SAMBA (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ολιβιέ Νακάς, Ερίκ Τολεντανό
- ΚΑΣΤ: Ομάρ Σι, Σαρλότ Γκενσμπούργκ, Ταχάρ Ραχίμ, Ιζιά Ιζλάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο Σαμπά, Σενεγαλέζος παράνομος στο Παρίσι, διατάσσεται να εγκαταλείψει τη χώρα έπειτα από 10 χρόνια παραμονής. Στην υπόθεσή του τον βοηθάει η Αλίς, που εργάζεται σε κέντρο υποστήριξης μεταναστών, καθώς βρίσκεται σε άδεια από την κανονική της δουλειά, μετά από κρίση νευρικού κλονισμού. Ο Σαμπά της αρέσει από την αρχή, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη η σχέση με ένα μετανάστη.
Στη δεύτερη συνεργασία του με τον Ομάρ Σι, το σκηνοθετικό ντουέτο των Νακάς – Τολεντανό, δείχνει ότι κατέχει πολύ καλά τους κανόνες δημιουργίας ενός crowdpleaser. Έστω κι αν το θέμα έχει να κάνει με το όχι και ιδιαίτερα εμπορικό ή ελκυστικό ζήτημα της μετανάστευσης, κι ακόμη κι αν τα νούμερα των εισιτηρίων δεν αγγίξουν αυτή τη φορά εκείνα των «Άθικτων».
Με τον «Samba», οι Νακάς – Τολεντανό δείχνουν να έχουν ωριμάσει περισσότερο ως κινηματογραφιστές και κυρίως στο πώς αντιμετωπίζουν τους ήρωές τους σε σχέση με ένα γενικότερο θεματικό πλαίσιο. Οι «Άθικτοι» ήταν το παιχνίδι αλληλεπίδρασης δύο χαρακτήρων, που ενθουσίασε το κοινό, έστω κι αν είχε πολλά άστοχα σημεία. Στο «Samba» δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με κάποιους χαρακτήρες και μια ιστορία. Μέσα από αυτούς, οι σκηνοθέτες αναφέρονται και σε ένα ζήτημα, και μάλιστα ιδιαίτερα σοβαρό για την Ευρώπη αυτή τη στιγμή, αφού στις περισσότερες χώρες, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα και στη Γαλλία, η μετανάστευση και οι όροι παραμονής των μεταναστών αποτελούν θέμα που καίει και προκαλεί ακραίες αντιδράσεις.
Οι δύο σκηνοθέτες δεν το ξεχνούν αυτό, όμως δεν ξεχνούν επίσης ότι κάνουν σινεμά για το μεγάλο κοινό. Μιλούν για το ζήτημα, αλλά το κάνουν βατό και ευχάριστο, μέσα από μια αισθηματική ιστορία και με αρκετά στοιχεία κωμωδίας. Για τον Σαμπά, το όνειρο είναι συγκεκριμένο: να γίνει μάγειρας με πτυχίο και να ζήσει μια απλή, ήρεμη ζωή. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά, αφού μετά από χρόνια στο Παρίσι, δεν έχει καταφέρει ακόμη να έχει χαρτιά. Όταν θα συλληφθεί, θα γνωρίσει την Αλίς. Έχει κι εκείνη τα προβλήματά της, αλλά σε διαφορετικό επίπεδο. Έπειτα από χρόνια δουλειάς στις επιχειρήσεις, φρίκαρε, έπαθε νευρικό κλονισμό και επανέρχεται προσφέροντας εθελοντική εργασία. Ο Σαμπά θα της τραβήξει την προσοχή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να κλέψει έως και την παιδική του φωτογραφία από το φάκελό του. Πόσο δυνατή είναι, όμως, μια σχέση ανάμεσα σε μια Γαλλίδα business woman και έναν Σενεγαλέζο λαθρομετανάστη;
Η ικανότητα του Σαμπά να πέφτει σε κακοτοπιές δε βοηθάει την κατάστασή του, όμως, μαζί με τη φιλία του με το Γουίλσον, Βραζιλιάνο από την… Αλγερία, βοηθάει το κωμικό αποτέλεσμα της ταινίας. Ο χαρισματικός Ομάρ Σι, που μπορεί με την ίδια ευκολία να γίνεται συναισθηματικός ή αστείος, δημιουργεί ένα πολύ καλό ντουέτο με τον Ταχάρ Ραχίμ, που, με τη μέχρι τώρα φιλμογραφία του, δε φανταζόσουν ότι θα μπορούσε να είναι τόσο αστείος. Το κύριο πρόβλημα της ταινίας προκύπτει από το πόσο… καλό είναι αυτό το ντουέτο. Γιατί το άλλο μέρος, το ερωτικό, φαίνεται λιγότερο ανεπτυγμένο, με το χαρακτήρα της Αλίς να έχει ελλείψεις, παρά τις προσπάθειες της Σαρλότ Γκενσμπούργκ να είναι και ευαίσθητη, αλλά και ανοιχτή στην κωμωδία, ειδικά όταν κλείνει το μάτι στο ρόλο της στο «Nymph()maniac», λέγοντας «όταν αφήνομαι, γίνεται μακελειό». Η ισορροπία μπορεί να μην είναι τέλεια, αλλά το αποτέλεσμα αφήνει χαμόγελο και ζεστασιά, τα οποία διορθώνουν τις ελλείψεις.