FreeCinema

Follow us

ΜΟΝΟ Ο ΘΕΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙ (2013)

(ONLY GOD FORGIVES)

  • ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν
  • ΚΑΣΤ: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Βιτάγια Πανσρινγκάρμ, Γκόρντον Μπράουν, Τομ Μπερκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Σιωπηλός και ακοινώνητος Αμερικανός στην – όχι και τόσο τουριστική – Ταϊλάνδη, επαγγελματίας έμπορος ναρκωτικών με βιτρίνα ιδιοκτησία πυγμαχικού ομίλου, βρίσκει τον αδελφό του άγρια δολοφονημένο και την άρτι αφιχθείσα μητέρα του διψασμένη για εκδίκηση. Το χώμα δεν είναι το μόνο που θα βαφτεί κόκκινο.

Πολλοί περίμεναν στη γωνία να επιστρέψει ο Ρεφν μετά την καλλιτεχνική επιτυχία (βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες είναι αυτό) του «Drive», το 2011. Η «επιτυχία», βέβαια, είναι έννοια σχετική, καθώς η ταινία δεν έτυχε καθολικής αποδοχής και η πορεία της στις αίθουσες συνοδεύτηκε με έντονα, καθόλου κολακευτικά σχόλια περί κενότητας των εικόνων και αποθέωσης της – σχεδόν πορνογραφικά απεικονισμένης – βίας, που έκρυβε το περιορισμένο εύρος των ικανοτήτων του σκηνοθέτη.

Ανήκα στην κατηγορία των ανθρώπων που τους άρεσε το «Drive». Πολύ. Διασκέδασα απίστευτα στην προβολή της ταινίας και θεωρώ ότι ο Ρεφν βρήκε μια εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στο φετίχ της βίας και της αισθητικής ταινίας exploitation από τη δεκαετία του 1970. Το «Drive» δεν έκρυβε κάποιο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Ήταν μια απλή, καλοφτιαγμένη και σωστά ερμηνευμένη «σεβεντίλα» και αυτό δεν ήταν κακό. Ίσα ίσα, η προσέγγιση του Ρεφν ήταν απόλυτα πιστή στο πνεύμα της ιστορίας του.

Εξάλλου, όσον αφορά τη στάση του απέναντι στην απεικόνιση της βίας, η φιλμογραφία του Ρεφν αποδεικνύει ότι αυτή αποτελούσε πάντα κινητήριο δύναμη των ιστοριών του. Ήδη από την τριλογία τού «Pusher», οι ήρωές του κατέφευγαν περισσότερο από συχνά σε βίαιες πράξεις (η περίφημη σκηνή του «Drive» με το καρφί και το σφυρί γεννήθηκε εδώ ουσιαστικά), ενώ στο «Bronson» ο μηδενισμός τού ομώνυμου χαρακτήρα οδηγούσε σε ακραίες πράξεις τη συμπεριφορά του. Στο δε «Valhalla Rising», η βία αποτέλεσε μια ιδιότυπη αντανάκλαση της σύγκρουσης θρησκείας και πολιτισμού, με το δημιουργό να υπογραμμίζει με νόημα την κάθε έκφρασή της. Μέχρι το «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» δεν είχα κανένα πρόβλημα με την προσέγγιση του Ρεφν, εκτός από κάποιες φευγαλέες, «δήθεν» πινελιές στις ταινίες του.

