ΣΤΡΙΓΓΛΕΣ (2018)
(STRINGLESS)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άγγελος Κοβότσος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Η ασταθής πορεία ενός γυναικείου φωνητικού συγκροτήματος με το αυτοσαρκαστικό όνομα Stringless.
Δυσκολεύομαι κάπως να αντιληφθώ με ποιον τρόπο η προβολή του ντοκιμαντέρ του Άγγελου Κοβότσου χωράει στις νέες ταινίες της εβδομάδας. Έχει ήδη προβληθεί στη δημόσια τηλεόραση (μόλις στις 19 Φεβρουαρίου) και η πρεμιέρα της εντάσσεται στο πρόγραμμα ενός… party για την παρουσίαση της πρώτης πλήρους μουσικής κυκλοφορίας του γκρουπ, με στέγη την παραγωγό εταιρεία του φιλμ! Επομένως, μία κίνηση δισκογραφικού promotion προβάλλεται ως κινηματογραφική πρεμιέρα. Ας κάνουμε τα – έως αλληθωρισμού – στραβά μάτια, αφού αυτή η αφορμή είναι ίσως εκείνη που, τελικά, δικαιολογεί την προβολή της ταινίας σε σκοτεινή αίθουσα.
Οι «Στρίγγλες» κέρδισαν το βραβείο κοινού στο περσινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Πρωταγωνιστεί ένα συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη, με μέλη γνωστά εκεί, ιδιαίτερους, colorful (όπως αποδίδεται καλύτερα στα αγγλικά) χαρακτήρες και μια σχέση διαρκούς αναταραχής, «φύγε εσύ, έλα εσύ» μεταξύ των μελών, που λίγο πολύ θα είναι γνωστή στον στενό κύκλο της πόλης. Τα κινηματογραφικά ερωτήματα που αιτιολογούν ή όχι τη δημιουργία της ταινίας είναι άλλα. Γιατί να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ / φιλμ για τις Stringless; Επειδή έχουν ένα παιχνιδιάρικο όνομα – λογοπαίγνιο που παραπέμπει στις στρίγγλες; Επειδή είναι ένα γυναικείο a cappella group; Επειδή δεν έχουν σταθερή σύνθεση; Επειδή προσπαθούν να συνεχίζουν να υπάρχουν, αν και έχουν – ή προσπαθούν να βρουν – άλλες δουλειές για βιοποριστικούς λόγους; Ή επειδή έχουν μια πολυσυλλεκτική, πολυεθνική σύνθεση, με μέλη που κατάγονται εκτός από τη Θεσσαλονίκη, από τη Βουλγαρία και την Αλβανία;
Ο Κοβότσος προσπαθεί να απλωθεί σε αυτούς τους λόγους, πηδώντας από σκηνές με πρόβες και ζωντανές εμφανίσεις, σε συνεντεύξεις καταγωγής, προσωπικές ιστορίες (ανάμεσά τους και μια αληθινά δραματική) και μια καταγραφή καθημερινότητας που περιλαμβάνει yoga, μητρότητα, μαθήματα σε σχολεία και εμφανίσεις σε ταβέρνες για να συμπληρωθεί το μεροκάματο. Μέσα σε όλα αυτά, εκείνο που βγαίνει πιο έντονα είναι μια παράξενη σχέση ανάμεσα στις «Στρίγγλες», που κυμαίνεται μεταξύ γυναικείας αλληλεγγύης και γυναικείου ανταγωνισμού, γεγονός που επηρεάζει και τις επιλογές ρεπερτορίου, στο οποίο χωράει… λίγο απ’ όλα, από παραδοσιακά και retro, μέχρι ρεμπέτικα και «χαριτωμένα» τραγούδια. Το τελικό μουσικό αποτέλεσμα βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον ημιτελή επαγγελματισμό και τον καλοπροαίρετο ερασιτεχνισμό, και η ταινία με τον ίδιο τρόπο καταγράφει την πορεία ενός συγκροτήματος που δεν έχει βρει ακόμη μια σαφή κατεύθυνση.