ΑΤΙΘΑΣΕΣ (2015)
(MUSTANG)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν
- ΚΑΣΤ: Γκιουνές Σενσόι, Ντόγκα Ζεϊνέπ Ντόγκουσλου, Τούγκμπα Σουνγκούρογλου, Ελίτ Ισκάν, Ιλαϊντά Εκντογάν, Νιχάλ Κολντάς, Άιμπερκ Πεκτζάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Σε ένα τουρκικό χωριό στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, πέντε νεαρά κορίτσια βλέπουν τις ζωές τους να αλλάζουν μονομιάς, όταν, στην επιστροφή από το σχολείο, ένα αθώο παιχνίδισμα με τα αγόρια προκαλεί τη μήνιν των συντηρητικών συγγενών τους. Πόσο «σύγχρονη» μπορεί να είναι η ζωή στη σύγχρονη Τουρκία;
Από την αρχική σκηνή στην αγκαλιά της δασκάλας μέχρι τις άπειρες ώρες που τα κορμιά των πέντε αδελφών μπλέκονται νωχελικά μπροστά στην κάμερα, οι «Ατίθασες» είναι μια ταινία που προβάλλει μια μελαγχολική αθωότητα που είναι καταδικασμένη να πεθάνει όσο σταδιακά η απώλεια της ελευθερίας χτυπάει μία – μία τις πρωταγωνίστριές του. Αυτό που ξεκινά ως ένα άμορφο σύνολο από νεαρές κοπέλες, βλέπει σταδιακά τα μέλη του να ξεχωρίζουν ένα – ένα για να αποδεχτούν (ή μήπως όχι;) τη μοίρα που ορίζεται ερήμην τους, να αντιδράσουν με τον δικό τους προσωπικό τρόπο και, τελικά, να ανακαλύψουν τη θέση τους σε έναν μοντέρνο κόσμο που ίσως δεν προτίθεται καν να κρατήσει χώρο για εκείνες. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι κοπέλες είναι τα θύματα της ίδιας της παράδοσης, όπου η ροπή προς το σεξ και την ανηθικότητα (όπως κι αν ορίζονται αυτά) τιμωρείται το ίδιο αυστηρά όπως και στα νεανικά slasher films των 80’s!
Το συμβάν που τα ξεκινά όλα είναι ένα αθώο παιχνίδισμα των κοριτσιών με μερικά αγόρια από το σχολείο στην παραλία (η επιλογή της παραθαλάσσιας περιοχής του Εύξεινου Πόντου αποτελεί μια καλοδεχούμενη διαφοροποίηση από τη συνήθη αποτύπωση της Τουρκίας που μονοπωλείται από την Ανατολία ή την Κωνσταντινούπολη). Η ίδια η σκηνή είναι σκηνοθετημένη με μια φυσική αθωότητα που κάνει ακόμα πιο έντονη την αντίθεση των επιπλοκών. Η μουσική του Γουόρεν Έλις (η οποία συνδυάζει ιδανικά τη δυτική χαρακτηριστική του μελαγχολία με τα μελωδικά γυρίσματα της Ανατολής) συμβάλλει στη δημιουργία του τόνου και το άπλετο φως συνηγορεί στην εντύπωση ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα φυσικό στάδιο προς την ενηλικίωση. Και, όμως, αυτό δεν είναι ένα αποδεκτό κομμάτι τούτου του κόσμου.
Επιστρέφοντας σπίτι, τα κορίτσια θα ενημερωθούν πως τα νέα κυκλοφόρησαν και πως οι ίδιες είναι πια αρκετά μεγάλες για να προκαλούν με τη συμπεριφορά τους. Αυτό σημαίνει πως «σχολείο τέλος» και πως πλέον η εκπαίδευσή τους θα έχει σχέση μόνο με ό,τι αφορά τον γάμο και η μόρφωσή τους με όσα χρειάζεται να γνωρίζουν για τη ζωή σε κατ’ οίκον περιορισμό. Και πάλι, όμως, αυτό που έχει πραγματικά σημασία για τις «Ατίθασες» είναι το γεγονός ότι παραμένουν όλες μαζί ως ένας μοναδικός οργανισμός. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που το κλίμα της ταινίας ουσιαστικά αλλάζει όταν αυτός ο δεσμός αναγκαστικά σπάει έπειτα από εξωτερική παρέμβαση. Ο αρχικός εύθυμος τόνος αρχίζει να αποκτά όλο και πιο δραματικό υπόβαθρο, το βλέμμα των κοριτσιών γίνεται όλο και πιο σκοτεινό και η ιστορία ενηλικίωσης μετατρέπεται ουσιαστικά σε μία αφήγηση επιβίωσης.
