FreeCinema

Follow us

ΟΛΟ ΓΕΛΟΥΣΕ (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Θόδωρος Μαραγκός
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 60'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΤΡΙΑΝΟΝ

Εις μνήμην Κώστα Τσάκωνα. Εεε, μάθε παιδί μου doc γράμματα;

Αν ο Θόδωρος Μαραγκός ήταν ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Κώστας Τσάκωνας θα ήταν ο Φράνκο Τσίτι ή, καλύτερα, δεδομένου του κωμικού εξαγόμενου, ο Νινέτο Ντάβολί του. Το νοητικό άλμα φαντάζει δυσανάλογο, λιγότερο πάντως από τις οιεσδήποτε αξιώσεις να ληφθεί σοβαρά υπόψιν ως δημιουργικό ντοκιμαντέρ ένα αφιέρωμα – κουρελού, εν είδει αντιδώρου στον ηθοποιό που ο σκηνοθέτης σχεδόν ανακάλυψε και δέθηκε μαζί του με δεσμούς φιλίας έως το τέλος της ζωής τού Γιωρίκα τού «Οι Πόντιοι» το 2015 από καρκίνο, γεγονός το οποίο χαρίζει στο φιλμ την τρίτη του διάσταση, αυτήν του μνημοσύνου, η οποία θα μπορούσε, δεδομένων των DIY στοιχείων κινηματογράφησης που ο εκλιπών είχε τη διαισθητική στη δύση τού βίου του πρόνοια να αφήσει πίσω, να έχει διανθίσει στον βαθμό τού συγκλονιστικού αυτή τη δομικά, μορφολογικά, εκφραστικά και νοηματικά, κι όχι μόνο επειδή είναι arte povera, πενιχρής καλλιτεχνικής διαθήκης προτομή.

Η πονηρή μουτράκλα, το βλέμμα της αγελάδας, το μουστακάκι, το πολύ ξαλαφρωμένο τριχωτό της κεφαλής, το γάργαρο υψίσυχνο γέλιο, το ελαφρώς κυρτό παράστημα πρόκληση στις καρπαζιές των συμπαικτών, η προβληματική άρθρωση. Οι πάντες είναι εξοικειωμένοι με τα γνωρίσματα του δημοφιλούς Τσάκωνα, αλλά πόσοι μπορούν να δουν πίσω απ’ αυτά την τεχνική του ή, κι αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, την απουσία τέτοιας, το ορατό υπόστρωμα του αρχικά αυτοδίδακτου ερασιτέχνη του θέσπειου καλέσματος που ούτε ο ίδιος ούτε οι συντριπτικά περισσότεροι δάσκαλοί του ενδιαφέρθηκαν ποτέ να καταχώσουν; Αν περιμέναμε απ’ αυτό το hommage, ελάχιστοι, μιας και σκοπίμω απουσία (θα το πω: αν όχι θεωρητικά καταρτισμένων, μ’ ένα κάποιο λέγειν και βλέμμα που κόβει) συμμετεχόντων που θα έθεταν στις σωστές βάσεις το υποκριτικό ή όχι φαινόμενο του ανδρός, ο Μαραγκός το δέχεται και το καθοσιώνει άμα τη εμφανίσει ρομαντικά, φιλοτεχνώντας την εργοβιογραφία τού ανθρώπου και φίλου του, ενώ εκτός τού συχνά αναστοχαστικού speakage περνάει κι εμπρός απ’ την κάμερά του.

Υπάρχει, αφού πρωτοδούμε τον αείμνηστο ως Μανώλη Χιώτη στη σκηνή, φωτό της παιδικής ηλικίας του και την Αθηνά Μαυρομμάτη (της «Λάμψης», των βιντεοκασετών και των επιθεωρήσεων, την οποία αργότερα ο Μαραγκός αναγορεύει «σπουδαία ηθοποιό» σε μια αστάθμητα γενναιόδωρη κίνηση αβροφροσύνης, αποθέωση του συστημικού ημεδαπού δούναι και λαβείν που κατακεραυνώνει στα σενάριά του), μια σκηνούλα ικανή να ταράξει γνήσια όσους δεν είχαν επικαιροποιημένη εικόνα τού ύστερου Τσάκωνα: σχεδόν αγνώριστος από γηρατειά και αρρώστιες αλλά όρθιος, γυρίζει μια λατέρνα και αναπολεί τη φτώχεια και το φιλότιμο αλλοτινών χρόνων της Ελλάδας. Ένας ξεχωριστός ντοκιμαντερίστας, ειδικά αφής στιγμής χτυπιέται σε όλη του την καριέρα για τα πολιτειακής ρίζας δεινά της χώρας, ορμώμενος απ’ αυτό το πλάνο και τις ακόλουθες εξομολογητικές αυτολήψεις τού υποκειμένου, θα στήριζε επάνω τους μια ξεχωριστή ταινία – αλλά ο Μαραγκός στερείται και πείρας (για να μην πω ικανοτήτων) στο genre όπου επιμένει την τελευταία 15ετία, και ψυχραιμίας στο θέμα, και επάρκειας στο υλικό.