Το τελευταίο του φιλμ, όμως, φαίνεται να έχει μαζέψει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά τού ύφους του Ρεφν και να τα έχει μεγεθύνει στο άπειρο. Αν οι προηγούμενες ταινίες του είχαν έναν ισχνό αφηγηματικό άξονα, τότε το «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» περιορίζεται σε μια σελίδα σεναρίου, χωρίς να έχει καν μια τυπική, λογική συνέχεια στην αφήγηση. Αν οι προηγούμενες ταινίες του βασίζονταν σε λιγομίλητους χαρακτήρες («Drive», «Valhalla Rising») που κέρδιζαν την προσοχή από το έντονο παρουσιαστικό τους, εδώ ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας συρρικνώνεται σε μια βουβή καρικατούρα δίχως αληθοφάνεια και εσωτερική δύναμη. Αν στα προηγούμενα φιλμ η βία ήταν απλά ο τρόπος έκφρασης των διαφόρων φορέων της, σε αυτή την ταινία αποτελεί το σκοπό για τον οποίο στήνεται η κάθε σκηνή. Εδώ, η βία δεν προκύπτει από τις εξελίξεις αλλά το σενάριο στήνεται γύρω από τη βία.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ικανότητα του Ρεφν να χτίζει εικόνες που χαράσσονται στο μάτι και παραμένουν στη μνήμη για καιρό. Η αισθητική του φιλμ παραμένει υψηλή. Τα κάδρα πλημμυρίζουν neon χρώματα, έντονες θερμές αποχρώσεις προσδίδουν στους χαρακτήρες μια αλλόκοτη, εντυπωσιακή διάσταση και μερικές φαντασιακές σκηνές δημιουργούν περισσότερη ένταση από όλο σχεδόν το υπόλοιπο σύνολο της ταινίας. Η διαφορά, όμως, είναι ότι τίποτα από αυτά δε μοιάζει να έχει σημασία – ούτε και ουσιαστικό αντίκτυπο – στο θεατή. Παρά τα θερμά χρώματα, το τελικό αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ψυχρό. Οι ενέργειες δεν έχουν συναισθηματική διάσταση και ο Ράιαν Γκόσλινγκ, ο οποίος παραμένει σιωπηλός, όπως και στο «Drive», δε διατηρεί τη μαγνητική περσόνα, που αποτελούσε σε μεγάλο ποσοστό λόγω της επιτυχίας εκείνης της ταινίας. Στο «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί», ο Γκόσλινγκ περιορίζεται σε απλό κομπάρσο των περιστάσεων, παρόντα σε πολλές σκηνές αλλά ουσιαστικά απόντα από την ιστορία.

Αν βγαίνει κάποια αλώβητη από την εμπειρία, αυτή είναι η Κριστίν Σκοτ Τόμας, που μεταμορφώνεται στην απόλυτη σκύλα, έτοιμη να βουτήξει τα χέρια στο αίμα για να ικανοποιήσει τα θέλω της. Η Σκοτ Τόμας πετάει θανατηφόρες ατάκες, φέρνει σε άβολη θέση τους συνομιλητές της (και το κοινό) και χρησιμοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες που της προσφέρει η ξανθιά περούκα, αποτυπώνοντας τη femme fatale τής νέας χιλιετίας, μακριά από τα ασπρόμαυρα κάδρα του παρελθόντος και ακριβώς στο επίκεντρο των έντονων χρωματικών επιλογών του Ρεφν. Είναι το μόνο στοιχείο του παρελθόντος του Ρεφν που καταφέρνει να επιβιώσει στο «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» και η μοναδική που έχει τη δύναμη να σπάσει τη μονοτονία της αφήγησης.

Οι υπόλοιποι φαίνονται φυλακισμένοι στα ατέλειωτα πλάνα αργής κίνησης ή καταδικασμένοι να βηματίζουν αργά και νωχελικά, θεωρώντας ότι δίνουν – πιθανόν – ποιητική διάσταση σε μια αμοραλιστική ταινία. Αυτό δε θα ήταν απαραιτήτως κακό αν ο Ρεφν είχε κάνει τον κόπο να εμφυσήσει ενέργεια και ροή στην ιστορία του, αντί να προσπαθεί να δημιουργεί – πανέμορφα – ασύνδετα πλάνα. Η καρδιά του φιλμ παραμένει στα 70’s και τα 80’s (δεν μπορούσε να μου φύγει από το μυαλό η ιδέα ενός στιλιζαρισμένου Τσαρλς Μπρόνσον), όμως, αποτυγχάνει να κάνει την οργανική μετάβαση στο σήμερα. Εκτός από τη βία που παραμένει διαχρονική.

Ο Ρεφν είναι ένας ακραίος φορμαλιστής με μια εκκεντρική παραδοξότητα: δεν έχει βρει ποια ακριβώς είναι η φόρμα του. Παρατηρώντας προσεκτικά τη φιλμογραφία του, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι όλες αυτές οι ταινίες έχουν σκηνοθετηθεί από τον ίδιο άνθρωπο! Εντοπίζεις ελάχιστα χαρακτηριστικά, ξεχωρίζεις μια οπερετική οπτική που ναρκισσίζει απέναντι στη βία, όμως, δεν κατανοείς την ακριβή τοποθέτησή του ως κινηματογραφιστή. Δε συμβαίνει συχνά κάτι τέτοιο. Ο Κιούμπρικ ήταν μια παρόμοια περίπτωση, χωρίς να θέλω να οδηγήσει αυτό σε πιθανές συγκρίσεις. Δεν υπάρχει ούτε βάση ούτε και λόγος (η πιθανή σημειολογία με τον οπερατέρ Λάρι Σμιθ είναι μέρος της… φάρσας που σχολιάζεται παρακάτω). Ο τελευταίος ήταν ένας αρρωστημένος περφεξιονίστας. Ο Ρεφν ακόμα πειραματίζεται.

