ΡΙΣΑΛΤΟ (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δραμεντί Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Βαφέας
- ΚΑΣΤ: Νίκος Πουρσανίδης, Αμαλία Αρσένη, Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Θανάσης Κουρλαμπάς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 78'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Παλικαράδες στρατιωτικού κινήματος που καταλαμβάνει την εξουσία κάνουν ακόμη πιο περιπετειωδώς προβληματική τη ζωή ήδη ζορισμένου 30+ Αθηναίου σκηνοθέτη, που κάνει πρόβες για αυλαία έργου. Ο κλοιός των χωρισμένων σε ρευστά στρατόπεδα δικών του, δύο θηλυκών που τον διεκδικούν, αβέρτα προδοσιών και απροόπτων στενεύει γύρω του. Θα το παλέψει. (Πώς) θα (ξε)φύγει;
Ο Βασίλης Βαφέας σίγουρα ξέρει (και πιθανότατα γουστάρει, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον) το oeuvre του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Γνώστης πρέπει να είναι, δε, και του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αν και δεν έχει ανεβάσει ποτέ έργο του στο σανίδι, ενώ προσωπικά τον θεωρώ ό,τι κοντινότερο είχε ποτέ η εγχώρια κινηματογραφία στον Ραούλ Ρουίζ. Αν στην εξίσωση βάλω και τον Λαβ Ντίαζ, υποθέτοντας αυθαίρετα ότι ο δικός μας πρέπει να έχει δει το προπέρσινο «Mula Sa Kung Ano Ang Noon» του, η ρήση «τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται»… δεν ισχύει: η νέα δουλειά τού δημιουργού (που ξεκίνησε ελπιδοφόρα στα 70’s με την «Ανατολική Περιφέρεια», γνώρισε την κριτική και εμπορική καταξίωση με τα «Ρεπό» και «Ο Έρωτας του Οδυσσέα» αντίστοιχα, και τελευταία υπέγραψε το έκτοτε καλύτερο μυθοπλαστικό φιλμ του με το – προβληματικό πάντως – «Γυναικείες Συνωμοσίες») τον γυρνάει ξανά πίσω σχεδόν στο μηδέν. Μ’ ένα συνονθύλευμα γνωρισμάτων των καταξιωμένων ως άνω ομοτέχνων του (το ποιητικό φινάλε φευγιού α λα Τεό, η «ιστοριοποίηση» και το επικό θέατρο της ιδέας πλάι στην περί των ανθρώπινων σάτιρα και την αριστεροσύνη του Βαυαρού, τα ονειρικά ή σουρεάλ τεχνάσματα του Χιλιανού δασκάλου των προσωπείων & του παράδοξου, το πραξικοπηματικό ασπρόμαυρο του Φιλιππινέζου auteur), ενώ δικές του, επανερχόμενες σταθερές (το habitat του θεάτρου, όπως στα «Κόκκινη Μαργαρίτα» και «Κάθε Σάββατο», και η θέση τού άνδρα in distress με το γυναικείο φύλο ως sturm und drang του, σε ουδέν εξαιρούμενο από τα feature του) αδυνατούν να περισώσουν παρά ελάχιστα, ίσως μόνο τη γενικότερη αίσθηση του παραξενίσματος εκ του αξιοπερίεργου και το επαινετέο τής χαμηλού προϋπολογισμού αποκοτιάς, απ’ το εν προκειμένω ναυάγιο.
