FreeCinema

Follow us

PARK (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σοφία Εξάρχου
  • ΚΑΣΤ: Δημήτρης Κίτσος, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ενούκι Γκβενετάτζε, Λένα Κιτσοπούλου, Γιώργος Παντελεάκης, Άντερς Τόμας Γένσεν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS

Δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, με τοπίο τις αθλητικές εγκαταστάσεις που μαραζώνουν, μια ομάδα παιδιών, από «λαβωμένοι» πρώην αθλητές έως και κοινωνικά «αδέσποτα», βολοδέρνουν στο τίποτα της καθημερινότητάς τους.

Ακριβώς αυτό το τίποτα καταγράφει η ματιά της Σοφίας Εξάρχου με το ντεμπούτο της στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία, το οποίο πρώτα τσέκαρε το «διαβατήριό» του σε ουκ ολίγες φεστιβαλικές διοργανώσεις της αλλοδαπής, όπως θέλει το «έθιμο» της ελληνικής παραγωγής τα τελευταία χρόνια. Της ελληνικής παραγωγής που προσανατολίζεται περισσότερο σε μια τέτοια καριέρα παρά στην επαφή με τους (ντόπιους, τουλάχιστον) θεατές, αν μιλάμε ειλικρινά. Είναι μια σαφής, τίμια επιλογή, όσο τίμια είναι και η δική μου κριτική απέναντι σε ένα φιλμ το οποίο κάποια στιγμή καταλήγει σε ένα κινηματογραφικό ταμείο και εγώ πρέπει να προστατεύσω ή να ενημερώσω το κοινό για το τι πρόκειται να αντιμετωπίσει εντός αιθούσης, πληρώνοντας και ένα αντίτιμο, παρακαλώ. Είπαμε. Μιλάμε τίμια.

Το «Park» του τίτλου βρίσκεται κάπου στο Ολυμπιακό Χωριό του 2004 που ρημάζει στην εγκατάλειψη, μια δεκαετία αργότερα, καθώς έχει μετατραπεί σε έναν «παιδότοπο» σπατάλης ζωής, με το φιλμ να αποτελείται από μια συρραφή τέτοιων στιγμών, οι οποίες επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τη «μετάλλαξη» της νεότερης γενιάς του χάους, από αξιοπρεπείς (συν)άνθρωποι σε άψυχα, σαθρά υπολείμματα όντων, δίχως ενδιαφέρον για το υπόλοιπο της ύπαρξής τους σε τούτον τον κόσμο. Μια γενιά αβοήθητη, που είναι καταδικασμένη να μοιάσει με αυτές τις αθλητικές εγκαταστάσεις, μέχρι να πεθάνει με τρόπο που δεν πρόκειται να νοιάξει ή να πονέσει κανέναν.

Στους ίδιους (πάνω-κάτω) χώρους περιορίζεται το πρώτο μέρος της ταινίας, σα να βρίσκεται σε μια χωροχρονική λούπα πραγματικά αδιέξοδη, με τα παιδιά που συχνάζουν εκεί να έχουν στήσει παρέες – συμμορίες και να σπαταλάνε τον χρόνο τους απερίσκεπτα, αλήτικα, ανώφελα. Έχει ένα ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν αποτελούνται κυρίως από το (απόλυτο κινηματογραφικά) στερεότυπο των μεταναστών που συρρέουν στη χώρα εδώ και χρόνια, αλλά εκπροσωπούν ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας η οποία μορφοποιείται σαν ένας «white trash» όχλος, αδύναμη να αντισταθεί στον ερχομό της ολέθριας οικονομικής κρίσης και τη διαρκώς αυξανόμενη απουσία ή κατάρρευση της παιδείας.

