FreeCinema

Follow us

Ο ΚΛΕΑΡΧΟΣ, Η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΝΤΟΣ (2015)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στράτος Μαρκίδης
  • ΚΑΣΤ: Κώστας Ευριπιώτης, Χρύσα Ρώπα, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Ελευθερία Μπενοβία, Πηνελόπη Πλάκα, Σπύρος Πούλης, Κατερίνα Δημητρόγλου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Αεί πίσω απ’ τον ποδόγυρο, ένας ψαρέμπορος της Θεσσαλονίκης χρησιμοποιεί για μια ακόμα φορά ως αποδιοπομπαίο τράγο τον αθώο άνδρα της κόρης του για να ρίξει στάχτη στα μάτια της καχύποπτης δικής του γυναίκας, τώρα «χτυπώντας» μπουμπούκι γειτόνισσα που του τα τρώει ίσαμε την Κωνσταντινούπολη, όπου (υποτίθεται ότι παρ)ακολουθεί για παραστρατήματα τον σε κούρα ιαματικών λουτρών γαμπρό του. Ο διάβολος (στο κορμί και ποιας άλλης;), ένας ενοχλητικός δικηγόρος, ένα γύρισμα της τύχης και το δίπορτο του προκομμένου μιας ανιψιάς ποιους θα ξεγυμνώσουν;

Μήπως ο Στράτος Μαρκίδης μας διαβάζει; Αν όχι, πρέπει να συμπίπτουν οι απόψεις μας για το τι πήγε εντελώς στραβά στο «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας», εξού και το πήρε λιγουλάκι αλλιώς αναλαμβάνοντας το remake σε ένα ακόμα από τα ταμειακά και καλλιτεχνικά χρυσωρυχεία των Πολύβιου Βασιλειάδη και Νίκου Τσιφόρου, πρώτα για το θέατρο και μετά για το σινεμά των 50’s & 60’s. Τηρουμένων των αναλογιών δε, είναι η καλύτερη (με τη λογική τής αναψυκτικότερης και λιγότερο φαιδρής, με την κακή έννοια) ταινία του μετά την, παράλληλα με την τηλεοπτική δουλειά του, επιστροφή του στο σινεμά με το «I Love Karditsa», 5 χρόνια πριν. Αυτό, δυστυχώς, δεν αρκεί για να εμποδίσει ούτε το όλα-στη-φόρα, ξετσίπωτο flirt με την ψυχαγωγία υποστάθμης ούτε το γδύσιμο ενός γελαδερού classic του ΠΕΚ από τα λανθάνοντα μείζονα επιτεύγματά του αλλά όχι κι απ’ τις πιο χτυπητές αδυναμίες του.

Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Δύο είναι τα πράγματα που δεν έχουν πάψει να με εντυπωσιάζουν στο original τόσες δεκαετίες μετά: πρώτα ο τρόπος με τον οποίο ο μουρντάρης Αυλωνίτης σχολιάζει συνεχώς περιπαικτικά και αναπάντητα, συχνά εκτός κειμένου και υποτίθεται χαμηλόφωνα (εμείς στην «πλατεία» είμαστε το κοινό του) αλλά φανερά εις επήκοόν της τη Βασιλειάδου · και μετά η μοναδική, αντιφατική ικανότητα της ταινίας να ξεμπροστιάζει και ταυτόχρονα να αγκαλιάζει τα ελληνικά στραβά. Ναι, είναι σα να βλέπεις τους δικούς μας Γκολντόνι και Μολιέρο στο σινεμά να κάνουν ρόμπα την Ψωροκώσταινα της σηκωμένης μύτης και ταυτόχρονα του όλα-για-τα-φράγκα, του «το νινί σέρνει καράβι» και ταυτόχρονα του αδιόρθωτου της φαλλοκρατίας στην καρδιά τής ευτυχισμένης οικογένειας. Και τα δύο αυτά (νομίζω πλήρως απαρατήρητα από την – συγκαιρινή ή κατοπινή, ασόβαρη επαγγελματική κινηματογραφική – κριτική), με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εδώ έχουν γίνει μπουχός.

