot Greek summer!

Υπάρχει μια «κωδικοποίηση» της καθημερινότητας στο νησί, με το που μπαίνουμε στο καλοκαίρι. Ο Κωστής δέχεται ασθενείς και τραυματίες στο ιατρείο του το πρωί, πηγαίνει για μπάνιο το μεσημέρι και το βράδυ καταλήγει να κάνει μια μπαρότσαρκα, μπας και του «κάτσει» κανένα τυχερό. Στο πρώτο θα γνωριστεί με την Άννα, μια Ελληνίδα που χτύπησε μ’ ένα μηχανάκι και κάνει διακοπές με την international παρέα της. Ο Κωστής θα αισθανθεί μια ερωτική έλξη, θα μετατραπεί σε φιλικός «εισβολέας» στην παρέα στην παραλία του camping στο οποίο διαμένουν και τις νύχτες θα τους αναζητά στον τελικό προορισμό τού κάθε αθεράπευτου ξενύχτη, τη disco La Luna. Και κάθε μέρα τα ίδια. Με ελάχιστες διαφοροποιήσεις στην αφήγηση, πλέον, το «Suntan» εγκλωβίζεται μέσα σε μια λούπα καταστάσεων που επαναλαμβάνονται διαρκώς, φανερώνοντας κυρίως ένα αίσθημα αποσύνθεσης στο μυαλό και τη λογική του κεντρικού ήρωα. Το μοτίβο του παθιασμένου (αλλά δίχως καμία ελπίδα) έρωτα είναι προφανές. Ο Κωστής και η Άννα θα βρεθούν να κάνουν σεξ σε μια απόμερη παραλία, εκείνος θα «τελειώσει» γρήγορα, θα ελπίσει σε «επανόρθωση» της όλης πράξης, εκείνη θα θελήσει να διακόψει κάθε επικοινωνία.

Πέρα από την εξάντληση αυτού του επαναλαμβανόμενου μοτίβου ημερησίως, η ύπαρξη του χαρακτήρα του Κωστή στερείται δόμησης και αρχίζει να γεννά σοβαρά προβλήματα σε σχέση με την παρακολούθηση της ταινίας. Που από τη μια έχει κουράσει ως δράση και από την άλλη δεν ξέρει πώς να χειριστεί τον ήρωα. Ο θεατής δεν γνωρίζει τι άνθρωπος είναι ο Κωστής, δεν έχει προσεγγίσει ποτέ (παρά μόνο επιφανειακά και από κάποια συμφραζόμενα) τον χαρακτήρα του και, σίγουρα, περιμένει μια έκρηξή του, η οποία προκύπτει… λίγο πριν τελειώσει η ταινία! Χωρίς καν να ολοκληρώσει την πορεία αυτού του ανθρώπου, τους στόχους τού φιλμ ή κάποια προσμονή τού κοινού που θα μείνει απότομα ξεκρέμαστο.

Αυτό το «φινάλε», σε κάνει πραγματικά να διερωτάσαι: διαβάζει κανείς από την παραγωγή μιας ταινίας το σενάριό της; Επιτρέπει σε… κοινούς θνητούς να πράττουν το ίδιο και να λένε μια αντικειμενική γνώμη στο τέλος ή αρκούν οι… φίλοι της παραγωγής που (θα) το βρίσκουν cool και super, ώστε να περάσουν όμορφες διακοπές στην Αντίπαρο μετά γυρίσματος φιλμ το οποίο ενδεχομένως να προσκληθεί κι από μια ντουζίνα (τουλάχιστον) εκ των αμέτρητων κινηματογραφικών Φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ώστε οι cool και super διακοπές να αποκτήσουν και έναν πιο διευρυμένο και «εξωτικό» χαρακτήρα; Είναι, πλέον, μια σοβαρή μορφή παθογένειας του ελληνικού σινεμά, το οποίο έχει χωθεί στο καβούκι ενός «πλανήτη happy» φίλων, συναδέλφων, συνεργατών και ολίγων «hip» δορυφόρων τους ή «αυλικών», οι οποίοι μονάχα τον θεατή δεν σκέφτονται! Τον θεατή που θα μείνει «κάγκελο» με το «φινάλε» (για να μην πω ότι δεν θα έχει καταλάβει τι συμβαίνει με την Άννα – ή γιατί ουδείς παρατήρησε κάποια λεπτομέρεια στο σώμα της ή γιατί η Έλλη Τρίγγου μπορεί να είναι μια κακή ηθοποιός ή γιατί… ξέχνα το, δεν τίθεται θέμα, απλά η ταινία δεν έχει τέλος!).

