FreeCinema

Follow us

ΠΟΥ ΠΑΩ, ΘΕΕ ΜΟΥ; (2016)

(QUO VADO?)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζενάρο Νουντσιάντε
  • ΚΑΣΤ: Κέκο Τζαλόνε, Ελεονόρα Τζοβανάντε, Σόνια Μπεργκαμάσκο, Μαουρίτσιο Μικέλι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Αραχτός στη γενέτειρά του στον Νότο υπάλληλος κυνηγετικών αδειών, Ιταλός ώς το κόκαλο, αλλάζει (;) θέλοντας και μη, ανθιστάμενος σε Οδύσσεια δυσμενών μετατάξεων διατεταγμένη από γενική γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, που το βάζει αμέτι μουχαμέτι να πετύχει την πρόωρη συνταξιοδότησή του. Θα βρει τον έρωτα. Θα γίνει Σκανδιναβός. Θα τον φάνε ή θα το σώσει στους Ζουλού «Ο Διαβολάκος»;

Φανταστείτε κάποιον ανάμεσα στον Πάνο Μουζουράκη και τον Μάρκο Σεφερλή (με τα αντίστοιχα ταλέντα τους). Να ακολουθεί τα βήματα του Ρομπέρτο Μπενίνι στο πιο Σάσα Μπάρον Κοέν. Κατακεραυνώνοντας με αγάπη τις malaises των συμπατριωτών του. Μέσα από ένα πιο πολιτικό «Η Κρυφή Ζωή του Γουόλτερ Μίτι». Στο στιλ των ταινιών των Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ. Με μια δόση «Και οι Θεοί Τρελάθηκαν» και άλλη μία από «Θεέ μου, Τι Σου Κάναμε;». Όπως θα το συνσκηνοθετούσαν ο Νίκος Ζερβός και ο Στράτος Μαρκίδης. Il Mostro; Καθόλου. Και δεν έτυχε, πέτυχε – σχεδόν. Εξίσου εμπορικά (ο Παπακαλιάτης της φετινής σεζόν στην Ιταλία) και καλλιτεχνικά (η από κάθε άποψη καλύτερη ταινία των Τζαλόνε και Νουντσιάντε), καθώς η σπαστικά παραδειγματική καρικατούρα του Κέκο, εκφραστή του ό,τι επαινετέο (όχι πολλά) και στραβό (πολύ περισσότερα) χαρακτηρίζει έναν μακαρονά, επιτέλους… σκοντάφτει επάνω στο απαιτούμενα επινοητικό και πιο αιχμηρό από ποτέ υλικό, προς ασόβαρα σοβαρότατη γελοιοποίηση από την πένα της σατιρικής συναίρεσης τού star και του μόνιμου regista του.

Ο νεποτισμός, ο (μα)μακισμός, ο σωβινισμός, το ρουσφέτι, η αργομισθία, το μπαξίσι, η συμφεροντολογία, ο παγαποντισμός, ο εξαιρετισμός στα όρια του εθνικιστικού ρατσισμού, η μία μετά την άλλη αλλά και σε… διαπλοκή οι παθογένειες του ιταλικού κυττάρου, με αιχμή τη Λερναία Ύδρα της δημόσιας διοίκησης (η γραφειοκρατία, ο Καλλικράτης, τα παραθυράκια σηκώνουν τα δικά τους κεφάλια) στα χρόνια του μεταρρυθμιστικού κόφτη του Αλέξη Τσίπρα της γείτονος, Ματέο Ρέντσι, κι ακόμη και τη μάστιγα της Μαφίας να καταχεριάζεται: όλα μπαίνουν στη σειρά ως στόχοι εύκολοι αλλά σχεδόν πάντα χτυπημένοι (στο… δόξα πατρί) χάρη στην ακαταπόνητα άνετη ικανότητα τού βολεμένου 40άρη signore να υπερπηδά τα εμπόδια που προσπαθεί να βάλει στην επαγγελματική, άρα και προσωπική ευτυχία του μια αποφασισμένη προϊσταμένη.