Γόνιμα πιασάρικα μετατρέποντας τον μεγαλομπακάλη ήρωα σε ιχθυοπώλη χονδρικής, την Αθήνα σε Θεσσαλονίκη, την ιταλική «μάσκα» μπερμπάντη jr. σε κυπριακή & τα Καμένα Βούρλα σε Ιστανμπούλ, και αβγατίζοντας τους ρόλους κυρίως κατά επιπλέον έναν εύθικτο κι οπαδό του Ηρακλή ταβερνιάρη & μια Γεωργιανή υπηρέτρια – τόφαλο, η σεναριογράφος Διονυσία Τσιτιρίδου έχει φυσικά φροντίσει να αναστήσει τις ατάκες που ξέρουμε κι αγαπάμε: το «ρούφα τ’ αυγό σου», ο «διακόπτης», το «Μπαρμπαριά και Τούνεζι» και το «βουλωμένο γράμμα» ως λεκτικό γκαγκ – επωδός λειτουργούν, αν όχι χιουμοριστικά αυτοδύναμα, υποστηρικτικά νοσταλγικά για τους γνώστες (η πένα μάλιστα σε μία τουλάχιστον περίπτωση, του «Ισκαριώτη», έχει βελτιώσει το punchline με κορύφωση). Παράλληλα, σωματικοί αστεϊσμοί ή ευτράπελα (μια σκουντούφλα σε τζαμαρία, δύο μπλουμ σε πισίνα, μία λασποθεραπεία, ένα γκουχ από ναργιλέ, φάπες σε χορό της κοιλιάς, μια λιποθυμία από χαμπέρι, ένα μασάζ πόνου και, πιο επεισοδιακά, ένα «κόψιμο» από στρείδια και ό,τι επακολουθεί σε μία τουαλέτα στην Τουρκία) και αναφορές στο σήμερα (από το bullying ώς τη Μέρκελ) κρατάνε τα μπόσικα της δράσης χάρη στην εναλλαγή φυσικών διακόσμων και το αντάμωμα φωτογραφίας και μοντάζ, έστω φαρσικά και α λα μικρή οθόνη.

Αλλά το ψυχαγωγικό του νταβαντουριού δεν κρύβει την αδιαφορία ή αδυναμία της γραφίδας να αντιμετωπίσει τα κληρονομημένα ή μη δραματουργικά προβλήματα. Ο κοντός Ρίζος; Έχει γίνει Κοντός μόνο στο επώνυμο Τσιμιτσέλης και η απώλεια ενός από τα πλακατζίδικα… υψώματα τού φιλμ αντισταθμίζεται παντελώς άγονα στο φόρτωμά του με το διακριτικό τού κομμουνιστή: η όχι προσβλέπουσα στη μεγαλοαστική τάξη αλλά φιλοβασιλική πια Μαρίνα τού το χτυπάει συνεχώς (αλλά προσλαμβάνει δουλικό απ’ την πρώην ΕΣΣΔ!), μα αυτός αδιαφορεί ανεξήγητα – προτού στο φινάλε υποστηρίξει φευγαλέα τη σχετική έκφανση της περσόνας του. Η μη πειστικά παθητική κόρη (πλήρως αδιάφορη για τις αταξίες του μπαμπά της!) και συγχωρητική σύζυγος του classic (ρόλος γραμμένος στο πόδι, πιθανότατα ελέω της νεποτιστικής συμμετοχής τής Έλσας Ρίζου στον θίασο); Παραμένει ένα σαθρό σκίτσο, παρά τα ελκυστικά φυσικά μέσα τής Μπενοβία.

Η εξίσου τραβημένη (και χρονικά) ίντριγκα της απόκρυψης τού γαμπρού απ’ τον αναζητούντα δικηγόρο στις υπερεπικοινωνιακές μέρες μας φωνάζει καταστασιακά και δικαιολογείται πρόχειρα με μια ερωταπάντηση σ’ ένα τραπέζι φαγητού, εκεί όπου μια ολόκληρη ομήγυρη αποφασίζει να ακολουθήσει τα δύο αρσενικά στην Πόλη, κόντρα στα έξοδα που είχε επικαλεστεί χωρίς αντίλογο προ ταξιδιού ο χρήζων χειροθεραπείας Κοντός (που, παρά μια αναφορά στα πεταχτά για φακούς επαφής, δεν ξαναβλέπουμε ποτέ με τα γυαλιά του μετά το πρώτο μισάωρο – μ’ αυτά εκεί, βλέπετε, έδειχνε πιο γραφικός, αυτό ήταν το ζητούμενο). Τέλος, η ευκολία με την οποία παραιτείται των προικοθηρικών βλέψεών του ο λιμοκοντόρος λεγάμενος, με μία κουβέντα τής τσαούσας γκόμενας του Κλέαρχου, βοηθάει όπως παλιά άτσαλα το «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» – τώρα συνοδεία Πλούταρχου!

