DADDY COOL (2011)
(STARBUCK)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κεν Σκοτ
- ΚΑΣΤ: Πατρίκ Ιάρ, Ζουλί ΛεΜπρετόν, Αντουάν Μπερτράν, Ντομινίκ Φιλί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
«Χύμα» σαραντάρης γιος κρεοπώλη τύπου «Τα Τρία Αδέλφια» με… τρία αδέλφια στο Μονρεάλ «τρώει πακέτο»: χρέος σε γκάνγκστερ, μπατσίνα έγκυο φιλενάδα που’ χε φτύσει και δικαστική αγωγή σε κλινική σπέρματος από 142 παιδιά (που έφερε στον κόσμο εν αγνοία του ως ανώνυμος δότης στα νιάτα του) και τώρα επιθυμούν να τον γνωρίσουν.
Το ίδιο κι ο… ίδιος. Επειδή το βιολογικό υλικό του, που τον ψάχνει με τη μορφή των ακούσιων επιγόνων του (των παλιών και του νέου που κυοφορείται), κουρδίζει το βιολογικό ρολόι του, κάνοντάς τον αθέατο φύλακα άγγελο και ένα τσικ πραγματικό πατέρα για έναν ηθοποιό που επιτέλους παίρνει ρόλο, μια ναρκομανή που επιτέλους ξεκόβει, ένα ναυαγοσώστη πισίνας που επιτέλους… σώζει κάποιον, ένα μουσικό του μετρό που επιτέλους οι περαστικοί φιλοδωρούν, ένα σπαστικό που επιτέλους έχει κάποιον δίπλα του (στο πιο συγκινητικό επεισόδιο της ταινίας).
Σε μια ανέλιξη – ομφάλιο λώρο με το «Επτά Ζωές» του Μουτσίνο, αυτοί και άλλοι τόσοι γίνονται η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το σχολείο για το μέλλοντα ρόλο του ως πατέρα, ο καθρέφτης του – κι εκείνος, ο καθρέφτης του αρσενικού κυριότατα θεατή στην ανεκτικότητα των δεσμών αίματος, στην ανθρώπινη ανάγκη του ανήκειν, στην αντρική loser φοβία, μη επιθυμία ή ανικανότητα για πλήρη ωριμότητα και στην «Κάνε το Σωστό» ενόρμηση.
Κι αυτήν, και την ανιδιοτελώς, άνευ όρων λατρεία για τους οικείους του, μοναδικό προαπαιτούμενο πατρότητας, «το έχει» στο DNA του – κληροδοτημένο, γονική παροχή, στην τρυφερή αποκάλυψη (απ’ το δικό του… papa προς τη μητέρα του πρώτου αγέννητου παιδιού του) τής αιτίας της καρπερής, με το αζημίωτο συνεισφοράς του στη γονιδιακή δεξαμενή ως νεολαίου. Δεόντως τρυφερό εύρημα, και όχι ορφανό, ενός απ’ τα πιο feelgood «γεννήματα» της σεζόν, που αν και κακομαθημένο quebecois έκθετο του «Η Επέλαση των Βαρβάρων», το φροντίζεις ως «το σόι μου μέσα (κι έξω)» λουκιού απροόπτων κομεντί προκλιμακτηριακής ενηλικίωσης στη μέση… ηλικία.
Άτιμη φάρα το – δραματουργίας στη μουβιόλα – ζοριών κηδεμονίας γνώθι σαυτόν (είναι «παιδοκτονία» το ότι η junior υποπλοκή καλλιέργειας κάνναβης εγκαταλείπεται στο… δρόμο), ίντριγκες σασπένς ή ιλαρότητας δεν είναι από μεγάλο τζάκι καναδικών καταβολών και το δικαστικό διακύβευμα – δίλημμα ανωνυμίας δεν είναι προϊόν σεναριακής ευγονικής (η προσεχής υιοθεσία της ταινίας για remake σε ΗΠΑ και Γαλλία ίσως «μαζέψει» το DNA του) αλλά το εδώ χάσμα των crowdpleaser και arthouse γενεών γεφυρώνεται.
Στην αναδοχή αγαπησιάρας διανομής με «λίγο γέλιο, λίγο δάκρυ» θαλπωρή, τα υιοθετημένα lo-fi και πιανιστικά ημιτονιάκια πλάι στην άτακτα ζωντανή εικαστική φύτρα, και σε σκηνές – συναισθηματικά κληροδοτήματα, όπως του bonding εκδρομής (ένα ιδιοφυές clin d’ oeil στον όρο «μπαμπάς του Σαββατοκύριακου» κυριολεκτικά ερμηνευμένο) ή της μεγάλης αγκαλιάς στο μαιευτήριο. Who’s the Daddy?