Το αποτέλεσμα είναι το τσαπατσούλικο, χρονολογικά αλλά όχι και σε αφηγηματική ένταση ανιόν σλάλομ ανάμεσα σε οικογενειακά ενσταντανέ, συνεντεύξεις με μόνο δύο ακόμα συναδέλφους (και από σπόντα τη συχωρεμένη Καίτη Παπανίκα) και ισάριθμους οικείους του, το ενίοτε παρεκβαίνον σχόλιο του δημιουργού και, ασύγκριτα πολυτιμότερη όλων, την παρουσία τού ίδιου του Τσάκωνα μέσω αποσπασμάτων της δουλειάς του και επί τούτου γυρισμάτων για τη συγκεκριμένη παραγωγή. Από τα Άνω Πετράλωνα του ‘43 μέχρι την υπαίθρια προβολή μιας πρώτης μορφής της για το κοινό με τον ίδιο τιμώμενο, από το δεύτερο βιολί πλάι στον Σωτήρη Μουστάκα μέχρι τη μεταμφίεση σε Άγιο Βασίλη για telemarketing, από ένα εικοσάρικο Αμερικάνας που πήρε παιδί για τα κάλαντα μέχρι το τάμα του στην Παναγία της Τήνου γονυπετώς ως ηλικιωμένος, από τη Διπλάρειο Τεχνική Σχολή μέχρι το τριώροφο που έφτιαξε με τα χέρια του για να στεγάσει τους δικούς του, από το πατρικό ξύλο που έτρωγε μικρός μέχρι τη θρυλική απρογραμμάτιστη πτώση του από μια σκάλα στο VHS trash classic «Κλασική Περίπτωση Βλάβης», από το «Λάβετε Θέσεις» μέχρι το «Ο Δραπέτης του Φεγγαριού», όπου η σοβαρή παρουσία του διαρρηγνύει το επί οθόνης χωρατατζίδικο συνεχές του άγουρα και ώριμα αντίστοιχα με εμπνευστή τον Μαραγκό, ο τρόπον τινά μέντοράς του ανασυνθέτει μια πορεία από τη χαμοζωή, στη βιοπάλη, στην ξενιτιά, που όμως διανύθηκε με μια πηγαία αστεϊστική διάθεση, η οποία ήταν αυτή που εντέλει οδήγησε στον κόσμο του θεάματος και καθιέρωσε μια «τραγική προσωπικότητα», όπως αυτοπεριγράφεται επί τη βάσει των ζοριών του εκτός του σανιδιού ή των plateau ο Μπάμπης Ταλαίπωρος του «Κυνηγού της Χαμένης Φαλάκρας».

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι ο ίδιος ο Τσάκωνας, όσο ειλικρινής κι αν είναι (κι είναι εντελώς ειλικρινής), δεν ήταν πλέον λόγω κράσης ο ιδανικός ξεναγός στο ρεζουμέ του, ακόμη κι αν σε κεντρίζουν οι ιστορίες για τη γερμανική εμπειρία, τις μνημειώδεις γκάφες στη στρατιωτική θητεία, το τρακ στο θεατρικό ντεμπούτο του. Είναι και ότι ο Μαραγκός, συχνά εμφανώς στο πόδι, δεν έχει εκμαιεύσει ούτε απ’ αυτόν ούτε απ’ τους λιγοστούς συνομιλητές του ό,τι και όπως πρέπει, αποδεικνυόμενος στη συνέχεια και ανίκανος να συγκροτήσει πρωτότυπα ή έστω στοιχειωδώς ορθά το μπούστο. Ο Πέτρος Ξεκούκης θυμάται ωραία ένα άφοβο καλαμπούρι λίγο πριν τον παντοτινό αποχωρισμό τους; Ακολουθεί μια επιεικώς κακόγουστη παρώδηση του Διονύση Σαββόπουλου σε παράσταση. Μαθαίνουμε ότι ο κουρούπας άρεσε πάρα πολύ στις γυναίκες; Πηδάμε σ’ ένα κατηγορώ του ως αγανακτισμένου το 1975 στο πανί και το 2012 στο Σύνταγμα.

