ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ (2014)
(MITA TOVA)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ταλ Γκράνιτ, Σαρόν Μεϊμόν
- ΚΑΣΤ: Ζεέβ Ρεβάχ, Λεβάνα Φινκελστάιν, Ιλάν Νταρ, Ράφι Ταβόρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Σε κοινότητα ευγηρίας της Ιερουσαλήμ, επώδυνη επιδείνωση τερματικής ασθένειας γεράκου και η έκκληση της γυναίκας του πείθουν παλιόφιλό του μηχανικό να κατασκευάσει, παρά την αντίθετη συμβία του, συσκευή υποβοηθούμενης φαρμακολογικής αυτοκτονίας που, on camera και με τη βοήθεια κτηνιάτρου και μπάτσου παντρεμένου εραστή του (όλων απόμαχων ενοίκων του «οίκου»), ανακουφίζει δια παντός τον άρρωστο. Οι ενδιαφερόμενοι αρχίζουν να κάνουν ουρά, βάζοντας σε μπελάδες τα συχνά διχασμένα παππούδια. Και η άνοια χτυπάει απροειδοποίητα την πόρτα του μυαλού της γυναίκας του Κεβόρκιαν τους. Πώς θα «γραφτεί» το τέλος;
Μήπως η ευθανασία είναι έγκλημα στα μάτια του νόμου επειδή η αυτοχειρία θεωρείται έγκλημα στα μάτια του Υψίστου; Μοιάζει απίστευτο (αλλά και απολύτως εξηγήσιμο) το ότι η ταινία που ενσταλάζει στους νευρώνες σου, όπως ο μπρρρ μηχανισμός πρώτα το ηρεμιστικό και μετά το χλωριούχο κάλιο στο σώμα του αποδημούντος, τόσο ανεπαίσθητα αλλά καίρια το ερώτημα έρχεται από μια χώρα όπου το αστικό και ποινικό δίκαιο εν πολλοίς απονέμονται σύμφωνα με τις επιταγές μιας θρησκείας. Όταν η ίδια ταινία δεν κάνει πρώτο θέμα τη φιλοσοφία της αλλά το «πακέτο» που τρώει η ανθρωπιά εξαιτίας των ηθικών φραγμών που αυτή η φιλοσοφία συνεπάγεται, χρυσώνει το χάπι ιλαροτραγικά κοτσονάτα, και υπογράφεται από τζόβενα στη μεγάλου μήκους, τότε είναι το Ισραήλ που φωνάζει διόλου ψόφια… «Δε θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!» στην ελληνική αγορά με το δεύτερο «πολιτικό» μάθημα παθολογοανατομίας και σινεμά του για φέτος μετά «Το Διαζύγιο».
Κάτι σαν διακοπή της μηχανικής υποστήριξης του «Και Αν Ζούσαμε Όλοι Μαζί;» απ’ την τηλεταινία «You Don’t Know Jack» ή πνίξιμο με το μαξιλάρι του «Αγάπη» από το «Cocoon», γίνεται γρήγορα αισθητό ότι αυτό είναι όχι απλώς ένα τετραπέρατα τολμηρό μανιφέστο υπέρ της αυτοδιάθεσης του εκμετράν τον βίον, αλλά και μια παντιέρα υπέρ των κάθε λογής δικαιωμάτων της τρίτης ηλικίας, και ένα κηδειόσημο εις μνήμην των προπατόρων του εκ μέρους των ρεφορμιστικών, νέων κι ανοιχτόμυαλων γόνων του Δαυίδ. Το σπουδαιότερο; Οι Γκράνιτ και Μεϊμόν το τοιχοκολλούν χωρίς να ανοίξει ρουθούνι ραβίνου, με ποτέ ακράτεια στη διάρκεια ή στον τόνο, υποδειγματικό τάισμα της crème de la crème διαλόγων στο σεβάσμιο ensemble, και την υπέροχη ζεστή γκριζάδα των στατικών ή με βραδυπορούντα zoom λήψεων που τοποθετούν στο κέντρο τού κάδρου τους ανθρώπους, ψαύοντας κάθε ρυτίδα (όχι επιδερμική) του αμφιλεγόμενου issue τρυφερά. Το «Παρελθέτω επ’ εμού το ποτήριον τούτον» ενός πάσχοντος που εκλέγει την «έξοδο». Το «Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό» και μαζί τα συνειδησιακά διλήμματα της Dr. Death δράκας, επιζώσας του εκάστοτε φευγάτου. Το «Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε» που… έχει ο Θεός για την πολωτική ηθική τού πάσα ένα. Την «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» άρνηση του απευκταίου όταν ενσκήψει στον πιο οικείο μας.
