ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ! (2017)
(MES TRESORS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πασκάλ Μπουρντιό
- ΚΑΣΤ: Ζαν Ρενό, Ριμ Κερισί, Καμίγ Σαμού, Πασκάλ Ντεμολόν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Προδομένος από τον πρώην συνεργό του, επαγγελματίας ληστής απευθύνεται στις δυο του κόρες προκειμένου να τον βοηθήσουν σε μεγάλο κόλπο εκδίκησης αλλά και γερής μπάζας που ετοιμάζει. Μεγάλα τα κόλπα, μεγάλα και τα προβλήματα (για εμάς…).
Για να αποκτήσει ένα ενδιαφέρον όλος αυτός ο ορυμαγδός των γαλλικών κωμωδιών που υπομένουμε και αυτό το καλοκαίρι, μια καλή ιδέα θα ήταν να «τρέχει» από τα γραφεία διανομής ένας διαγωνισμός που θα επιβραβεύει, στο τέλος της θερινής σεζόν, τον θεατή – ήρωα ο οποίος θα έχει καταφέρει να τις δει όλες. Ο τυχερός νικητής θα μπορούσε να κερδίσει ως βραβείο ένα τριήμερο ταξίδι στη χριστουγεννιάτικη Κουρσεβέλ, εκεί δηλαδή όπου διαδραματίζεται η «γαλλικουργιά» της τρέχουσας εβδομάδας, με την απονομή να γίνεται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή της. Μην σας φαίνεται, δε, καθόλου απίθανο να ερχόταν γι’ αυτόν το λόγο και να συμμετείχε σε μια παρόμοια εκδήλωση ακόμη και στα μέρη μας, διότι όπως τον «έκοψα» σε τούτο το φιλμ, δύσκολα λέει πια «όχι» σε ό,τι και να του προτείνουν…
Η υπόθεση του «Για Όνομα του Θεού!» («νονέ» μου, τι σου κάναμε;) είναι ένας συνδυασμός από κομεντί οικογενειακών σχέσεων, caper movie και κωμωδίας καταστάσεων, σε έναν αχταρμά που ουδεμία σχέση έχει με την όποια, υποτυπώδη έστω, συνεκτική αφήγηση. Ο Ρενό υποδύεται τον κοσμοπολίτη απατεώνα με τα χίλια πρόσωπα (τόσο πιστευτός όσο ο… Μάρκος Λεζές ως άσσος του καράτε στο δικό μας, περίπου ανάλογο «The Κόπανοι»), ο οποίος βλέπει τους κόπους της τελευταίας του δουλειάς στο Σαν Σεμπαστιάν να πηγαίνουν στράφι εξαιτίας του άπληστου συνεργού του. Κάνει τους πάντες να θεωρούν πως είναι νεκρός (α λα Τζέιμς Μποντ στο «Ζεις Μονάχα Δυο Φορές») και βάζει μπρος το μεγάλο σχέδιο. Συνοδοιπόροι του σε αυτό, οι δύο ετεροθαλείς του κόρες, οι οποίες σαν έτοιμες από καιρό δεν έχουν κανένα πρόβλημα να μεταβούν στο στρατηγείο του, στο πανέμορφο, πολυτελές χειμερινό θέρετρο της Κουρσεβέλ, βουτώντας έτσι στον… διεθνή εγκληματικό βίο. Η μία είναι η όμορφη, η περπατημένη γκόμενα της πιάτσας που θα χρησιμοποιήσει τα κάλλη της, ενώ η άλλη η μαμμόθρεφτη ασχημούλα, διάνοια στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η οποία θα προσθέσει στο όλο σχέδιο το μυαλό της. Ο πατέρας τους θα βάλει την οργάνωση, την επίβλεψη και… τις περούκες, σε κάτι που (θα ήθελε να) μοιάζει με μείγμα Τζέιμς Φελπς και Ρόλιν Χαντ ταυτόχρονα, δηλαδή τον αρχηγό καθώς και τον ειδικό στις μεταμφιέσεις, αντίστοιχα, των τηλεοπτικών «Επικίνδυνων Αποστολών», εάν όμως αυτές είχαν γυριστεί στο ύφος ελληνικής βιντεοταινίας της δεκαετίας του ’80 (με κάπως μεγαλύτερο budget, είναι η αλήθεια).
Υποτίθεται πως η ταινία θέλει να προσφέρει «ελαφριά» ψυχαγωγία στις λαϊκές μάζες, κάτι απολύτως ευπρόσδεκτο και απαραίτητο ενίοτε. Πώς, όμως, να γίνει κάτι τέτοιο, όταν ουδείς από τους τέσσερις (!) σεναριογράφους της δείχνει να έχει πάρει στα σοβαρά τη διαδικασία συγγραφής μιας ιστορίας; Το subplot με τον γόη πράκτορα της Europol, λόγου χάρη, είναι για να παραδίνεσαι μόνος σου στην όποια αστυνομία. Θα ήταν εύκολο να κάνουμε τα στραβά ματιά σε πολλές από τις απιθανότητες της υπόθεσης, εάν υπήρχε έστω ένα πετυχημένο αστείο ή ένα έξυπνο twist (heist movie είναι βασικά, μην το ξεχνάμε) που θα μας έκανε να πούμε, ακόμα και με το ζόρι, μια καλή κουβέντα. Το ενδιαφέρον (σαρκασμός) του φιλμ εξαντλείται στις εικόνες των χειμερινών Γαλλικών Άλπεων, όπου έγιναν τα γυρίσματα. Σαν να σου είπανε να κάνεις «τζαμπέ διακοπές» στην Κουρσεβέλ. Γιατί να αρνηθείς μια τέτοια πρόταση (Θεέ μου!);