FreeCinema

Follow us

ΡΟΜΠΕΝ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ (2018)

(ROBIN HOOD)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ότο Μπάθερστ
  • ΚΑΣΤ: Τάρον Έτζερτον, Τζέιμι Φοξ, Μπεν Μέντελσον, Ιβ Χιούσον, Τζέιμι Ντόρναν, Πολ Άντερσον, Τομ Μίντσιν, Φ. Μάρεϊ Έιμπραχαμ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Άρτι επιστρέψας στο Νότιγχαμ έπειτα από πολυετή περιπέτεια στις Σταυροφορίες, ο κόμης Ρόμπεν του Λόξλεϊ έρχεται αντιμέτωπος με μια νέα πραγματικότητα που δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνη που είχε αφήσει πίσω του. Θέλοντας να ξαλαφρώσει τον λαό της πόλης του από τους δυσβάσταχτους φόρους που επιβάλλει ο τοπικός Σερίφης, μεταμορφώνεται σε μυστηριώδη κουκουλοφόρο τιμωρό που σκοπό έχει την πάταξη της διαφθοράς του Στέμματος.

Είναι κατανοητή η διάθεση που υπάρχει για μία… κάθε τόσο ανανέωση του μύθου του Ρομπέν των Δασών. Αποτελεί έναν αυθεντικό λαϊκό ήρωα που «έκλεβε από τους πλούσιους και τα έδινε στους φτωχούς», του οποίου η αναγνωρισιμότητα και η διαχρονικότητα των ηθικών αξιών που πρεσβεύει είναι τέτοιου μεγέθους, ώστε να σε κάνει να απορείς για το πώς δεν γυρίζονται πιο συχνά ταινίες για τις περιπέτειές του. Αυτά τα ωραία και αθώα τα σκεφτόμουν πριν δω τούτη τη νέα εκδοχή των «κλασικών εικονογραφημένων» των παιδικών μου χρόνων, με πρωταγωνιστές τον Κόμη του Λόξλεϊ, τη Μάριον, τον Σερίφη του Νότιγχαμ, τον Λιτλ Τζον και όλους τους γνωστούς υπόλοιπους. Διότι μόλις άρχισαν να πέφτουν οι τίτλοι τέλους, έπειτα από ένα φινάλε από το οποίο το μόνο που έλειπε ήταν η κάρτα «συνεχίζεται στο επόμενο» και έχοντας πια συνειδητοποιήσει (μετά το πρώτο σοκ) πως βρέθηκα μπροστά στην απαρχή ενός επιδιωκόμενου franchise, ευχήθηκα να καούν τα δάση όλου του κόσμου, με πρώτο και καλύτερο αυτό του Σέργουντ. Μπας και γλιτώσουμε κάπως, δηλαδή.

«Ξεχάστε ό,τι ξέρατε», είναι η πρώτη ατάκα που ακούγεται στο φιλμ του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Ότο Μπάθερστ, πριν βαλθεί να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε να πάρουμε τη σχεδόν απειλητική προτροπή του… απολύτως στα σοβαρά. Ο Ρομπέν (για τους φίλους του Ρομπ) είναι ένας πλούσιος αγαπητός Άγγλος ευγενής. Ζει στην έπαυλή του, όντας σφόδρα ερωτευμένος με την όμορφη Μάριον, μέχρι που στρατολογείται από τον Σερίφη της πόλης του Νότιγχαμ, γεγονός που τον αναγκάζει να φύγει μακριά στην Αραβία ώστε να πολεμήσει στο πλευρό των Σταυροφόρων. Αυτό, φυσικά, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα του μοχθηρού τοπικού άρχοντα, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία άμα τη απουσία του να τον ανακηρύξει νεκρό, αρπάζοντας ταυτόχρονα όλη του την περιουσία. Ο Ρομπέν, που ασφαλώς και είναι ζωντανός, επιστρέφει στο ρημαγμένο του σπίτι παρέα με Μαυριτανό άλλοτε εχθρό του νυν σοφό συμβουλάτορα, ο οποίος έχει κι αυτός τους λόγους του να μισεί την αγγλική πλουτοκρατία, και μαζί ορκίζονται εκδίκηση κατά πάντων.

Από την εναρκτήρια σεκάνς της εισβολής στο… Ιράκ, όπου οι Σταυροφόροι commando του βρετανικού στρατού δέχονται καταιγιστικά πυρά από εχθρικό οπλοπολυβόλο που αντί για σφαίρες εξαπολύει βέλη (πιστέψτε με, δεν υπερβάλλω σε τίποτα), γίνεται σαφές πως οι εμπλεκόμενοι σε τούτο το εγχείρημα είδαν τον «Βασιλιά Αρθούρο: O Θρύλος του Σπαθιού» (2017) και αποφάσισαν πως είναι λαμπρή ιδέα να κάνουν κάτι περίπου παρόμοιο. Κανένα πρόβλημα σε αυτό (αν και δεν είχα ξετρελαθεί με τον «Αρθούρο» του Γκάι Ρίτσι, ομολογώ πως το αλανιάρικο πνεύμα του ήταν αρκούντως ψυχαγωγικό), πλην όμως ο αχταρμάς που υπάρχει εδώ μετατρέπει το φιλμ σε αστοχία άνευ προηγουμένου. Το Νότιγχαμ μοιάζει με την αγγλική απάντηση στην Πάνεμ των «Αγώνων Πείνας», ο Ρομπέν φαίνεται σαν να έχει ξεπηδήσει μέσα από το «Assassin’s Creed» (2016), η προπόνηση στην τοξοβολία και στη μάχη από τον μέντορά του Τζον (σκέτο, άνευ Λιτλ εδώ) έχει κάτι από «Rocky», τα κοστούμια απαξαπάντων (με πρώτο και καλύτερο εκείνο του Σερίφη του Νότιγχαμ) είναι ένας συνδυασμός από «Star Trek» με το ετήσιο gala του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, η δε σκηνή του party υποδοχής του δολοπλόκου Καρδινάλιου της Ρώμης είναι λες και διεξάγεται στην έπαυλη του «Υπέροχου Γκάτσμπυ» (2013) διά χειρός Μπαζ Λούρμαν και όχι στην Αγγλία του Μεσαίωνα.