Εδώ είναι, περισσότερο απ’ τις animation βινιέτες (που μάταια επιχειρούν να γκρουπάρουν κεφάλαια), την αδέξια κλιμάκωση (που ακυρώνεται στην αποκάλυψη οικογενειακών χτυπημάτων της μοίρας), τον Μάρκο Σεφερλή (που αραδιάζει γενικόλογα εγκώμια), μια συνδρομή σε παρανόηση (όσον αφορά το ποιος αδελφός του έπασχε από μια συγκεκριμένη νόσο), την ανυπαρξία σήμανσης κι επισήμανσης αρκετών οπτικών αποσπασμάτων και τη μη αδειοδοτημένη χρήση άλλων στην ηχητική μπάντα (το «Little Man» των Sonny and Cher στους τίτλους τέλους), τις μαύρες τρύπες CV και ξένης ιδιοκτησίας 35mm τεκμηρίων (που δε θα σου επιτρέψουν π.χ. να μάθεις για τις σπουδές τού μπαλαφάρα σε δύο δραματικές και να τον δεις από «Τα Χρώματα της Ίριδος» έως τα «Φτηνά Τσιγάρα»), που ο Μαραγκός διαπράττει, αναγνωρίζοντας τον Τσάκωνα ως μυθοπλαστικό alter ego και ιδεολογικό σύντροφό του, το ίσως πιο κραυγαλέο ολίσθημά του. Γιατί αν, από το ιστορικό «έξι χρόνια στο δημοτικό…» μέσω του «Θανάση Σφίξε κι Άλλο το Ζωνάρι» μέχρι τους παραλληλισμούς της δεξιάς με την αριστερή δημοκρατία, μπορείς να δεχτείς ως αφελή τον αντιεξουσιαστικό λόγο που αθωώνει τον πολίτη, παρότι ψηφίζει τους ανάξιους ηγέτες του, δοθείσης ευκαιρίας εκτρέπεται για τα καλά και συμφέροντα όπως αυτοί, και καταναλώνει ακόμα τα υποπροϊόντα όπου έβγαζε με γελοιότητες το ψωμί του ο μακαρίτης, λογύδρια του auteur όπως «στις χωματερές μαζί με τα ροδάκινα πετάχτηκαν κι οι προσδοκίες του ελληνικού λαού, η ιστορία του, πετάχτηκαν οι αξίες του πολιτισμού μας και η παιδεία μας» και η μορφή του Νίκου Παπάζογλου ενώ περνάει στο soundtrack το «Αχ Ελλάδα Σ’ Αγαπώ» είναι απλώς κακό σινεμά, ειδικά στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Προηγείται το ομοίων αλλά πολύ πιο σωστά καναλιζαρισμένων πεποιθήσεων, 18λεπτο υβρίδιο «Το Όραμα του Θοδωράκη», κάτι σαν εξ ιδίων ανακεφαλαίωση στο καυστικό oeuvre τού δημιουργού στο πεδίο της εμψύχωσης, με ζωγραφική και κινούμενο σχέδιο, έγχρωμο κι Α/Μ, «Τζίλντα» και «Της Γερακίνας Γιο», κολάζ και γελοιογραφία, κοινωνική και πολιτική σάτιρα, χθες και σήμερα, Αθήνα και Φιλιατρά, ταυτόχρονα ένας οικτιρμός του ιστορικά σάπιου ρωμέικου κυττάρου και σήμαντρο αφύπνισης του όποιου καταπιεσμένου.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αντι-υπόδειγμα κατασκευής (κυρίως μοντάζ) για τους γνωρίζοντες κινηματογράφο, πιο κοντά στο πρόπλασμα παρά στο αρμόζον τελικό προϊόν ενός φόρου τιμής. Όσοι έχουν πολύ καλές σχέσεις με τα τηλεοπτικά δείγματα του είδους, τα μπούστα Έβδομης Τέχνης και τον «Ιππότη της Λιγούρας», πιθανότατα θα διαφωνήσουν, βρίσκοντάς το ανεκδοτολογικά γλαφυρό και ανά σημεία αγγιχτικό. Οι κουλτουριάρηδες, αν αντέξουν τη σκιτζίδικη μέθοδο και τα clips κιτσαρίας, δεν θ’ αλλάξουν γνώμη για την περσόνα ή την «προσφορά» τού Τσάκωνα, αλλά θα γνωρίσουν και την καθόλου σαχλή πλευρά του. Δεν αφορά τους κάτω των 20, εκτός αν σπάνε πλάκα με το «Η Μεγάλη Απόφραξη» στο YouTube.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.