Σε επίπεδο looks και ύφους, παρότι φλερτάρει επιθεωρησιακά ελευθεριακά σε βωμολοχικά ξεσπάσματα («π%ύστης», ένα κωλοδ@χτυλο, ένα «τον πούλο» δις) με ό,τι θεωρεί πως συνιστά τα νέα ήθη του δυνητικού κοινού, η άνεση του Μαρκίδη με το σκαμπρόζικο, στον… σκληρό πυρήνα του οποίου έχει παρελθόν, εδώ αποθεώνει σε «κουνελάκι» με τσαγανό και πάτημα για καλά καλαμπούρια με τη φιγούρα τού sugar daddy την Πηνελόπη Πλάκα, που σβήνει τον πάντα ξινό πειρασμό Πόπη Λάζου στο πιο μελαψό και α λα σεξοκωμωδία (και βουλεβάρτο, όπως κι άλλοι β΄ ρόλοι με εξαίρεση τον retro τίμπρου Ξεκούκη, καθώς αυτή η σχολή παιξίματος βολεύει την ως συνήθως με αβαρίες καθοδήγηση ensemble που περιλαμβάνει για ευνόητους λόγους μη εξαιρετέους τού χαζοκουτιού στα «ελαφρά» είδη).

Μετριάζοντας τους τόνους της τερατικής μεταμόρφωσης Αποστολάκη και Ρώπα (αυτή σχεδόν καθόλου «Γεωργία» μα και σχεδόν καθόλου fun εν προκειμένω) στους «Γαμπρούς της Ευτυχίας» του, αλλά διατηρώντας λανθασμένα την επιθυμία αναφορών στο πρωτότυπο, ο σκηνοθέτης έχει μετατρέψει αυτή τη φορά τον Ευριπιώτη σε μουστακαλή, με μαλλί, Σαλονικιό Πολίτη και ζιγκουάλα Αυλωνίτη. Ο ηθοποιός έχει πιάσει αξιέπαινα την οκτάβα και το στραβοσήκωμα των φρυδιών τού προκατόχου του ως Κλέαρχος (περιττό να αναφερθεί ότι η πηγαία χαριτωμενιά τού πρώτου διδάξαντος στις επίδοξες κουτσουκέλες του αποτελεί απόν εδώ, τεράστιο ατού – και προσωπικό μου favourite – του τότε φιλμ), αλλά είναι δώρον άδωρον: παραμένει αυτός μια καρικατούρα και το σχεδίασμα του χαρακτήρα του (ένας κιμπάρης μοιχός στο περίμενε) μια παλιακή κατασκευή, όπως κι εκείνη του ευπρόσδεκτα αλλά ημιδικαιωμένα contre figure Τσιμιτσέλη (ως ανδρωνόμενου χάρη στο χρήμα θύματος), σε σύγκρουση με το 2015 και τις έτερες ορέξεις της ταινίας. Και, αν ανακαλέσεις το «Και οι Παντρεμένοι Έχουν Ψυχή» στην τελική, δεν θα νιώσεις… ακάλυπτος. Είπαμε, να σκάσει το χειλάκι. Και «Φέρτε μου τη Μαρίνα να τη σκίσω!». Αλλά πιο κομψά και όχι τόσο αγοραία την επόμενη φορά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν έφριξες με τα προηγούμενα του auteur, δεν αλλάζει βιολί – αλλά υπάρχει μικρή βελτίωση. Δεν θες εύκολο χαχά, βιντεοκασετομπουλβαρίλα σε DCP, μούτες, υποθέσεις – προκάτ; Ποτέ σου. Η μάζα της εμπορικής αίθουσας και της prime time ευθυμογραφικής TV θα το χαρεί, θα φέρει εκτός απροόπτου το «χαρτί», θα βάλει χέρι στα αρσενικά μυαλά με την Πλάκα ουρί. Οι θιασώτες τού αυθεντικού ανά σημεία θα τσιτάρουν κι ενδεχομένως θα ψιλογουστάρουν, τουλάχιστον οι λιγότερο καθωσπρέπει ή προχωρημένης ηλικίας – αλλά να περιμένετε κάτι περισσότερο τύπου «τα μπούτια έξω», σε συμπρωτεύουσα και Ταξίμ.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.