Εάν τώρα το τουρλού των αναχρονισμών δεν αρκεί για να πειστούν οι δύσπιστοι, με τις σκηνές δράσης θα υποστούν διπλή ήττα. Η action πλευρά του Ρομπέν περιλαμβάνει κυνηγητά με άλογα και εκρήξεις στα (για αδιευκρίνιστους λόγους) δυστοπικά ορυχεία του Νότιγχαμ, μία α λα heist movie ληστεία θυσαυροφυλακίου με το συγκεντρωμένο πλήθος να πετάει coctail molotov στη στρατιωτική φρουρά λες και υπερασπίζεται τον Γκάι Φοκς του «V for Vendetta» (2005), καθώς κι ένα τρίγωνο συνωμοσίας που αποτελείται από τον Σερίφη, τον Καρδινάλιο και τους Άραβες, το οποίο όπως και να το δει κανείς είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει τι ακριβώς περιμένουν να κερδίσουν όλοι αυτοί μαζί από τη μηχανορραφία που έχουν στήσει. Το μόνο στοιχείο που κάπως στέκει είναι η πολιτική τοποθέτηση περί αναδιανομής του πλούτου από έναν μάλλον αιθεροβάμονα Ρομπέν, μέσω ενός παθιασμένου λόγου που είναι δύσκολο να πάρεις στα σοβαρά με τα όσα συμβαίνουν τριγύρω.

Ο «θρίαμβος» ολοκληρώνεται με το καστ, που χωρίς να αποτελείται απαραίτητα από κακούς ηθοποιούς, πετυχαίνει ιστορικό χαμηλό με την απόδοσή του (πλην του Τζέιμι Φοξ, ίσως). Ο Τάρον Έτζερτον μοιάζει να έχει βαλθεί να αποκαταστήσει στα μάτια του κόσμου το αντίπαλο… δέος του Κέβιν Κόστνερ στο «Ρομπέν των Δασών: Πρίγκηπας των Κλεφτών» (1991), ο Μπεν Μέντελσον συναγωνίζεται στα ίσα πλέον τον Γουόλτον Γκόγκινς στο ποιος θα παίξει τους περισσότερους ρόλους κακών στην καριέρα του, η Ιβ Χιούσον κάνει δυναμικό μπάσιμο σαν γοητευτική κλέφτρα αλλά στη συνέχεια αποδεικνύεται η πιο αόρατη Μάριον της Ιστορίας που νοιάζεται μόνο για… χτένισμα και make-up, ο δε Τζέιμι Ντόρναν σαν Γουίλ Σκάρλετ αφήνει (δυστυχώς) υποσχέσεις παρουσίας στο sequel, αφού εδώ δεν πρόσεξε ούτε ο ίδιος ότι εμφανίζεται στην ταινία. Κατά τα άλλα, ο ενδοσκοπικός μονόλογος του σκληρού Σερίφη του Νότιγχαμ για τα πολύ δύσκολα παιδικά του χρόνια στα ορφανοτροφεία της εκκλησίας με λίγο «τράβηγμα» παραπάνω θα ταίριαζε γάντι στην παρωδία «Ρομπέν των Δασών: Οι Ήρωες με τα Κολάν» (1993) του Μελ Μπρουκς, ενώ οι ατάκες που ακούγονται δια στόματος Τακ (του Τομ Μίντσιν), αν και έχουν σκοπό να λειτουργήσουν ως το comic relief της υπόθεσης, είναι βουτηγμένες στην υπερβολή ενός ανύπαρκτου κωμικού timing.

Ένα φιάσκο ολκής είναι ο νέος «Ρομπέν των Δασών», που η αναφορά του πλάι στον αντίστοιχο (πρώτο του ομιλούντος κινηματογράφου) με τον Έρολ Φλιν του 1938, στον αμέσως προηγούμενό του με τον Ράσελ Κρόου του 2010, αλλά και σε όλους τους άλλους που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα (δεν τους έχουμε δει κι όλους, αλλά κάτι πιο άστοχο από τούτο δύσκολα θα έχει υπάρξει), είναι ο μοναδικός τίτλος τιμής στον οποίο μπορεί να ελπίζει. Μετά από όλα αυτά, η συνέχεια (που θεωρητικά θα έρθει σε δύο-τρία χρόνια) φαντάζει εντελώς τρομακτική.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αχταρμάς που μάταια προσπαθεί να κρυφτεί κάτω από την κουκούλα του «Ρομπέν των Δασών». Απευθύνεται αποκλειστικά σε ένα νεανικό κοινό που δεν έχει τύχει να δει ποτέ του τις κινηματογραφικές περιπέτειες του διάσημου ληστή με το τόξο, με κάποιους από αυτούς να μπορεί να παρασυρθούν από τον δαιμονισμένα γρήγορα ρυθμό και να βρουν το φιλμ μέχρι και διασκεδαστικό. Τα βέλη, όμως, του Κόμη του Λόξλεϊ εδώ σημαδεύουν μονίμως εκτός στόχου, κάνοντας την παρακολούθηση αυτής της δήθεν μοντέρνα ανανεωμένης ιστορίας του να μοιάζει με ένα είδος… άθλου.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.