ΞΥΠΟΛΗΤΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ (2017)
(PARIS PIEDS NUS)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντομινίκ Αμπέλ, Φιόνα Γκόρντον
- ΚΑΣΤ: Φιόνα Γκόρντον, Ντομινίκ Αμπέλ, Εμανουέλ Ριβά, Πιερ Ρισάρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 83'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Άχαρη μα καλόκαρδη βιβλιοθηκάριος από μικρή πόλη του Καναδά καταφθάνει στο Παρίσι για να αναλάβει την επιμέλεια της γηραιάς θείας της που ζει εκεί. Μια σειρά από κακοτυχίες, μαζί με την προ ημερών εξαφάνιση της 88χρονης, αφήνουν την έρμη Φιόνα δίχως διαβατήριο, χρήματα και στέγη. Ίσως μπορεί να ελπίζει στην αγάπη;
Ο Βέλγος Ντομινίκ Αμπέλ και η Καναδή Φιόνα Γκόρντον δεν είναι εντελώς άγνωστοι στο ελληνικό κοινό, αν και έχουμε να δούμε ταινία τους από το 2008 και την ιδιόρρυθμα ερωτεύσιμη «Rumba» τους. Όσοι είχαν δει εκείνο το φιλμ, εδώ θα βρουν κάτι λιγότερο πρωτότυπο, αν και με ένα μοναδικό κέφι και ύφος κινηματογραφικό που δεν συναντάμε εύκολα στο σημερινό σινεμά. Οι «πρωτάρηδες» θεατές ενδεχομένως να εκπλαγούν… πιο θετικά!
Οι μεσότιτλοι του «Ξυπόλυτοι στο Παρίσι» μας συστήνουν τους ήρωες της ταινίας ονομαστικά και αντίστοιχα αφηγηματικά τους μέρη αφήνουν σχεδόν πάντοτε μικρά μυστικά που πρόκειται να απαντηθούν μέσω του point of view του επόμενου χαρακτήρα. Αρχικά, η ιστορία ανήκει στη Φιόνα, οι περιπέτειες εκείνης στο Παρίσι είναι το ουσιαστικό «όχημα» για να παρακολουθήσουμε το «δράμα» της στην Πόλη του Φωτός, καθώς εξαιτίας μιας δικής της άγαρμπης κίνησης, ποζάροντας με φόντο τον Πύργο του Άιφελ, πέφτει στον Σηκουάνα και έτσι χάνει αποσκευές, διαβατήριο και χρήματα (με έναν ντόπιο, που έκανε jogging και θα τραβούσε τη «μοιραία» φωτογραφία, να προσπαθεί να της επιστρέψει το κινητό τηλέφωνο δίχως αποτέλεσμα). Η Φιόνα ταξίδεψε μέχρι εκεί από τον Καναδά για να συναντήσει τη θεία της, μια 88χρονη γριούλα που δεν είναι πια σε θέση να φροντίζει τον εαυτό της και ανησυχεί πως έχει γίνει στόχος οίκου ευγηρίας. Η 88χρονη Μάρτα, όμως, έχει εξαφανιστεί εδώ και μέρες (ίσως σκοπίμως, αν όχι λόγω απολεσθείσας μνήμης…), αφήνοντας τη Φιόνα και άστεγη.
Το δεύτερο πρόσωπο που γνωρίζουμε ως χαρακτήρα είναι ο Ντομ, ένας clochard που ζει σε ένα μικροσκοπικό αντίσκηνο δίπλα στο ποτάμι, ο οποίος θα βρει τα πράγματα της Φιόνα και θα κρατήσει ό,τι μπορεί να φορέσει ή να… ξοδέψει από αυτά. Ενώ εκείνη στρέφεται για βοήθεια στην Καναδική Πρεσβεία, ο Ντομ έχει την ευκαιρία να κάνει τη «μεγάλη ζωή», δειπνώντας σε πανάκριβο εστιατόριο, εκεί όπου η Φιόνα πίνει για να ξεχάσει! Το παράξενο αυτό ζευγάρι θα έρθει κοντά για τους… λάθος λόγους (εκείνη θα τον κυνηγήσει αφού αναγνωρίσει επάνω του πράγματα δικά της) και ακόμη ένα ατύχημά της θα τους χωρίσει, υπενθυμίζοντάς μας την έφεσή της στην κακοτυχία.
Η εξέλιξη της ιστορίας είναι ένα γλυκερό και καλοσυνάτο μείγμα ρομαντισμού και «ασχήμιας» που λες και θέλει να ακυρώσει όλα τα στερεότυπα του είδους, φτάνοντας μέχρι τα όρια της μακαβριότητας (ολόκληρο το επεισόδιο της κηδείας). Από πίσω, όμως, υπάρχει ο απόηχος του σινεμά του Ζακ Τατί, η αγάπη για το σωματικό χιούμορ του βωβού κινηματογράφου ή και οι εικαστικές, vintage εμμονές της πρώτης περιόδου συνεργασίας των Γάλλων Ζενέ και Καρό. Το παλιοκαιρίσιο είναι το πρώτο μέλημα των Αμπέλ και Γκόρντον (οι ίδιοι υποδύονται και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι), οι οποίοι στήνουν ένα πολύχρωμα φαντεζί, σχεδόν «ψεύτικο» σύμπαν μέσα στο σύγχρονο Παρίσι, για να αφηγηθούν ένα ρομαντικό παραμύθι… από την ανάποδη, «ζαχαρώνοντας» αλλά και σαρκάζοντας ταυτόχρονα τη δύναμη του έρωτα.
Η κωμική έμπνευση δεν λειτουργεί πάντοτε εξαιρετικά, υπάρχουν σημεία στα οποία ο ρυθμός πέφτει, όμως εδώ μπορεί να ανακαλύψει κανείς ένα θέαμα αρκετά εκκεντρικό και «διαφορετικό», που ενίοτε λάμπει και έχει τη δύναμη να χαρίζει σκηνές που θα μείνουν παντοτινά στη μνήμη σου (όπως εκείνη του tango στο πλωτό εστιατόριο, με την ξεκαρδιστική επίδραση της έντασης ενός ηχείου). Το γλυκόπικρο παίρνει το πάνω χέρι σταδιακά, το φινάλε δεν είναι χαρμόσυνα χαζό, αλλά οι τίτλοι τέλους σε βρίσκουν κομμάτι… «άλλο άνθρωπο» με την καλή έννοια. Όχι και για να εξέλθεις του κινηματογράφου ξυπόλητος, όμως θα αναζητάς μια κάποια χορογραφία για τα βήματά σου. Κι αυτό το λες κάπως σπάνιο τη σήμερον ημέρα.