ΕΠΤΑ ΨΥΧΟΠΑΘΕΙΣ (2012)
(SEVEN PSYCHOPATHS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Υποκόσμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρτιν ΜακΝτόνα
- ΚΑΣΤ: Κόλιν Φάρελ, Σαμ Ρόκγουελ, Γούντι Χάρελσον, Κρίστοφερ Γουόκεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ιρλανδός και μέθυσος σεναριογράφος δίχως έμπνευση στο Λος Άντζελες, συμβουλεύεται κολλητό που βγάζει τα προς το ζην από απαγωγές… σκύλων για την υλοποίηση project με πιθανό τίτλο «Επτά Ψυχοπαθείς». Παραδόξως, οι υποθετικοί χαρακτήρες του σεναρίου μοιάζουν ν’ αποκτούν σταδιακά σάρκα και οστά!
Μετά το βαθύτατα σαρκαστικό και αντι-ηρωικό «In Bruges» (2008), ο Βρετανός θεατρικός συγγραφέας, σεναρίστας και σκηνοθέτης Μάρτιν ΜακΝτόνα εισχωρεί σε πιο αμερικανικά, cult «χωράφια», χρησιμοποιώντας άπειρα κλισέ των κωμωδιών υποκόσμου ή του ταραντινικού σύμπαντος. Αυτή τη φορά η χρήση του επωνύμου του Κουέντιν δεν είναι καθόλου άδικη ή τυχαία. Ο ΜακΝτόνα, κατά βάθος, ζηλεύει την τεχνογνωσία εκείνου στο να αφηγείται αλλόκοτες ιστορίες με φιγούρες που ξεπερνούν τη φαντασία αλλά, πάντα, μοιάζουν βγαλμένες από τα σκοτεινά σοκάκια όπου ποτέ δε θα έστριβες για να εξερευνήσεις στην πραγματικότητα.
Ο χαρακτήρας του σεναριογράφου που υποδύεται ο Κόλιν Φάρελ (με το τυπικό, ανώριμο βλέμμα της υποκριτικής… άγνοιας) μπερδεύει αυτή την ανέμπνευστη πραγματικότητα με τις ιστορίες που του σερβίρει το λαμόγιο του Σαμ Ρόκγουελ (στερεότυπο τα μυστικά του ρόλου του), με την πένα αλλά και τη ματιά του ΜακΝτόνα να έλκεται μετά μανίας στην οπτικοποίηση του βίου «φανταστικών» ψυχοπαθών, επιχειρώντας μια εξωφρενική παρέλαση – επίδειξη αποσύνθεσης της δραματουργίας και δομής του φιλμ. Σαν ταινίες μέσα στην ταινία, οι ιστορίες των ψυχοπαθών του τίτλου καταπιάνονται με Κουάκερους που λες και βγήκαν από θρίλερ του Στίβεν Κινγκ μέχρι Βιετναμέζους που διψάνε για εκδίκηση (μάντεψε γιατί…), γεννημένοι για να ικανοποιήσουν τη fun πλευρά του κάθε συνηθισμένου movie junkie.
Αρκετή ώρα αργότερα, η συνειδητοποίηση του πραγματικού σκοπού ύπαρξης των «Επτά Ψυχοπαθών» σε χτυπάει κατακούτελα σαν τη Θεία Έμπνευση. Δεν έχει σημασία η πλοκή, δεν είναι ανάγκη να σπαζοκεφαλιάζεις για λογική και συνοχή. Το θέμα εδώ είναι το σενάριο. Η κριτική επάνω στην Τέχνη της σεναριακής γραφής, ένα αυτοσαρκαστικό και «διαβασμένο» αστείο – αναστοχασμός επάνω στη μυθολογία των crime movies, που θέλει να σου πουλήσει μούρη σαν remake του «Barton Fink» από τον Ταραντίνο! Για το καλό του θεατή, όσο το χιούμορ έχει το πάνω χέρι και το καλαμπούρι του κανιβαλισμού λειτουργεί επιδερμικά, το φιλμ είναι μια απόλαυση. Μέχρι να πατήσει πόδι στην… Κοιλάδα του Θανάτου! Οποία ειρωνεία.
Το μέγα σφάλμα του ΜακΝτόνα; Επί μια ώρα έσκαβε το λάκκο στα σεναριακά τερτίπια του genre, για να πέσει, τελικά, με τα μούτρα μέσα του! Κάθε αδυναμία της πραγματικής έλλειψης ιστορίας – σκελετού σε όλο το εγχείρημα κατατροπώνει τα πάντα, το να δηλώνεις από μόνος σου τη σατιρική πλευρά της πραγματοποίησης όλων των κανόνων που δεν πρέπει να υπακούς στο είδος ακυρώνει το αστείο της υπόθεσης και το ίδιο το χάος που προκάλεσες καταλήγει να σου βγάζει τη γλώσσα… στα σοβαρά. Δυστυχώς, η cult-ιά κι η μοντερνιά μερικές φορές, στο τέλος, σε βρίσκει να βολτάρεις Επιτάφιους αντί του happy end. Με την κακή έννοια.