ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ (2014)
(RETOUR À ITHAQUE)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λοράν Καντέ
- ΚΑΣΤ: Χόρχε Περουγκορία, Ιζαμπέλ Σάντος, Φερνάντο Ετσεβαρία, Νέστορ Χιμένες, Πέντρο Χούλιο Ντίας Φεράν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Μια παρέα μεσηλίκων ανδρών (και μία γυναίκα) συγκεντρώνεται σε μια ταράτσα στην Αβάνα για να γιορτάσει την επιστροφή ενός από αυτούς, έπειτα από 16 χρόνια αυτοεξορίας στην Ισπανία. Η συγκέντρωση θα ξεκινήσει με χορό και χαρούμενη latin μουσική, όμως λίγο αργότερα η νύχτα θα δώσει ώθηση στα κρυμμένα μυστικά και τις απωθημένες σκέψεις, γεγονός που θα κάνει τη βραδιά σαφώς πιο… επαναστατική και συναισθηματικά εκρηκτική. Καλώς ήρθατε στην Κούβα του σήμερα.
Αρκετά χρόνια μετά τον Χρυσό Φοίνικα του «Ανάμεσα στους Τοίχους», ο Λοράν Καντέ επιστρέφει με μια ταινία που απομακρύνεται μεν από τις νεανικές ανησυχίες και την επαναστατικότητα των τότε πρωταγωνιστών του, δεν εγκαταλείπει, όμως, ούτε τον κοινωνικό προβληματισμό ούτε την εξέταση του κόστους που επιφέρει η μη συμμόρφωση σε ένα επιβεβλημένο καθεστώς. Αυτή τη φορά, ο Καντέ δεν ασχολείται με μια ευρωπαϊκή εφηβεία εν βρασμώ (αν το έκανε, θα παρέμενε εξίσου επίκαιρος) αλλά επικεντρώνει την οπτική του στη φαινομενικά εξομαλυμένη πια καθημερινότητα της Κούβας, η οποία, όμως, εξακολουθεί να κρύβει κάτω από την επιφάνειά της ανομολόγητες εντάσεις και απωθημένα. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει κατάματα το παρελθόν, ενσωματώνοντας στην αφήγηση τις τύψεις των αναμνήσεων και των ευθυνών των πρωταγωνιστών του, προσπαθεί να ακούσει με κατανόηση όλα τα μυστικά που δείχνουν να κρατούν κρυμμένα μέσα τους οι ήρωές του και ανεβάζει κατά πολύ τον μέσο όρο της υπό εξέτασης πρωταγωνιστικής του ομάδας, δείχνοντας ενδιαφέρον για μια χρονικά καθυστερημένη αλλά επιτέλους ουσιαστική ενηλικίωση.
Ως αποτέλεσμα, η «Επιστροφή στην Ιθάκη» του, χαρακτηρίζεται από έναν ιδιαίτερο συνδυασμό δραματουργίας και ταινίας τεκμηρίωσης, καθώς ούτε είναι ξεκάθαρα τα όρια που διαχωρίζουν σενάριο και πραγματική εξομολόγηση, ούτε είναι διακριτές οι γραμμές μεταξύ σκηνοθετικής ερμηνευτικής προσέγγισης και αυτοσχεδιασμού. Ειδικότερα, το καστ αποτελείται κυρίως από ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ είναι συμμέτοχοι στα διλήμματα, τις εμπειρίες και τα βιώματα των «ηρώων» και οι οποίοι εκφράζουν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή παρέα μεσήλικων πολυλογάδων.
Γι’ αυτό και η επιστροφή μετά από 16 χρόνια αυτοεπιβεβλημένης εξορίας στην Κούβα ενός από αυτούς είναι μόνο η αφορμή για να εξεταστεί η ψυχολογία μιας ολόκληρης γενιάς που είτε γέμισε με τύψεις εγκατάλειψης και ενοχές για όσα άφησε πίσω, είτε φούσκωσε με αίσθηση ανικανοποίητου για όσα δεν κατάφερε να κάνει ποτέ αποφασίζοντας να μην εγκαταλείψει την πατρίδα. Και είναι αξιέπαινο που ο Καντέ καταφέρνει να δημιουργήσει μέσα από αυτό κάτι τόσο, παραδόξως, προσιτό προς το κοινό, διασκεδαστικό («crowd-pleaser» το λένε στο χωριό μου) και, εν τέλει, αβίαστα ειλικρινές και ικανό να προβληματίσει και να συγκινήσει.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι όλο αυτό προκύπτει επιπλέον και κάπως «διδακτικό», αναμενόμενο, χωρίς ουσιαστικές εκπλήξεις. Ο Καντέ και οι ήρωές του συζητούν αυτά που θα ήθελε (και θα περίμενε) να ακούσει ο μέσος άνθρωπος για την περίοδο της εξουσίας του Φιντέλ Κάστρο, χωρίς να παίρνουν ουσιαστικά ρίσκα, χωρίς να εξερευνούν πραγματικά ηθικά γκρίζες περιοχές, κινούμενοι λίγο-πολύ στην ασφάλεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσα τελικά μεταφέρονται στον θεατή είναι πολύ σημαντικά και δεν αφορούν μόνο τους χαρακτήρες επί της οθόνης. Στο φινάλε, όμως, υπάρχει η αίσθηση ότι κάτω από αυτές τις εξομολογήσεις, υπάρχει κάτι ακόμα πιο σκοτεινό, που παραμένει ανομολόγητο.