ΔΥΟ ΚΑΡΔΙΕΣ (2016)
(REPARER LES VIVANTS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κατέλ Κιλεβερέ
- ΚΑΣΤ: Ταχάρ Ραχίμ, Εμανουέλ Σενιέ, Αν Ντορβάλ, Μπουλί Λανέρς, Φίνεγκαν Όλντφιλντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / SEVEN FILMS
Νεαρό αγόρι καταλήγει εγκεφαλικά νεκρό μετά από ατύχημα, με τους γονείς του να πρέπει να αποφασίσουν για το εάν θα δωρίσουν τα όργανά του. Την ίδια ώρα, μητέρα δύο παιδιών έχει άμεση ανάγκη από μεταμόσχευση καρδιάς, προκειμένου να συνεχίσει απρόσκοπτα τη ζωή της.
Στην τρίτη της σκηνοθετική απόπειρα, η Γαλλίδα σκηνοθέτις Κατέλ Κιλεβερέ επιλέγει να μεταφέρει στην οθόνη το ομώνυμο του γαλλικού τίτλου επιτυχημένο μυθιστόρημα της Μαϊλίς Ντε Κερανγκάλ, στο οποίο οι ζωές των ηρώων κατά κάποιον τρόπο διασταυρώνονται στη διάρκεια ενός μόνο εικοσιτετραώρου (κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο με την εικοσαετή περίοδο αφήγησης της προηγούμενης, πολύ καλής της ταινίας «Suzanne» του 2013). Χωρίζει, λοιπόν, την αφήγηση της σε τρεις ευδιάκριτες «πράξεις», αλλά δεν καταφέρνει να συντονίσει τους χτύπους της, με αποτέλεσμα οι καρδιακές αρρυθμίες να εμφανίζονται στο φιλμ από νωρίς. Γιατί μπορεί η καρδιά να είναι το πιο ζωτικό όργανο του ανθρώπινου οργανισμού, εδώ όμως ο συμβολισμός της ως πηγής άντλησης ζωής μένει να λειτουργεί επιφανειακά, καθώς η προσέγγιση των χαρακτήρων του δράματος είναι υποτυπώδης, οδηγώντας στο… έμφραγμα.
Το πρώτο κομμάτι του φιλμ είναι μακράν το καλύτερο. Γνωρίζουμε τον Σιμόν, έναν αθλητικό έφηβο, ο οποίος μετά από εκδρομή με τους φίλους του για να κάνει surf πέφτει θύμα θανάσιμου αυτοκινητικού. Μέσα από flashback κατανοούμε τον χαρακτήρα του αγοριού, ενώ ταυτόχρονα οι εν διαστάσει γονείς του αμφιταλαντεύονται για το εάν θα συμφωνήσουν με την πρόταση του γιατρού του νοσοκομείου, να προχωρήσουν στη δωρεά των οργάνων του παιδιού τους. Η Κιλεβερέ χειρίζεται σχετικά καλά το θέμα της σε αυτό το μέρος της ταινίας, καθώς υιοθετεί έναν εντελώς χαλαρό ρυθμό εξιστόρησης των γεγονότων (συνοδεία του δραματικού μουσικού score με την πείρα του Αλεξάντρ Ντεσπλά), ενώ πετυχαίνει μιας απίθανης ομορφιάς σεκάνς, όταν το πραγματικό μπερδεύεται με το ονειρικό, καταλήγοντας στη σκληρή συνειδητοποίηση του μοιραίου ατυχήματος. Φλερτάρει κάπως με τον διδακτισμό, όταν το ιατρικό προσωπικό βγάζει λόγους υπέρ των δωρητών οργάνων (ίσως και αμελητέο, μπροστά σε αυτό που θα ακολουθήσει στο τελευταίο μέρος), ενώ δεν ξεφεύγει απ’ το εύκολο νοσοκομειακό μελόδραμα, με την Εμανουέλ Σενιέ (η μητέρα του Σιμόν) να παραδίδει μια συγκρατημένη (έστω) ερμηνεία.
Τα ουσιαστικά προβλήματα ρυθμού εμφανίζονται στη δεύτερη ιστορία της ταινίας. Η Κλερ, μητέρα δύο νεαρών αγοριών, αντιμετωπίζει σοβαρά καρδιακά επεισόδια, που μετατρέπουν ακόμα και το απλό ανέβασμα μερικών σκαλοπατιών σε ρίσκο για τη ζωή της. Μόνη της ελπίδα είναι η εύρεση κατάλληλου μοσχεύματος, κάτι που δεν είναι και τόσο απλό. Η Κιλεβερέ δεν ενώνει ποτέ τις δύο αφηγήσεις της, όμως σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση ξεχνά εντελώς τους χαρακτήρες της, αφού οι πληροφορίες για την Κλερ δίνονται αποσπασματικά, μην επιτρέποντας σε καμία περίπτωση την πραγματική επαφή του θεατή μαζί της. Η σχέση της με τα παιδιά της παραμένει ένα αδιευκρίνιστο μυστήριο από την αρχή έως το τέλος, ενώ η σεκάνς του πιανιστικού κοντσέρτου δεν κολλάει πουθενά και σε τίποτα, αφήνοντας ένα κλίμα ομοφυλοφιλικού έρωτα να πλανάται, με την αίσθηση ότι μπήκε κατά λάθος, από άλλη ταινία!
Το τρίτο και τελευταίο μέρος γκρεμίζει κυριολεκτικά τα πάντα. Εδώ η Κιλεβερέ δείχνει να έχει ξεχάσει πως αυτό που φτιάχνει είναι ένα φιλμ μυθοπλασίας, αλλάζοντας το ύφος σε… ντοκιμαντέρ ιατρικού ενδιαφέροντος περί μεταμοσχεύσεων καρδιάς. Τέτοια αναλυτική παρουσίαση της εν λόγω διαδικασίας δεν πρέπει να γίνεται ούτε σε φοιτητές των πιο φημισμένων πανεπιστημιακών σχολών ιατρικής! Επί είκοσι και πλέον λεπτά, παρακολουθούμε με χειρουργική ακρίβεια όλα τα στάδια μιας τέτοιας επέμβασης, χωρίς να υπάρχει απολύτως κανένα άλλο σεναριακό ενδιαφέρον. Κάπως έτσι, μια ταινία που υποτίθεται ότι εξετάζει τον αιφνίδιο θάνατο ενός νέου, τον αντίκτυπο που αυτό το θλιβερό γεγονός έχει στις ζωές των γονιών του, καθώς και την ελπίδα που γεννιέται ακόμα και από την μεγαλύτερη πίκρα, καταλήγει να αποτελεί μια άτυπη καμπάνια των απανταχού Υπουργείων Υγείας για τα οφέλη από τη δωρεά οργάνων. Μετά από αυτά, ούτε το «Five Years» του Ντέιβιντ Μπόουι (που ακούγεται στους τίτλους τέλους) θα μπορέσει να γιάνει τις καρδιές σας.