ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ (2017)
(POSOKI)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στέφαν Κομαντάρεφ
- ΚΑΣΤ: Βασίλ Μπάνοφ, Ιβάν Μπάρνεφ, Άσεν Μπλατέτσκι, Ντόμπριν Ντόσεφ, Μπορισλάβα Στράτιεβα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης στη Σόφια, ο οποίος τα βράδια οδηγεί TAXI προκειμένου να αντεπεξέλθει στις οικονομικές του δυσκολίες, σκοτώνει τον τραπεζίτη που απειλεί να του κατασχέσει το σπίτι, με τον ίδιο εν συνεχεία να αυτοκτονεί. Πέντε ταξιτζήδες ξεκινάνε τα καθημερινά τους νυχτερινά δρομολόγια στους δρόμους της πόλης, με το γεγονός της αυτοδικίας του συναδέλφου τους να έχει γίνει πρώτο θέμα στις ειδήσεις.
Ένας εμφανώς αγχωμένος οδηγός TAXI πηγαίνει την κόρη του στο σχολείο, κανονίζοντας ταυτόχρονα μέσω του τηλεφώνου ένα πολύ σημαντικό ραντεβού με τον άνθρωπο που χειρίζεται το δάνειό του, ευελπιστώντας πως θα βρεθεί λύση στο φάσμα της χρεοκοπίας που τον περιβάλλει. Οι ελπίδες του αποδεικνύονται φρούδες, όταν ακούει από το στόμα της υποτιθέμενης τελευταίας σανίδας σωτηρίας του να απαιτεί όλα τα χρήματα που αυτός απλά δεν έχει, δηλώνοντας μάλιστα με στόμφο πως οι χρηματοπιστωτικοί κανόνες έχουν γίνει για να βολεύονται οι τράπεζες και όχι οι πελάτες. Ο συντετριμμένος πατέρας χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, οπότε χωρίς να το σκεφτεί και πολύ… του την ανάβει, με το οικογενειακού τύπου δράμα που διαδραματίζεται υπό το φως της ημέρας να παραχωρεί εξολοκλήρου τη θέση του στις «Ιστορίες της Νύχτας», έχοντας όμως ήδη δώσει ένα σαφές στίγμα. Μια καπιταλιστική πλέον χώρα, που ακολουθεί πιστά τα βήματα της διαφθοράς και της διάβρωσης των αξιών, εκπλήσσεται από το συγκεκριμένο συμβάν, με τη ρουτίνα της καθημερινότητας να μην μπορεί να διακοπεί για τους υπόλοιπους ταξιτζήδες της Σόφιας, οι οποίοι λίγο ή πολύ σε μια παρόμοια θέση με αυτήν του αυτόχειρα βρίσκονται.
Στις δύο προηγούμενες ταινίες του που έτυχαν διανομής στα μέρη μας («Ο Κόσμος Είναι Μεγάλος και η Σωτηρία της Ψυχής Βρίσκεται στη Γωνία» του 2008 και «Το Πέρασμα» του 2014), ο Βούλγαρος σκηνοθέτης Στέφαν Κομαντάρεφ είχε αναπτύξει τον προβληματισμό του σχετικά με το ζήτημα της μετανάστευσης. Σε τούτη, παραμένει σε μια σχετική θεματική, με τη διαφορά πως εδώ καταπιάνεται με τους συμπατριώτες του που, ενώ (μάλλον) θα ήθελαν να έχουν φύγει μακριά, μοιάζουν καταδικασμένοι στη μιζέρια της πατρίδας τους, προσπαθώντας να τα φέρουν κάπως βόλτα. Καταφεύγει, λοιπόν, στη λύση των μικρών αυτοτελών ιστοριών, με «οδηγό» τα TAXI της βουλγάρικης πρωτεύουσας και με (πολύ χαλαρό) σημείο σύνδεσης μεταξύ τους το αρχικό επεισόδιο με τον φαλιρισμένο μικροεπιχειρηματία.
Φέρνοντας ενίοτε στο μυαλό τόσο το ανάλαφρο ύφος του «Μια Νύχτα στον Κόσμο» (1991) του Τζιμ Τζάρμους όσο και την κοινωνική μελέτη του «Ταξί στην Τεχεράνη» (2015) του Τζαφάρ Παναχί, οι νυχτερινές κούρσες του Κομαντάρεφ ξεκινάνε με το πόδι αρκετά σταθερά στο γκάζι. Το παράνομο ζευγάρι που ψάχνει ξενοδοχείο για να περάσει τη βραδιά ή η απελπισία ενός χειρουργού μπροστά στη δυσλειτουργία των θεσμών της χώρας, καθώς ετοιμάζεται για την τελευταία του εγχείρηση πριν φύγει οικογενειακώς για τη Γερμανία, είναι βινιέτες που αποδίδουν η καθεμιά με έναν διαφορετικό, πλην εύστοχο τρόπο, την προσπάθεια των ηρώων να τη βγάλουν καθαρή στα εκ διαμέτρου αντίθετα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Οι μελοδραματισμοί της ιστορίας του πατέρα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χαμό του γιου του ή ο άσπονδος φίλος από τα παλιά που οδηγεί την κούρσα του από το αεροδρόμιο σε μια τραβηγμένα βίαιη κλιμάκωση, όμως, πατάνε σταδιακά φρένο στη διαδρομή. Η επανάληψη του ίδιου μοτίβου κάνει τη βενζίνη στα ρεζερβουάρ των TAXI να αρχίζει να στερεύει με γοργούς ρυθμούς, συνεπικουρούμενη από την επί παντός επιστητού μεμψιμοιρία των πρωταγωνιστών που η ανάγκη τούς έριξε στο τιμόνι σαν δεύτερο επάγγελμα, μήπως και καταφέρουν να βάλουν μερικά λέβα στην άκρη, κάνοντας αυτές τις «Ιστορίες μιας Νύχτας» να βυθίζονται (από τη μέση και μετά, τουλάχιστον) στη μονοτονία και την έλλειψη ποικιλίας χαρακτήρων.