Από την πληθώρα των προσώπων, η Εξάρχου ξεχωρίζει τον Δημήτρη, έναν «οργισμένο Βαλκάνιο» που δεν βρίσκει διέξοδο να επαναστατήσει ουσιαστικά, χωρίς μόνιμη εργασία, με μια μάνα αλκοολική, ανίκανη να τον στηρίξει, περισσότερο προσηλωμένη στον γκόμενό της, και την ελαφρώς μεγαλύτερη στα χρόνια από εκείνον Άννα, πρώην αθλήτρια που εγκατέλειψε τα πάντα κατόπιν ατυχήματος σε αγώνα και νοσταλγεί μοιρολατρικά τα όσα έχασε για / από τον αθλητισμό. Ο Δημήτρης και η Άννα θα αντιπροσωπεύσουν το «boy meets girl» μιας απόπειρας να μοιάσει η (όποια) δράση του φιλμ με σενάριο, όμως τα όσα «συμβαίνουν» ακόμη και μεταξύ τους ποτέ δεν αποκτούν σημασία, καθώς δεν υποστηρίζονται από μια στοιχειώδη ιστορία που εξελίσσεται αφηγηματικά. Η «φυγή» τους από τις αθλητικές εγκαταστάσεις, στο δεύτερο μέρος του «Park», τους οδηγεί σε ένα θέρετρο με «τελειωμένους» Ευρωπαίους τουρίστες ή σύνεδρους που διαμένουν σε «λαϊκό» ξενοδοχείο. Κλασικά, όπως σε αρκετά ακόμη δείγματα αυτής της «weird» φιλμικής σχολής του ελληνικού σινεμά, προδιαγράφεται μια (δίκαιη) υποψία ότι δεν πρόκειται να επέλθει η όποια κάθαρση, λύτρωση ή… ένα φινάλε σε τούτη την ταινία.

Στο «Park», η ώρα περνά δίχως νόημα (πέραν μιας πτωχής «αλληγορίας» για τη σύγχρονη περίοδο κρίσης της ελληνικής Ιστορίας), μια κάποια αισθητική πρόταση ή, έστω, μια «φωτογραφική» ματιά αυτού του (αρχικού) τοπίου που «παραιτείται» μέσα από την ήττα μιας ολόκληρης χώρας. Όταν το υποτιθέμενο εύρημα του ντεκόρ εξαντλείται (ή «καίγεται» και για μελλοντική χρήση, δυστυχώς), το βασικό ζευγάρι των χαρακτήρων μοιάζει σα να βρίσκεται σε μια άλλη ταινία και το (πραγματικό) ξάφνιασμα της εμφάνισης των τίτλου του έργου έρχεται να σε τινάξει από το κάθισμα, για να συνειδητοποιήσεις απότομα ότι τα πάντα τελείωσαν. Χωρίς κάποια ολοκλήρωση. Υπάρχει και χειρότερο ενδεχόμενο, όμως: ακριβώς εκεί να ξυπνήσεις…

Αντί υστερόγραφου (τύπου «ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;», για να τα λέμε και λιανά): Μακρινός «συγγενής» του «Kids» (1995) του Λάρι Κλαρκ που, όμως, μας έρχεται έτη φωτός μακριά από εκείνο το σπουδαίο φιλμ ωμής καταγραφής της «Wasted Youth», την οποία καλύτερα «χαρτογράφησε» και απέδωσε εγχωρίως ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, το 2011, το «Park» αφορά μονάχα θεατές που ενδιαφέρονται να έχουν μια πλήρη εικόνα της κατάστασης της ελληνικής παραγωγής και φέρνει στο προσκήνιο ένα νέο όνομα «δημιουργού» (που, δυστυχώς, δεν πολυνοιάζεται για τη σημασία του σεναρίου σε μια ταινία – μέχρι στιγμής…). Περισσότερο ένα «album» εικόνων που θα χάζευες στις σελίδες ενός ρεπορταζιακού αφιερώματος με θέμα την εγκατάλειψη των ελληνικών εγκαταστάσεων, λοιπόν. Μάλλον ειρωνικά, έχουν δημοσιευτεί αρκετά τέτοια, με υλικό που αποδείκνυε ότι οι φωτογράφοι τους είχαν κάνει (και) καλύτερο «repérage»…