Το «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» δέχτηκε σφαγιαστική επίθεση από την παγκόσμια κριτική στο περασμένο Φεστιβάλ των Καννών, κυρίως γιατί, στην πραγματικότητα, η πλειοψηφία αυτών των συνταξιούχων θεατών δε χώνεψε ποτέ το εκεί βραβείο σκηνοθεσίας στο Ρεφν για το «Drive». Περίμενα κάτι πολύ χειρότερο, βγήκα από το έργο αλώβητος, κατανοώντας τις επιπλέον εκφάνσεις τού χιούμορ στο σινεμά αυτού του Δανού (είναι χρήσιμο να θυμόμαστε την εθνικότητά του πού και πού…). Μέσα σε ένα φεστιβαλικό πλαίσιο, ο «Θεός» αυτός θα έπρεπε να ιδωθεί ως μια σκληρή φάρσα κατά του σινεμά του δημιουργού. Απομακρύνοντας τη βία από το φιλμ, το «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» αποτελεί ένα αργόσυρτο arthouse δράμα με προφανείς ταυτίσεις προς την – αρχαία ελληνική ή σαιξπηρική – τραγωδία, οι οποίες ουδέποτε ενόχλησαν την κριτική, υπό την προϋπόθεση ότι δε μιλούσαν… αγγλικά. Προσθέτοντας τη στιλιζαρισμένη βία, έχουμε μια… σάτιρα των crime movies και της κάθε παραξενιάς σκηνοθετών όπως ο Λιντς ή οι Κοέν, οι οποίοι έχουν επιβιώσει στα διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ με μεγαλύτερα τερατουργήματα από τούτο εδώ το φιλμ.

Ναι, είναι μια ταινία με προβλήματα, που χρεώνονται στο προσχηματικό σενάριο, αλλά κυρίως και στο εκνευριστικά παθητικό πορτρέτο του κεντρικού ήρωα, το οποίο δεν ολοκληρώνει ποτέ τη σύγκρουση καλού – κακού, αφήνοντας το παιχνίδι στα χέρια… της μάνας! Η «πλοκή» του φιλμ περιστρέφεται γύρω από την ξαφνική εμμονή τού αδελφού τού ήρωα (λαθρέμποροι ναρκωτικών στην Μπανγκόκ, με πυγμαχικό στάδιο για βιτρίνα) να… γαμήσει μια 14χρονη! Ο βιασμός μετά φόνου τιμωρείται από το ακόμη πιο φρικτό έγκλημα του πατέρα του κοριτσιού, μπροστά στα μάτια της αστυνομίας και ενός ιδιαίτερου επιθεωρητή, ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του κάνει «το κομμάτι του» τραγουδώντας σε cabaret με πουτάνες! Enter mom…

Η φιγούρα της Κριστίν Σκοτ Τόμας, η θηλυκότητα στον τσαμπουκά της, το βρωμόστομά της, η στυγερή κομψότητα με την οποία η ίδια δε λερώνει ποτέ τα χέρια της με αίμα, μας δίνουν έναν από τους κλασικότερους και αληθινά cult ρόλους μάνας στην ιστορία του σινεμά. Ο χαρακτήρας της φθονεί οτιδήποτε δεν μπορεί να έχει ή να διαθέτει ακόμη και πάνω της η ίδια, κι ας έχει… βγει κι από μέσα της! Το παιδί της είναι ένας άχρηστος που δεν μπόρεσε να προστατεύσει τον αδελφό του και γι’ αυτό πρέπει να πάρει εκδίκηση. Αλλά ακόμη κι έτσι, για τη μάνα θα είναι πάντοτε ο γιος με το… μικρότερο πέος (όπως ξεστομίζει σε τραπέζι γνωριμίας εκείνου με την κοπέλα του, στο οποίο τερματίζει κάθε έννοια εξευτελισμού προς το τέκνο της)! Η Σκοτ Τόμας είναι η ναπάλμ δύναμη της ταινίας, μια πιο κομψή και εγκληματικής νοημοσύνης κακιά από το πρότυπο της Νταϊάν Λαντ στη λιντσική «Ατίθαση Καρδιά» (πόσο σύμπτωση να βγαίνει σε επανέκδοση σήμερα!).