Εκθέσεις ζωγραφικής πάνω σε πεζογέφυρες του προαστιακού. Βαλίτσες που πάνε σε συντρόφισσες. Μπαμπάδες που τρώνε ληγμένα. Σόλα μπουζουξήδων και ζεϊμπεκιές σε Δραπετσώνα (ή ήταν το Πέραμα;). Η Αμαλία Αρσένη και η – ήδη – μανιέρα της σε ρίξιμο στο ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη. Ο Τάκης Παπαματθαίου κραυγαλέα σε κόντρα ρόλο, ως άλλος Θεοφιλογιαννάκος, με αντι-απαύγασμα έναν σκηνικό μονόλογο απ’ τα «Μαχαίρια» του Τζον Κασσαβέτης. Δύσκολο να ξεχωρίσεις τι δεν λειτουργεί περισσότερο (κατά κύριο λόγο επειδή, προφανέστατα, αντιμετωπίστηκε ελαφρά τη καρδία στο στάδιο της προπαραγωγής και λιγότερο επειδή εκτέθηκε ως τελικό προϊόν από το γύρισμα) σ’ αυτή τη λοξού βλέμματος και με ελαφρά ιλαρά πεταρίσματα, banal διεκτραγώδηση αφενός του εθνικού διχασμού στην Ψωροκώσταινα των προαπαιτουμένων και αφετέρου των πάσης φύσεως (οικογενειακών, επαγγελματικών, της καρδιάς) issues της δοκιμαζόμενης νέας γενιάς – όπου εμφιλοχωρεί και σχόλιο για τα πλανερά φώτα της ράμπας. Και όπου τα πάντα στέλνουν στον αγύριστο ένα εφεύρημα πολιτικής φαντασίας, σύμφωνα με το οποίο η χώρα ζει ξαφνικά τις απαρχές μιας νέας Επταετίας.
Πώς είναι αυτή; Φανταστείτε τον Πίτερ Γουότκινς του «Punishment Park» να γυρίζει σαπουνόπερα με ανάλογο θέμα για ελληνικό κανάλι σε Α/Μ. Αλλά με πλήρη… αποστασιοποίηση από λεπτομέρειες (not) όπως το σκιτσάρισμα του «συνταγματαρχικού» chic από το design, τους διακόσμους ή σκηνές πλήθους, που στέλνονται εξορία επ’ ωφελεία εσωτερικών και α-χωρων, φερ’ ειπείν στη Νέα Σμύρνη! Το στήσιμο των ιδεολογικών και στο βάθος-βάθος «αισθηματικών» αντιπαραθέσεων αγωνιστών και χουνταίων είναι εξίσου διδακτικό και «άσ’ τα να πάνε» (παρ’ ότι στην κοσμάρα του) και ακολουθούν: το καταγέλαστα παιδαριώδες μέσα στη δολιχοδρόμηση και τα νάζια του «ένας άνδρας, δύο γυναίκες» νταραβεράκι, που κάνει τα τηλεοπτικά «Κλεμμένα Όνειρα» να φαντάζουν επίτευγμα διαλόγων και πλοκής· η Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, που αντί να βρει κάποτε τον filmer και τον ρόλο που της αξίζει, αυτή τη φορά εκπίπτει ως femme fatale και… κακιά· ένας αέρας ανεσταλμένου sitcom στα επεισόδια σογιού (που χαντακώνει κάποιες προσωπικές υποκριτικές πινελιές, όπως της Μαρίας Κατσανδρή – και, ναι, η τραγουδίστρια Ρίτα Αντωνοπούλου είναι αυτή που υποδύεται την αδελφή)· και η ανεπαρκής να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στην αφήγηση, ακατάλληλη μινιμαλιστικά λυρική (όταν δεν σκάει πενιά) παρτιτούρα του Θάνου Μικρούτσικου. Αρπάχτε αποφθεγματικές ατάκες – ευκολάκι για τον Βαφέα («Όταν σε φωνάζουν οι γυναίκες, πρέπει να πηγαίνεις. Αλλιώς θα μείνεις μόνος σου.»), σιχτιρίστε το ΕΚΚ που ενέκρινε το σενάριο και συγχρηματοδότησε, μην πατήσετε πόδι σ’ αυτό το κατάστρωμα. Θα το σπάσετε. Γιατί η Ελλάδα είναι στον γύψο. Με τέτοια κουλαμάρα που δέρνει ακόμα τις ταινίες της…