«A pitbull fucking puppies!», ψελλίζει μεταξύ μεθυσιού και ύπνου παρανοώντας τα σπαστά αγγλικά τού νεαρού Έλληνα προσκεκλημένου στο δωμάτιό του, προτού η εξέλιξη της σκηνής παγώσει το μειδίαμα στα χείλη του / σου, ο καλοπροαίρετος τουρίστας (σπουδαίος ο Άντερς Τόμας Γένσεν), αναγκάζοντάς σε απ’ το πουθενά να ενώσεις τις τελείες με την παιδική σεξουαλική κακοποίηση στο «Οικογενειακή Γιορτή» του Τόμας Βίντερμπεργκ. Ήταν μέρος των διαλόγων (και πρόθεση να οδηγηθείς νοερά εκεί) της Σοφίας Εξάρχου κάτι τέτοιο ή προέκυψε αδέσποτα γόνιμα; Ούτως ή άλλως, είναι κατακτημένες στα… γυρίσματα στιγμές όπως αυτή (συν ακόμα μία «πατροκτονική» έκρηξη οργής) που οι συνυποδηλώσεις κι η εν γένει παραβολή, αυτή βέβαια εκ προθέσεως και διόλου τυχαία, δίνουν μπόι στη βαθμηδόν συναρπαστική νωπογραφία της, με λαβές ψυχογραφίας, επάνω στην πολιτική του σώματος της πελαγωμένης όπως όλες οι προηγούμενες αλλά πια και τραγικά ανεσταλμένης νέας γενιάς και την πολιτική τού (ου) τόπου που τη χαντάκωσε.

«Τι σου μένει μετά το τέλος του party της ηλικίας της αθωότητας και της χώρας;», σου υποβάλλει το ξεφάντωμα με τους Άγγλους οπαδούς της Manchester United στο παλιοξενοδοχείο στα Νου Που, στην παραλία του οποίου το μη προνομιούχο κεντρικό ζευγάρι ψάχνει διασκέδαση παρείσακτο όταν δεν χαζεύει από απέναντι. «Ιδού τώρα το ρημάδι το(ύ) 2004», φωνάζει χάσκοντας το έρημο πλάι στην Εθνική Οδό αστικό κουφάρι του Ολυμπιακού Χωριού και των αθλητικών εγκαταστάσεων δίκην γειτονιάς όπου σκοτώνουν τον χρόνο τους οι πιτσιρικάδες απ’ τα χαμηλά. «Γιατί να μπεις στο μεροκάματο αν μπορείς να βγάλεις χαρτζιλίκι εύκολα;», σα να λέει το επί πληρωμή ζευγάρωμα του σκύλου τού 17χρονου παλικαρά μας που τα βροντάει απ’ το μαρμαράδικο του γκόμενου της αλκοολικής μάνας του. «Να για τι αγωνίζονται οι διάδοχοι του ελληνοποιημένου χρυσού judoca Ηλιάδη», σκέφτεσαι καθώς η καυλαντίζουσα μαρίδα, στην οποία πλειοψηφεί φύτρα φερμένων απ’ αλλού, στήνει παλαίστρα λεονταρίζοντας υπάκουη στους νόμους της φύσης της και τις τελετουργίες της ενηλικίωσης. «Ο πόλεμος των φύλων έχει ακόμα δρόμο εδώ», αναλογίζεσαι φουντώνοντας καθώς η ομήγυρη των κοκορακίων στριμώχνει τη γηραιότερη τής συντροφιάς να κάνει τον Καραγκιόζη της ρυθμικής.

Το σπουδαίο; Η Εξάρχου βρίσκει ανθρώπινους θύλακες (από την εξομολόγηση των ματαιώσεων ενός πετυχημένου Δυτικού μέχρι το ενδιαφέρον ενός επιβήτορα για τη γυναίκα από κάτω) εκτός της απογυμνωτικής για τις αντιεπιδόσεις της Ψωροκώσταινας οπτικής, στο υπαρξιακό λούκι των όπου γης ριγμένων της παγκόσμιας νέας τάξης πραγμάτων. Τα φαινομενικά found αλλά μεταποιημένα σκηνικά χώρων, το κρίσιμα για την αφήγηση καλύτερο dog wrangling σε ντόπια ταινία που έχουμε δει απ’ το «Αν…» και μετά, η φορητή κάμερα που βολτάρει στη σωστή απόσταση με υποτονικά χρώματα, ένας δυνατός πρωτοεμφανιζόμενος jeune και η ακόμα δυνατότερη παρουσία του Γιώργου Παντελεάκη (ναι, είναι o ντοκιμαντερίστας του «Boxer») ολοκληρώνουν τη θεαματική σούζα αυτού του του πιο junior «Συνοικία το Όνειρο» για τους millennials.