Για να απολαύσει κανείς λίγο περισσότερο το «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί», χρειάζεται να ξεχάσει εντελώς το «Drive» (δύσκολη διαδικασία, όταν έχεις τον Γκόσλινγκ να… περιπατεί σχεδόν σε κάθε πλάνο του φιλμ). Όπως και με το σύνολο της φιλμογραφίας του Ρεφν, εδώ έχουμε κάτι απόλυτα διαφορετικό, μια ανορθόδοξα acid άσκηση επάνω στην ενοχή και τις όψεις της τιμωρίας, ανάλογα με το χέρι που την ασκεί. Τόσο σουρεαλιστική, που «αποσυμπιέζει» τις αιματοβαμμένες εκρήξεις της με… Thai pop νουμεράκια επί σκηνής! Πιστεύω πως είναι λάθος να χτυπάμε το Ρεφν και τούτη την ταινία σήμερα, διότι έχω την υποψία ότι στο μέλλον θα επιστρέφουμε σε αυτήν, είτε για μια πιο σύνθετη ανάγνωση (αναφορών), είτε για την κεκαλυμμένη πλάκα του πράγματος. Στο κάτω κάτω, αν μείνεις μέχρι το τέλος των credits, θα δεις τις ευχαριστίες του σκηνοθέτη προς το Χοντορόφσκι και το Νοέ (!). Πολύ τίμιο από μέρους του.


MORE REVIEWS

ΑΜΠΙΓΚΕΪΛ

Ασύνδετη ομάδα παρανόμων απάγει ανήλικη μπαλαρίνα, με τη φήμη ότι πρόκειται για την κόρη ζάμπλουτου ο οποίος θα δώσει ασυζητητί το τεράστιο ποσό των λύτρων που θα του ζητηθεί. Η μικρή Άμπιγκεϊλ, όμως, δεν είναι ένα κοινό, απροστάτευτο κοριτσάκι…

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον, η Αμερική σπαράσσεται από τον διχασμό ενός Εμφυλίου που έχει μετατρέψει τη χώρα σε αληθινή ζώνη πολέμου. Καθώς μία ισχυρή φατρία ανταρτών κατευθύνεται προς τον Λευκό Οίκο για να σκοτώσει τον Πρόεδρο, μία φωτορεπόρτερ και η ομάδα συνεργατών της αγωνίζεται να προλάβει να φτάσει στη Γουόσινγκτον πριν να είναι αργά.

DEMON SLAYER: KIMETSU NO YAIBA - HASHIRA TRAINING

Ο Τάνζιρο, ο Γκένια και η Νέζουκο καταδιώκουν έναν δαίμονα Ανώτερης Τάξης στα δάση του Χωριού Ξιφασκίας, με τον πρώτο ν’ αντιμετωπίζει ένα θανάσιμο δίλημμα. Βγαίνει κερδισμένος, αλλά δεν πρόκειται να χαρεί τη νίκη του, μιας και ο Άρχοντας Μούζαν θέλει να εκμεταλλευτεί εκείνη της «μολυσμένης» Νέζουκο έναντι του ήλιου!

MIA AND ME: Η ΤΑΙΝΙΑ

Όταν η Μία επιστρέφει στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας με τον παππού της, η πέτρα στο μαγικό της βραχιόλι φωτίζει ξαφνικά - ένα κάλεσμα για βοήθεια! Μέσω μιας αστραφτερής πύλης, μεταφέρεται στον φανταστικό κόσμο των μονόκερων της Σεντοπίας. Εκεί συναντά τον μονόκερο Στόρμι και τον Ίκο, ένα ξωτικό από το Νησί Λώτους, το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα τη βοήθειά της. Ο Τόξορ, ένας αποκρουστικός κακός που μοιάζει με βατράχι, θέλει να κατακτήσει το νησί με μαύρη μαγεία.

ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ

Διάσημος συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του έπειτα από τριανταπέντε χρόνια απουσίας, προκειμένου να παραστεί σε επετειακές εκδηλώσεις. Η τυχαία συνάντηση με τον γιο παλιού συμμαθητή του, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος του εφηβικός έρωτας, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, αλλά και των συγκρούσεων.

MR KLEIN

MR KLEIN

Ήταν ένας μπάτσος που τραγουδούσε ταϊλανδέζικα κι έβγαζε και μια χαντζάρα, τύπου όποιον πάρει ο χάρος. Βασικά τους πήρε. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί ήταν βαρετοί. Και η γκόμενα. Για μπουνίδι. Αν έχεις πάρει κάτι, βέβαια, παίζει να σου βγει και ταινιάρα.