Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗΣ (2019)
(STOCKHOLM)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κωμωδία Παρανομίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Μπουντρό
- ΚΑΣΤ: Ίθαν Χοκ, Νούμι Ραπάς, Μαρκ Στρονγκ, Μπι Σάντος, Κρίστοφερ Χάιερνταλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Η ιστορία της εισβολής σε μια τράπεζα, από την οποία γεννήθηκε ο ψυχολογικός όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης».
Τα φίδια αρχίζουν να σε ζώνουν όταν στην οθόνη εμφανίζεται η φράση… «Βασισμένο σε μια παράλογη αλλά αληθινή ιστορία». Είναι μια απλή φράση, αλλά χαράζει έναν τόνο για την ταινία που μόλις έχει αρχίσει. Έναν τόνο που ικανοποιείται σε ελάχιστο βαθμό στη συνέχεια. Η ταινία που γύρισε ο Ρόμπερτ Μπουντρό, έχει έναν βασικό στόχο που πρέπει να δικαιολογήσει, να παρουσιάσει την ιστορία που έγινε η αφορμή να δημιουργηθεί ένας πολύ συγκεκριμένος ψυχολογικός όρος. Παράλληλα, έχει να αφηγηθεί τα γεγονότα της κατάληψης της Kreditbanken το 1973. Υποτίθεται ότι όλα αυτά γίνονται με χιούμορ, το οποίο υπάρχει κυρίως στο μυαλό του σκηνοθέτη, γιατί στο φιλμ πολύ λίγο φαίνεται, ακόμη κι αν τη χαρακτηρίσεις σκοτεινή κωμωδία ή της δώσεις οποιαδήποτε άλλη απόχρωση. Υπάρχουν κάποιες σκηνές που μπορεί να σε κάνουν να πεις ένα «χα!», ανασηκώνοντας ώμους ή φρύδια, αν και την αντίδραση προκαλεί όχι το χιούμορ αλλά η ηλιθιότητα των κεντρικών χαρακτήρων, που τονίζεται από τις υπερβολικές ερμηνείες.
Ένας πρώην κατάδικος, με ένα τεράστιο μουστάκι, μια εξωφρενικά ψεύτικη περούκα, δερμάτινο outfit κι ένα αυτόματο όπλο, μπουκάρει σε μια τράπεζα, διώχνει πελάτες και προσωπικό, εκτός από δύο υπαλλήλους (στην πορεία θα γίνουν τρεις) και απαιτεί να μιλήσει με τον αρχηγό της Αστυνομίας. Ο Κάι ζητά να έρθει κοντά του από τη φυλακή ο φίλος του Γκούναρ και μαζί διατάσσει να καταφτάσουν ένα εκατομμύριο δολάρια και μια Mustang «όπως αυτή που οδηγούσε ο Στιβ ΜακΚουίν στο ‘Bullitt’».
Μεταξύ των ομήρων τον κεντρικό ρόλο έχει η Μπιάνκα, που αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα την κατάσταση, σε σημείο να δίνει τηλεφωνικές οδηγίες στον άντρα της για το πώς να τηγανίσει ψάρια για τα παιδιά τους. Σύντομα, όμως, και καθώς η ομηρία συνεχίζεται, η Μπιάνκα (κυρίως) όσο και οι άλλοι όμηροι θα αρχίσουν να συμπάσχουν με τους κακοποιούς που τους κρατούν, παρά τα αλλεπάλληλα λάθη και τις ανοησίες που κάνουν. Ο Κάι και ο Γκούναρ είναι προφανώς ανίκανοι αλλά αρκετά χαριτωμένοι ώστε να κάνουν τους ομήρους να τους συμπαθήσουν και να πάρουν έως και το μέρος τους στις έξι ημέρες που θα κρατήσει η όλη ιστορία.
Αν δεις τη «Ληστεία της Στοκχόλμης» ως μια ταινιούλα ληστείας, μπορεί να περάσεις έως και συμπαθητικά (εξαιτίας τής – ευτυχώς – σύντομης διάρκειάς της). Η ταινία, πάντως, υπόσχεται πολύ περισσότερα, τα οποία δεν καταφέρνει να προσφέρει. Βασιζόμενη στην ανάλυση ενός ψυχολογικού όρου και μιας κατάστασης όπου το θύμα συμπάσχει με τον θύτη, παίρνει αυτή τη σύνθετη κατάσταση και την κάνει μια καρικατούρα. Είναι αναπόφευκτες οι αναφορές και οι συγκρίσεις με τη «Σκυλίσια Μέρα» (1975) και με τη μισή ντουζίνα ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με την πιο διάσημη περίπτωση «ασθενούς» του συνδρόμου, της Πάτι Χερστ. Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα είναι ότι όλα μοιάζουν όπως το production design τούτης της παραγωγής. Λουστραρισμένο, «θεωρητικά» σωστό, αλλά αναληθοφανές.