Θα έχει δίκιο να σηκώσει κριτικό χέρι κανείς στην με κάποιον βαθμό σαθρότητας (λόγω βραχύτητας, λόγω μη παιδεμένων δοκιμών αποτελέσματος) φιγούρα της ελλειμματικής κηδεμόνα Λένας Κιτσοπούλου, στην ορατή επαγγελματική υποκριτική υφή εν μέσω των amateur boys και στον ύστερο μυθοπλαστικό παραγκωνισμό της πρώην γυμνάστριας και μεγαλομπεμπέκας παρα-ηρωίδας τής Βλαγκοπούλου, διακριτά τρωτά ακόμη πιο απροσδόκητα καθότι τα χρεώνεται ένα θηλυκό πίσω από τον φακό.

Αλλά, και αυτό το έχει κοινό με ένα επίσης εκπληκτικό(τερο) ντεμπούτο, το περσινό «Interruption» του Γιώργου Ζώη: ακόμη και όταν βγαίνει εκτός σχεδίου, εκείνου που έχει κατά νου μα ο δημιουργός επί χάρτου μα ο αποδέκτης ελέω προσδοκιών κατά τη θέαση, κατορθώνει να σε κρατάει δέσμιο εντός πλαισίου, εκείνου της γνήσια κινηματογραφικής γητειάς του. Το μυστικό κρύβεται στα πολλά και προσεκτικά χέρια απ’ τα οποία έχει περάσει η ταινία στο post: το sound design του πολυκάναλου ήχου σφιχταγκαλιασμένο με τα ατμοσφαιρικά μουσικά ημιτόνια του The Boy, το με μάτι που… κόβει μοντάζ και η σωστή αίσθηση του επιβλέποντος παραγωγού για την έστω εναλλακτική κλιμάκωση που πρέπει να διαθέτει το τελικό προϊόν. Που έχει (ξανα)γράψει καταπώς του πρέπει, με τη φύρα των αυτοσχεδιασμών τού πειράματος της καθοδήγησης λιλιπούτειων ερασιτεχνών συντριπτικά εξοβελισμένη, το «No Future» αφήγημα αυτών των (πταισματικών) τέκνων των (εγκληματικών) «ξένων» αλλά τόσο γνώριμών μας παιδιών τού «Από την Άκρη της Πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, που αντίθετα απ’ τους συνομηλίκους τους του συναφώς στο ψάξιμο «Wasted Youth» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου απάντησαν πειστικά στο «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» για λογαριασμό της μαμάς auteur τους.

Κουβαλώντας τούτο το (παν)εθνικό αφήγημα στα ατίθασα γονίδιά του, το ξεπαρθένιασμα στη μεγάλου μήκους μιας από τις καλύτερες shortούδες μας βρίσκει τσαμπουκαλίδικα τη θέση του στις ετερογενείς τάξεις τού παραχαϊδεμένου «Kidulthood» του Μενάτζ Χούντα (στο υποδόρια πιο kitchen-sink, ω του οξύμωρου), του πολύφερνου «Ο Γιος» των αδελφών Νταρντέν (στα επεισόδια της μαθητείας στο μηχανουργείο), του άβγαλτου «Kids» και του υπερπροικισμένου «Ken Park» του Λάρι Κλαρκ (χωρίς το συστατικό shock value τους), του «Gummo» του Χάρμονι Κόριν (χωρίς το… weird του), του «La Vie de Jesus» του Μπρουνό Ντιμόν (χωρίς τον ρατσισμό, γιατί σ’ αυτόν τον μαχαλά και σ’ αυτή την παρέα της Αθήνας το «είμαστε όλοι μετανάστες» έχει κυριολεκτική ισχύ, πια). Parkάρεις αμέσως…


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.