Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΝΑ (2015)
(QUE HORAS ELA VOLTA?)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Kομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άννα Μουιλαέρτ
- ΚΑΣΤ: Ρεζίνα Καζέ, Καμίλα Μάρντιλα, Μισέλ Ζοέλσας, Καρίνε Τέλες
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η Βαλ είναι μια σκληρά εργαζόμενη οικιακή βοηθός με έντονο εργατικό ήθος και την αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στους εργοδότες της. Η ξαφνική επανεμφάνιση της νεαρής της κόρης, όμως, θα φέρει την… επανάσταση!
Η Βαλ «ξέρει τη θέση της»: παρότι είναι η ουσιαστική κινητήριος δύναμη τόσο της πολυτελούς κατοικίας των αφεντικών της όσο και της ίδιας της καθημερινότητάς τους, παρότι εκείνη ουσιαστικά μεγάλωσε τον τώρα έφηβο μοναχογιό τής οικογένειας κυριολεκτικά σαν δεύτερη – και πιο στοργική – μητέρα, παραμένει δογματικά πιστή στην πειθαρχία, την ιεραρχία και τα ταξικά «όρια» των παλαιότερων γενεών γυναικών στην ίδια / παρόμοια θέση. Ζει στο φτωχικό υπόγειο χωρίς παράπονο, κάνει ότι της ζητηθεί χωρίς δεύτερη κουβέντα ή αμφισβήτηση, παραμένοντας η «φτωχή επαρχιώτισσα υπηρέτρια» τόσα χρόνια αφότου πρωτομπήκε στο σπίτι των εργοδοτών της. Η αναπάντεχη επανεμφάνιση της νεαρής Ζέσικα, της κόρης που άφησε με καημό πίσω ώστε να μπορέσει να της προσφέρει – οικονομικά τουλάχιστον – μια καλύτερη ζωή, ανατρέπει κάθε ισορροπία. Η Ζέσικα μπαίνει σχεδόν ευθαρσώς στις ζωές τόσο της μητέρας της όσο και των ευκατάστατων αφεντικών, «απαιτώντας» την ίση αντιμετώπιση και το δικαίωμα της καλεσμένης στην έπαυλη, κι όχι απλά της «βλάχας κόρης της υπηρέτριας», φλερτάροντας ταυτόχρονα με τους δυο άνδρες της οικογένειας, ενώ μοιάζει να αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τη μητέρα της και τον κοινωνικό χαρακτήρα που αντιπροσωπεύει. Σύντομα, η Βαλ θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην αφοσίωσή της στη «θετή» της οικογένεια και στην – στα μάτια της – «επαναστάτρια» κόρη της, αναθεωρώντας ταυτόχρονα και τους προσωπικούς κανόνες και τις αξίες τής ζωής της.
Η ταινία της Μουιλαέρτ είναι μια γλυκόπικρη, ανθρωποκεντρικά τρυφερή κοινωνική κομεντί, πάνω τόσο στις ραγδαίες αλλαγές στο κοινωνικό γίγνεσθαι της Βραζιλίας όσο και στη διαχρονική και πολυ-πολιτισμική ταξική μάχη. Η σύγκρουση γενεών μεταξύ μητέρας και κόρης αποτελεί το επίκεντρο αυτού του συμβολισμού και η ανάπτυξη των χαρακτήρων γίνεται με, κατά το δυνατόν, κατανόηση όλων των πλευρών, αν και με μεγάλη δόση συμπαθούς αφέλειας και προβλέψιμων σεναριακών κλισέ στη δραματουργική ανάπτυξη και αφήγηση.
Ωστόσο, αν και επιεικώς άγνωστη πέραν της Βραζιλίας ή / και πιθανώς της ευρύτερης Νότιας Αμερικής, γίνεται σύντομα πασιφανές πως η ταινία αποτελεί ερμηνευτικό όχημα της πιο σεβάσμιας και καταξιωμένης κωμικής ηθοποιού της χώρας, της Ρεζίνα Καζέ (κάτι αντίστοιχο της Ρένας Βλαχοπούλου της Βραζιλίας). Έχοντας κατά νου αυτή τη σύγκριση, είναι μάλλον ειρωνικά διασκεδαστική η σκέψη πως η συγκεκριμένη ταινία έχει αρκετά κοινά με – χωρίς πλάκα – το… «Η Θεία μου η Χίπισσα» (1970)! Με σαφώς πιο τραγελαφικό και «ασόβαρο» τρόπο, η ταινία της Finos Films καταπιανόταν από τότε με αντίστοιχες θεματικές, 45 χρόνια πριν την πιο μεστή και καταξιωμένη βραζιλιάνικη «εκδοχή» της, ενώ οι ερμηνευτικές μανιέρες της Καζέ ίσως θυμίσουν αρκετά σε κάποιους εκείνες της αλησμόνητης Ελληνίδας κωμικού. Ασφαλώς, «Η Δεύτερη Μάνα» παίρνει εύλογα τον εαυτό και τα κοινωνικά της μηνύματα πολύ πιο σοβαρά, αποτελώντας έναν απολαυστικό, δηκτικό, βαθιά ανθρώπινο και κινηματογραφικά ευπρόσδεκτο, αν και εν τέλει περιορισμένου βεληνεκούς, κοινωνικό σχολιασμό, με ξεκάθαρη «ψυχή» του την αφοπλιστική ερμηνεία τής προφανώς εγχώρια λατρεμένης πρωταγωνίστριάς της.