Ο θηλυκός Ντρέιφους, Νέμεση αυτού του καθόλου ανόητου Κλουζό, είναι το πιο ηθογραφικά διογκωμένο, το λιγότερο φυσικό – και, γι’ αυτό, το λιγότερο πετυχημένο σκίτσο (παρ’ ότι η Μπεργκαμάσκο το διατηρεί ελκυστικό). Σε πείσμα του και κατανικώντας επίσης τόσο την στον αντίποδα του jeune premier μούρη όσο και τα ευάριθμα κουσούρια τού αντιπαθώς εξυπνάκια χαρακτήρα του, ο Κέκο Τζαλόνε αποδεικνύεται ένα απόλυτα ψυχαγωγικό τέρας προσαρμοστικότητας. Από τις γκατζολίες της «μπότας» μέχρι τη Μαύρη Ήπειρο μέσω του Αρκτικού Κύκλου, ικανοποιώντας χειρωνακτικά μια πολική αρκούδα και προσκυνώντας την επανένωση των Αλ Μπάνο & Ρομίνα Πάουερ στο Σαν Ρέμο, μιλώντας Νορβηγικά και χώνοντας τα τραγούδια του στην μπάντα ήχου, προπαγανδίζοντας ζωοφιλία – οικολογία και αποτίνοντας φόρο τιμής στα «μουσικά» τού Αντριάνο Τσελεντάνο, του μετάλλου και του μεικτού artigianato τού οποίου προσωπικά τον θεωρώ κληρονόμο εν κρυπτώ.

Si, το ρομάντζο έρχεται άκοπα και η «φάση» των κανιβάλων πουλάει παραμύθι. Si, το Δελφινάριο του τύπου και της μυθοπλασίας είναι η sitting duck του υφακίου θυμηδίας και των ευτραπέλων, αντίστοιχα. Ma η χιονοστιβάδα των καίριων μπηχτών (ακόμα και κατά της νεοκορεκτίλας, ως διδακτικός υπέρμαχος της οποίας μπορεί να παρεξηγηθεί άδικα αυτό το μοραλιστικά φαρσοπεριπετειώδες crowdpleaser), το χρώμα που δίνει στην πλήρη ενέργειας παραγωγή το εναλλασσόμενο couleur locale και το όπλο τού μοντάζ που καταλύει κάθε αντίσταση του θεατή περνάνε το μήνυμα – κλειδί της εθνικής αισθηματικής αγωγής που προπαγανδίζει με ανθρωπιά ο Κέκο: «Non è emozione. Non è compassione. È educazione». Περιττό να τονιστεί ότι κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις του ελλαδικού χώρου είναι τυχαία αλλά βοηθάει τα μάλα στο συμπάσχειν κι εξηγεί τη διανομή στην ημεδαπή αυτού του, πολύ πιο νόστιμου απ’ ό,τι συνήθως και με λίγη ουσία επιτέλους, cinepanettone. Avanti popolo…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σαν μεγάλου μήκους, πιο καυστικό κι ανά τον κόσμο mash-up του «Θα κάααθομαι» του Φωτόπουλου και του «It’s me, Gloria!» του κου «Η Ζωή Είναι Ωραία». Ο μέσος, γελαδερός επισκέπτης θα περάσει molto bene (φέρτε τα παιδιά, δεν πέφτει μπινελίκι και υπάρχει οικογενειακό στοιχείο στο ειδύλλιο). Το «una faccia, una razza» του πράγματος, που χτυπάει αβέρτα ελαττώματα και των Ρωμιών, θα κάνει την ταινία να μιλήσει ακόμη και στο πιο εκλεπτυσμένο δύσκολο κοινό, που όμως θα το βρει… μεγάλο νούμερο. (Καλό, ε;) 


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!