ΕΥΤΥΧΙΑ (1935)
(SCHASTYE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Σάτιρα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξάντρ Μεντβέντκιν
- ΚΑΣΤ: Πιοτρ Ζινόβιεφ, Γελένα Γεγκόροβα, Μιχαΐλ Γκίπσι, Λίντια Νενάσεβα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 63ʼ
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Φουκαράς, γαμπρός γεωργού – θύματος αδηφάγου κουλάκου, βρίσκει πορτοφόλι σε στράτα κι έτσι αποκτάει χωραφάκι για σπορά, το χάνει (από κρατική κατάσχεση) μαζί με την… Οκτωβριανή Επανάσταση (φυλακισμένος για απόπειρα αυτοκτονίας!) και γυρίζει απ’ τον πόλεμο, τραβώντας χουνέρι με κάθε καρυδιάς καρύδι σε κολχόζ. Στο – πάλι; – «όργωμά» του, και από την τσαούσα συμβία του, βρίσκεται η ευτυχία;
Προσέξτε τον έναν από τους κλέφτες που επιχειρούν να βουτήξουν το ανύπαρκτο κομπόδεμα του ήρωα: είναι ίδιος ο Στάλιν! Εξού ίσως, αν και πιθανότατα όχι μόνο γι’ αυτό, απαγορεύτηκε απ’ τον Πατερούλη πολύ γρήγορα μετά τη συγκαιρινή κυκλοφορία του το τελευταίο βωβό μεγάλου μήκους που γυρίστηκε στην ΕΣΣΔ και πρώτο του «μηχανοδηγού» του «Σινε-Τρένου» (της περιοδεύουσας αμαξοστοιχίας παραγωγής, επεξεργασίας και προβολής επικαίρων, εκπαιδευτικών φιλμ και προπαγάνδας στη σοβιετική αγροτική περιφέρεια) μετά τους δύο μεγάλους λιμούς στη χώρα. Αμφότερες, εμπειρίες που διαμόρφωσαν τα «καλλιέργεια» αυτού του ασεβώς ευφάνταστου παιάνα στην κολεκτιβοποίηση, που ξέθαψε προ δεκαετιών προς γαλλική διανομή και συνακόλουθα παγκόσμια αναγνώριση ο Κρις Μαρκέρ.
Σα Σένετ ποτισμένος βότκα από έναν πιο φολκλόρ Ντοβζένκο με λιουμπόφ στις μακρινές λήψεις συν επιρροές απ’ το Σουρεαλισμό, και άροτρο τη φιλοπαίγμονα πλοκή / εφέ / εικαστικά (φαντάσου κάτι σαν κουκλοθέατρο του Μελιές στη… «Γη»), αυτή η παραβολή σοσιαλιστικού αστεϊσμού, διακωμώδηση του ασφυκτικά φοροληπτικού («Αν ο χωρικός πεθάνει, ποιος θα ταΐζει τη Ρωσία;»), γραφειοκρατικά καταπιεστικού («Ποιος σού έδωσε την άδεια να αυτοχειριαστείς;») και στρατόδουλου (ένα σύνταγμα οπλιτών πίσω από… αποκριάτικες μάσκες) τσαρισμού, αλλά και του μετακομμουνιστικού status quo της αγίας Απληστίας τού κλήρου και των κουσουριών τής λαϊκής ρώσικης ψυχής (απ’ τον πατροπαράδοτο αλκοολισμό ως την παγαποντιά), συλλήβδην Ερινύα τού ταλαίπωρου προλετάριου – υποζυγίου, απολαμβάνεται τώρα και σε επανέκδοση.
Τα gimmick, τα μπουρλέσκ γκαγκ, η αλλιώτικη εικονοποιία και το πολιτικό βγάλσιμο γλώσσας, εντυπωσιακά σε σεκάνς όπως του αλόγου (απεργούντος, σέρνοντος το στάβλο του για λίγο σανό ή στη σκεπή) ή του κακουργηματικού μπελά τού χειροποίητου φερέτρου, δυστυχώς καρφώνονται από το δοξαστικό happy end (εντάξει, μπολσεβίκος ήταν ο άνθρωπος – αν «έχωνε» και στο τέλος, τον περίμενε γκουλάγκ) και τον Κόκκινο Στρατό ελλείψεων της υπόθεσης (ακόμη χειρότερη στην εδώ διατιθέμενη, μισερή εκδοχή τού φιλμ – πού είναι η πλήρης που φτάνει τα 95 λεπτά;). Η προβολή, τέλος, από προτζέκτορα (με το «Μικρές Ματιές Στ’ Ανθρώπινα» να προηγείται) σαφώς δεν υπηρετεί το πνεύμα και τις αξίες τής γκλάσνοστ τής σύγχρονης διανομής. Αισθάνεσαι μουζίκος;