Και ιλαρά (γιατί δεν υπάρχει κηδεία χωρίς γέλιο), με την «Πρώτα βγαίνει η ψυχή, μετά το χούι» μαγνητική των σκίτσων να βγάζει απ’ τον τάφο το «Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου», με βραχύτερο προσδόκιμο ζωής, θηλυκά στην παρέα και κάτι από σκανδιναβική αίσθηση του μαύρου χιούμορ σε γκαγκ που ξεμασελιάζουν. Ο Δημιουργός στο ακουστικό (και στην τουαλέτα), ένας gay που βγαίνει κυριολεκτικά απ’ την ντουλάπα, οι ενδείξεις ενός παλμογράφου που γίνονται γύρα, ένα ειλικρινά γοερό κλάψιμο σε τροχονόμο για κλήση και μια αναφορά περί καρκίνου του πνεύμονα σε συντροφιά καπνιστών πιστοποιούν ευφυώς ευτράπελα αυτό το «Κατά βάθος είναι παιδιά. Μόνο το σώμα τους γέρασε», που λέει σε ανύποπτο χρόνο η αντιρρησίας μεταξύ των «λυτρωτών». Ευαίσθητα αλλά λιγότερο πειστικά, βαρύνοντα ως απομιμητικά της συμπτωματολογίας του Alzheimer (με απηχήσεις απ’ «Το Υστερόγραφο Μιας Σχέσης»), τα… επεισόδια της παραπλοκής της δεν βολεύονται στον θάλαμο εντατικής παρακολούθησης αυτής της στιλιζαρισμένης α λα «Η Επίσκεψη της Μπάντας» κλινικής.
Νοσούν (η αρθροπλαστική ισχίου επίσης «δείχνει» σε 2-3 αισθητά… γραμμένα ήσσονα σούξου μούξου της συμμορίας των σπλαχνικών δημίων), όπως και η αποφασισμένη για να (εξ)υπηρετήσει τους ευγενείς σκοπούς της μυθοπλασίας, ραγδαία κλιμάκωση της… κατάστασης της αρχιτυπτόμενης της Εταιρείας Δολοφόνων του ελέους, η οποία βλέπει το δικό της το φως το αληθινό. Αλλά, τι εξιλέωση, εκεί σου καταφέρνει το φιλμ και το coup de grâce του. Αφού έχει γίνει ακόμη και δικηγόρος του διαβόλου (από κατανόηση, όχι για τον φόβο των Ιουδαίων) σε μια σκηνή όπου τεζάρισμα αποτρέπεται στο τσακ δις από διακοπή ρεύματος, με την υποψήφια μακαρίτισσα να αναθεωρεί βλέποντας οιωνό εξ άνωθεν στη «στραβή». Αφού έχει ξεκάνει με το γάντι και με ενεσούλες γελοιογραφίας από τις συντάξεις γήρατος και το προσωπικό του εθνικού συστήματος υγείας έως την απαγόρευση του «χόρτου» και τον θεσμό των kibbutz, βάζοντας χέρι ακόμη και στις αρχές ασφαλείας (μαντέψτε ποιο από τα χούφταλα πιάνεται να «λαδώνεται» για τις υπηρεσίες του). Αφού έχει ενώσει τραγουδιστικά τον πάνω και τον κάτω κόσμο των ραμολί σ’ ένα βιντεοκλιπίστικο ιντερλούδιο μιούζικαλ (!).
Τότε, στο συγκλονιστικό φινάλε, είναι που ανοίγουν πράγματι οι πύλες του παράδεισου για σένα – και οι κρουνοί των δακρυγόνων σου μαζί. Ο εμπνευστής κι εκτελεστής της killing machine σύντροφος της φεύγουσας (επειδή το επέλεξε, και αυτή, πριν καταντήσει ένα υγιές σαρκίο χωρίς σκέψη) «κόρης» στα τρίτα -ήντα αφήνει το camcorder και μπαίνει στο πλάνο της τελευτής της. «Δώσε μου ένα φιλί», του λέει χαμογελώντας εκείνη. Cut σε μαύρο. The End. Οι Γκρανίτ και Μεϊμόν κόβουν, πια, το νήμα της ζωής του φιλμ τους. Προτού κλάψεις. Κανείς δε θα σ’ εκβιάσει εδώ. Ούτε θα σ’ εμποδίσει, βέβαια, αν θέλεις να το κάνεις. Εδώ είσαι ελεύθερος. Κάνε τις συγκρίσεις…