Και επιστρέφω στην αρχική παρατήρηση, ότι ο Παπαδημητρόπουλος είναι ταλεντάρα στη ματιά και στα πλάνα του, με τη φωτογραφία του Χρήστου Καραμάνη από δίπλα να σου βγάζει το μάτι από αρτιότητα. Αλλά, διάβολε, πόσο κρίμα! Πόση σεναριακή αστοχία. Και εδώ παρατηρείς, με μια ελαφρά καχυποψία στα credits, την ύπαρξη του ονόματος του (σκηνοθέτη) Σύλλα Τζουμέρκα. Του οποίου οι δύο μεγάλου μήκους που έχει υπογράψει πίσω από τον φακό έπασχαν εσχάτως στα (σκοπίμως αλλά… ατάκτως αποδομημένα) σενάριά τους, χαρακτηριστικό που οδήγησε και τη «Χώρα Προέλευσης» (2010) και την «Έκρηξη» (2014) στην αποτυχία (καλλιτεχνικά, διότι αν μιλήσουμε και για εισπράξεις, επρόκειτο περί ολέθρου…). Πραγματικά, δεν γνωρίζω το μερίδιο ευθύνης στην περίπτωση γραφής του «Suntan». Ένας καλός σκηνοθέτης, όμως, δεν έχει και την υποχρέωση να αντιληφθεί με τι σεναριακές περγαμηνές έρχεται ο συνεργάτης του; Βλέποντας τις προηγούμενες δουλειές τού Τζουμέρκα, ο Παπαδημητρόπουλος αισθάνθηκε τη βεβαιότητα να προχωρήσει;

Θα μπορούσε αυτό το φιλμ να είναι σαφώς πιο… κακό ή ανυπόφορο στην (όχι και τόσο μικρή) διάρκειά του, αν εκτός του Παπαδημητρόπουλου δεν υπήρχε και ο πρωταγωνιστής τού «Suntan». Το έχω ξαναπεί και χαίρομαι να το ξαναλέω: ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι ένα «δώρο» για τον ελληνικό κινηματογράφο. Αυτή η σχεδόν κακοφορμισμένη φιγούρα που κλοουνίζει αμίλητα και τόσο δραματικά, πριν σε κάνει να σκάσεις στα γέλια με ελάχιστες παραλλαγές μορφασμών σε κάθε εκατοστό τού προσώπου της, είναι που κρατάει όρθια στα πόδια της τούτη την ταινία. Ουσιαστικά. Ακόμη και με έναν τόσο ασαφή και τόσο παρατημένο στη μοίρα του ρόλο. Ο Παπαδημητρίου δεν θα βρει ποτέ την ολοκλήρωση ή την κορύφωσή του στο «Suntan», όμως θα έχει απογειώσει με συναισθήματα τις καλύτερες στιγμές τού έργου, πριν χαθεί κι αυτός στο… κενό των end credits. Χωρίς αυτόν, οι θεατές μάλλον θα εγκατέλειπαν την αίθουσα πριν το «τέλος». Διπλό κρίμα, δηλαδή.

Όλα τα άνωθεν είναι επιλογές του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου. Και είναι δική του η ταινία. Και δικαίωμά του, στην τελική. Εγώ από τη δική μου θέση, πάλι, δεν μπορώ να μην επισημάνω το γιγαντιαίο λάθος, αυτή η ανατροπή στην καθημερινότητα του Κωστή, που συμβαίνει… λίγο πριν το τέλος της ταινίας, να μην έρχεται τουλάχιστον μισή ώρα νωρίτερα – και από εκεί κι ύστερα να χτιζόταν καλύτερα και ο χαρακτήρας του ήρωα και να οδηγούσε σε κάποιο θαρραλέο φινάλε ή συμπέρασμα η όλη ιστορία. Έτσι ώστε το «Suntan» να δικαιώνει τον κινηματογραφικό του ρόλο. Να προσφέρει μια ολοκληρωμένη πρόταση (ο οποία ακόμη και τώρα δεν είναι «ορφανή» αρετών). Έτσι ώστε να κάνει την επαφή και με τους θεατές. Γιατί τώρα… δεν. Και λυπάμαι.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Κάτι από την τουριστική και ελευθερίων ηθών ατμόσφαιρα του «Summer Lovers» (1982) με γεύση από «weird wave» ελληνικής κοπής του σήμερα, που πέρασε και… δεν ακούμπησε από τον «Συλλέκτη» (1965) του Γουίλιαμ Γουάιλερ. Καλές προθέσεις, επαγγελματισμός αξιώσεων στην εικόνα, απόλυτη αστοχία (ή ανυπαρξία…) στο σενάριο. Οι μόνιμοι (τύπου hipsters) παραθεριστές της Αντιπάρου θα γουστάρουν μερικώς, το mainstream κοινό θα ζοχαδιαστεί.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.

MINORE

Μυστηριώδη τέρατα εμφανίζονται σε παραθαλάσσιο location του Σαρωνικού κόλπου με εχθρικές και φονικές διαθέσεις. Θα μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν ένα ναυτάκι, μια σερβιτόρα, μια γιαγιά, ένας μποντιμπιλντεράς κι ένα τσούρμο… μπουζουξήδων;