ΖΕΥΓΑΡΙ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ (2018)
(OVERBOARD)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπομπ Φίσερ, Ρομπ Γκρίνμπεργκ
- ΚΑΣΤ: Εουχένιο Ντερμπές, Άννα Φάρις, Εύα Λονγκόρια, Μελ Ροντρίγκεζ, Χάνα Νόρντμπεργκ, Τζον Χάνα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Κακομαθημένος γόνος πάμπλουτης μεξικανικής οικογενείας παθαίνει αμνησία όταν πέφτει στη θάλασσα από το πολυτελές yacht του. Εργαζόμενη μητέρα την οποία είχε χλευάσει, μην πληρώνοντάς την μάλιστα για τις υπηρεσίες που του παρείχε, σπεύδει στο νοσοκομείο να δηλώσει πως είναι γυναίκα του, έχοντας σχέδιο ώστε να πάρει το αίμα της πίσω.
Έχει γίνει πιστεύω πλήρως αντιληπτό πως πλέον στο Χόλιγουντ οι φρέσκιες ιδέες, ειδικά σε ό,τι αφορά τις mainstream παραγωγές, σπανίζουν. Έχουμε (απο)δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια τα δεκάδες sequel των μεγάλων εμπορικών επιτυχιών (μια παράδοση που κρατάει από σχετικά παλιά), το κάπως πιο νέο φρούτο των prequel (μην τυχόν και δεν μάθουμε κάποια συγκλονιστική λεπτομέρεια για τις… προηγούμενες ζωές των ηρώων), ενώ θα πρέπει, δυστυχώς, να συμβιβαστούμε και με το ολοκαίνουργιο κόλπο των spin-off, που θα μας κάνουν με μαθηματική ακρίβεια να βαρεθούμε πολλά απ’ όσα κάποτε είχαμε αγαπήσει.
Κοντά σε όλα αυτά υπάρχουν και τα συνεχή πια remake, που δεν φαίνεται να ξεχωρίζουν πάντα για την επιλεκτικότητά τους. Ανεξαρτήτως επιτυχημένου ή μη αποτελέσματος, μπορούν να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους ξανασερβίρεται σε ένα νεότερο κοινό μια ταινία όπως το πρόσφατο «Death Wish» λόγου χάρη, που και τεράστια εμπορική επιτυχία υπήρξε στα χρόνια της δεκαετίας του ‘70, αλλά κι ένα ολόκληρο genre έχει χαρακτηρίσει. Όταν, όμως, φτάνουμε στο σημείο να ξαναγυρίζεται μια συμπαθητική κωμωδιούλα της «σειράς», όπως ήταν το πρωτότυπο «Γυναίκα στη Θάλασσα» (1987) με το ζεύγος (στη ζωή και στην οθόνη) Γκόλντι Χον – Κερτ Ράσελ, τότε καταλαβαίνουμε πως τα αμερικανικά studio μάλλον έχουν αρχίσει να ξύνουν τον πάτο του βαρελιού (ας θυμηθούμε και την καλύτερη τούτου μεν, κινούμενη όμως εντός της ίδιας remake λογικής δε, περσινή «Εκδίκηση με Στυλ»).
Εάν το δούμε από μια άλλη σκοπιά, το να βαδίσει στα σίγουρα δεν είναι και η χειρότερη ιδέα που θα μπορούσε να έχει ο νεόκοπος (για το πέραν της πατρίδας του κοινό, τουλάχιστον) Μεξικανός star (;) Εουχένιο Ντερμπές, μιας και το προηγούμενο βασισμένο σε original σενάριο φιλμ του, ήταν το «Πώς να Γίνεις Λατίνος Εραστής» (2107), το οποίο δεν μπορούμε να πούμε πως αποτελούσε την επιτομή της καλόγουστης και ξεκαρδιστικής κωμωδίας.