Παρ’ όλα αυτά, η οπτική της Εργκιβέν δεν αγνοεί καμία παράμετρο όσων βλέπει γύρω της και προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της, αναγνωρίζοντας πως ο κόσμος της είναι μία πραγματικότητα υπό εξέλιξη, όπου μερικά στοιχεία ίσως και να βρίσκονται στον σωστό δρόμο. Στις «Ατίθασές» της έχει θέση και η ενδοοικογενειακή αποσιώπηση, και η κάλυψη των ατασθαλιών από τα γηραιότερα θηλυκά μέλη του σογιού, και το έμφυτο χιούμορ ενός λαού γεμάτου αντιφάσεις (η σκηνή της επίθεσης της θείας στον… στύλο της ΔΕΗ είναι σκηνή ανθολογίας), και τα σκοτεινά μυστικά εντός της οικογένειας, και η καταπίεση μιας ολόκληρης πατριαρχικής κοινωνίας. Ο βαθμός στον οποίο επικεντρώνεται σε αυτά η Εργκιουβέν δεν είναι πάντα ο ίδιος. Η ίδια προτιμά απλά να εφιστά την προσοχή, να γνωστοποιεί τις καταστάσεις και να προτείνει τρόπους αντιμετώπισής τους, χωρίς να καταφεύγει σε διδακτικές υπερβολές. Ειδικά, μία υποπλοκή που αφορά τον θείο των κοριτσιών ξενίζει αρχικά με τον – φαινομενικά – απότομο χειρισμό της αλλά ο τρόπος που τελικά μπαίνει στην άκρη προβάλλει στην πραγματικότητα τον βαθμό έκτασης που δίνει και η ίδια η κοινωνία στο συγκεκριμένο φαινόμενο, μετατρέποντας τη φυγή στον μόνο ουσιαστικό δρόμο απόδρασης.
Επιπλέον, το ίδιο το φινάλε της ιστορίας, όντας τόσο προφανές και απρόβλεπτο ταυτόχρονα και ρίχνοντας την αυλαία της ταινίας ακριβώς στο κατάλληλο δευτερόλεπτο αφήνοντας το αύριο ανοικτό για μία άλλη μάχη, είναι τόσο καίριο που αποτελεί συγγραφικό θρίαμβο, ακόμα μια ένδειξη του πόσο συγκροτημένο ήταν το όραμα της Εργκιουβέν και πόσο ουσιώδης η σεναριακή δουλειά τής ίδιας, σε συνεργασία με τη Γαλλίδα Αλίς Βινοκούρ. Είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς από πριν ότι το φιλμ είναι γυρισμένο από μία νεαρή Τουρκάλα, η οποία ουσιαστικά απευθύνεται στα κορίτσια της γενιάς της δίνοντας τα δικά της προσωπικά μηνύματα, καταγράφοντας τα ερεθίσματα της γενιάς, εξερευνώντας το πάθος της παράδοσης και προσφέροντας ρεαλιστικές εναλλακτικές ή / και τον συμβιβασμό. Γι’ αυτό και ακόμα κι όταν μερικές εξελίξεις τηλεγραφούνται από πριν, ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνουν χώρα αλλά και η τοποθέτησή τους στο ευρύτερο πλαίσιο είναι τόσο γνήσια συγκινητική, που δεν μπορείς να κακιώσεις.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι η ταινία υπογραμμίζει την ελπίδα και την υποστήριξη που μπορεί να βρεθεί μέσα σε αυτή την κοινωνία, τον τρόπο με τον οποίο οι κανόνες μπορούν τελικά να χρησιμοποιηθούν προς την επίτευξη ενός εντελώς αντίθετου σκοπού και το γεγονός πως η φυγή, όσο δύσκολη κι αν είναι, δεν παύει να είναι μια εντελώς θεμιτή λύση, με τρόπο όχι διδακτικό αλλά απόλυτα βάσιμο στη λογική του. Μου αρέσει που, επιτέλους, η Ανατολία και η σύγχρονη Τουρκία αρχίζουν να αποκτούν ένα νέο κινηματογραφικό πρόσωπο, μακριά από την κλασικότητα των μεγάλων, ανδρών σκηνοθετών της χώρας και πολύ πιο κοντά στη γυναικεία οπτική απέναντι σε μια κοινωνία που έχει πολύ συγκεκριμένα σχέδια για εκείνη. Οι επιρροές από το σινεμά και τις θεματικές της Σοφία Κόπολα είναι πολύ ισχυρές για να αγνοηθούν (αν και ίσως άδικες, γιατί η εξωτερική οπτική των «Αυτόχειρων Παρθένων» έρχεται σε αντίθεση με την εκ των έσω αφήγηση της Εργκιουβέν), όμως, στην τελική, γιατί όχι; Ακόμα καλύτερα. Δηλώνω ερωτευμένος.