Ο περί ου ο λόγος πρωταγωνιστής κρατά εδώ τον ρόλο που στην αυθεντική ταινία είχε η Γκόλντι Χον, κάνοντας – δυστυχώς γι’ αυτόν – τη σύγκριση μαζί της αναπόφευκτη. Η Χον έπειθε απόλυτα ως εκνευριστικά ψηλομύτα πλούσια που η συμπεριφορά της έκανε τους πάντες να θέλουν να την καρυδώσουν, καθιστώντας τη μεταστροφή του αμνησιακού χαρακτήρα της από χλιδάτη Τζοάνα σε ταπεινή Άννι να έχει ένα κάποιο νόημα, το δε κωμικό της timing ήταν αναμφισβήτητο παρά το γεγονός πως τα πραγματικά καλά της χρόνια είχαν ήδη παρέλθει. Ο αντίστοιχος Λεονάρντο τούτου είναι ένας λεφτάς που κοιτάει μόνο την καλοπέρασή του με τις γκόμενες και τα εν πλω party, πλάθοντας έναν τύπο περισσότερο γραφικό παρά αντιπαθή. Το ξέσπασμά του προς τη φτωχή καθαρίστρια με τα τρία παιδιά, η οποία αναγκάζεται να κάνει δύο δουλειές για να τα φέρει βόλτα, διαβάζοντας ταυτόχρονα τα μαθήματά της καθώς επιζητεί να ακολουθήσει καριέρα νοσοκόμας, ανάβει τη σπίθα των κακών του τρόπων που εν συνεχεία φουντώνουν το φιτίλι της γυναικείας εκδίκησης. Δεν παύει, όμως, να παραμένει ένα επιμέρους μικροεπεισόδιο της καθημερινότητάς του.
Σαν στοιχείο επιπλέον ίντριγκας εδώ (όχι όμως και εμπνευσμένης κωμωδίας) υπάρχει η εν είδει μεξικάνικης σαπουνόπερας σχέση των μελών της οικογένειας του Λεονάρντο, με την κακιά μεγάλη αδελφή που επιβουλεύεται τη θέση τού Διευθυντή Επιχειρήσεων, την οποία ο άρρωστος πάτερ φαμίλιας προορίζει για τον κανακάρη του, καθώς και τη χαμηλών τόνων μικρότερη, η οποία ζει στον κόσμο τής φιλανθρωπίας και της ανθρωπιάς, μην έχοντας ιδιαίτερη συναίσθηση του τι συμβαίνει γύρω της. Η εξαφάνιση μετά αμνησίας τού δήθεν playboy αδελφού ταιριάζει γάντι στα σχέδια της πρώτης, η οποία βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο στο πρόσωπο της οικογένειας της καημένης Κέιτ, η οποία προσπαθώντας να αποζημιωθεί για τα χρήματα που έχασε από την περιφρόνηση του επηρμένου κληρονόμου, τον ταλαιπωρεί με τα δυσβάσταχτα οικογενειακά της βάρη, πείθοντάς τον πως αυτά αποτελούσαν ανέκαθεν την προτεραιότητα της ζωής του.
Η επιζητούμενη (από ένα σημείο και μετά) ερωτική χημεία ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζεύγος Ντερμπές – Φάρις ελάχιστα πείθει, αν και η δεύτερη κάνει φιλότιμες προσπάθειες σε ό,τι αφορά το κωμικό μέρος του ρόλου της. Το μυστρί και το πηλοφόρι του μεροκαματιάρη πλέον Λεονάρντο τονίζουν με έναν συγκαταβατικό και ενίοτε χαβαλεδιάρικο τρόπο την «από τα ψηλά στα χαμηλά» φάση του, ενώ η Εύα Λονγκόρια σαν κολλητή της Κέιτ, που έχει όλες τις καλές κι έξυπνες ιδέες, εντυπωσιάζει με το πόσο… ανύπαρκτη είναι σαν ηθοποιός. Βάλτε σε όλα αυτά μερικές πινελιές οικογενειακής κομεντί, με τα τρία μικρά κορίτσια να βλέπουν σταδιακά στο πρόσωπο του Λεονάρντο τον πατέρα που δεν έχουν, αλλά και τις επιθεωρησιακού ύφους «πλάκες» του πληρώματος του yacht του και έχετε την πλήρη εικόνα μιας ακόμα άγευστης και ελάχιστα αστείας κωμωδίας, που κάνει εκείνη στην οποία βασίστηκε να μοιάζει με… παραγνωρισμένο αριστούργημα!