FreeCinema

Follow us

MEKTOUB ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (2018)

(MEKTOUB, MY LOVE: CANTO UNO)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αμπντελατίφ Κεσίς
  • ΚΑΣΤ: Σαΐν Μπουμεντίν, Οφελί Μπο, Σαλίμ Κεσιούς, Λου Λιτιό, Αλεξιά Σαρντάρ, Ντελιντά Κεσίς, Καμέλ Σααντί, Χαφσιά Χερζί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 181'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Γαλλοτυνήσιος φοιτητής επιστρέφει για θερινές διακοπές στη μικρή γενέτειρά του, στον όμορφο παραθαλάσσιο γαλλικό νότο, αφήνοντας προς στιγμή το Παρίσι των σπουδών. Τριγυρίζοντας με φίλους και συγγενείς από τα bar στις παραλίες και τούμπαλιν, ανακαλύπτει πως ναι μεν η ερωτική διάθεση είναι διάχυτη κατά την περίοδο του γλυκού καλοκαιριού, εκείνος όμως μάλλον δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό που ψάχνει.

Έπειτα από τον Χρυσό Φοίνικα που κέρδισε με τη «Ζωή της Αντέλ – Κεφάλαια 1 & 2» (2013), ο Αμπντελατίφ Κεσίς επιστρέφει με ένα ιδιαίτερα μεγαλεπήβολο σχέδιο που μάλλον δεν ήταν και το πλέον αναμενόμενο ή ενδεδειγμένο για να ακολουθήσει μια τέτοια επιτυχία. Τούτο αποτελεί το πρώτο μέρος μιας πιθανότατης τριλογίας (το δεύτερο μέρος είναι βέβαιο πως θα έρθει εντός των προσεχών μηνών, το τρίτο υπό συζήτηση), τεράστιας σε διάρκεια, με άγνωστα ονόματα νεαρών ηθοποιών στο καστ και με μια ιδιαιτέρως χαλαρή σεναριακή γραμμή που παρακολουθεί τις ερωτικές (κατά βάση) περιπέτειες μια παρέας twentysomethings, στην καλοκαιρινή Γαλλία του 1994. Από εμπορικής πλευράς πρόκειται περί αυτοκτονίας, από την άλλη, όμως, ο καλός Τυνήσιος auteur δεν αποτελούσε και ποτέ κάποιου είδους εισπρακτική μηχανή (αν και η «Αντέλ», χάρη στα βραβεία της και το σκάνδαλο που δημιούργησε το ωμό λεσβιακό… θέαμά της, δούλεψε ικανοποιητικά στον τομέα των εισιτηρίων). Προς επίρρωση δε τούτων, απλά να αναφέρουμε πως προκειμένου να χρηματοδοτήσει το project του (μιας και όσοι άκουγαν γι’ αυτό… το έβαζαν στα πόδια), ο σκηνοθέτης έβγαλε σε δημοπρασία (!) το πολύτιμο βραβείο που κατέκτησε στις Κάννες, μαζί με διάφορα memorabilia από τα γυρίσματα του προ εξαετίας έπους του. Όλα για την Τέχνη, δηλαδή.

Ο Κεσίς με τη σύντροφό του και μόνιμη συνεργάτιδά του, σεναριογράφο Γκαλιά Λακρουά, διασκευάζουν το μυθιστόρημα του Φρανσουά Μπεγκοντό «La Blessure, La Vraie» (σε βιβλίο του ίδιου συγγραφέα βασίστηκε το «Ανάμεσα στους Τοίχους» του Λοράν Καντέ), τοποθετώντας τη δράση στη μικρή πόλη της Σετ, όπως ακριβώς συνέβαινε στο σχεδόν προ δεκαετίας και διάρκειας δυόμισι ωρών φιλμ του «Κους Κους με Φρέσκο Ψάρι» (2007). Εδώ ξεπερνά σε λεπτά φιλμικής δράσης τον παλιό εκείνον εαυτό του, καθώς απλώνει την αφήγηση σε τρεις ολόκληρες ώρες, χωρίς μάλιστα το στόρι του να δικαιολογεί αυτήν του την απόφαση, αφού βασική σεναριακή ραχοκοκαλιά δεν υπάρχει. Το γεγονός πως με το τελικό αποτέλεσμα σε γενικές γραμμές τη σκαπουλάρει, το λες και θαύμα!

Η υπόθεση παρακολουθεί τον άρτι αφιχθέντα εκ Παρισίου στη Σετ φοιτητή ιατρικής, ερασιτέχνη φωτογράφο και επίδοξο σεναρίστα Αμίν, τον μορφονιό ξάδελφό του Τονί που κάνει παιχνίδι με ό,τι θηλυκό βρεθεί στο διάβα του, τη χυμώδη παιδική του φίλη Οφελί με την οποία ο προαναφερθείς εξάδελφος διατηρεί μια πολύ χαλαρή ερωτική σχέση, τις δύο νεαρές παραθερίστριες Σαρλότ και Σελίν που γρήγορα γίνονται αναπόσπαστα μέλη της παρέας, καθώς και τον (πολύ) μεγάλο οικογενειακό κύκλο όλων αυτών. Η ανέμελη θερινή καθημερινότητα της πολυάριθμης τούτης συντροφιάς θέλει τα μέλη της να πλατσουρίζουν στα νερά της Μεσογείου, να πίνουν και να χορεύουν στα τοπικά club, να σκοτώνουν την ώρα τους στο εστιατόριο που διατηρεί η οικογένεια του Αμίν, να μιλάνε για τα σχέδια και τα προβλήματά τους, αλλά πάνω απ’ όλα να φλερτάρουν και να ερωτοτροπούν γιατί είναι νέοι και γιατί είναι καλοκαίρι.

Αν και η ταινία ξεκινά προκλητικά με μια σκηνή παθιασμένου (ετεροφυλοφιλικού) σεξ (που ως προς την ένταση φέρνει στο μυαλό τις περίφημες σεκάνς λεσβιακού έρωτα της «Αντέλ»), ο Κεσίς στη συνέχεια δείχνει πως εδώ δεν τον ενδιαφέρει και τόσο η αποτύπωση της σεξουαλικής πράξης. Η κάμερά του χαϊδεύει, σχεδόν γδύνει το γυναικείο σώμα, με αμέτρητα κοντινά πλάνα που τονίζουν ενδελεχώς τις ηδονικές δυνατότητές του, εξετάζοντας την ερωτική νεανική επιθυμία και τον αισθησιασμό μέσα από την ανδρική ματιά και τις κάθε λογής σεξουαλικές φαντασιώσεις της (που κατά κύριο λόγο πεισματικά παραμένουν τέτοιες). Αυτό το «βλέμμα» προσφέρουν οι δύο κεντρικοί ήρωες του φιλμ, Αμίν και Τονί, που αξιοπρόσεκτο είναι το πόσο διαφορετικοί μεταξύ τους στέκουν ως χαρακτήρες. Ο πρώτος είναι ένας συνεσταλμένος, χαμηλών τόνων τύπος που δείχνει αναποφάσιστος για το τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Σκέφτεται να παρατήσει τις σπουδές του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο, συχνά κάθεται σπίτι του παρακολουθώντας ταινίες ενώ έξω οι φίλοι του διασκεδάζουν, προκαλώντας την αγανάκτηση της μάνας του, δεν δείχνει δε κάποια ουσιαστική ενεργητικότητα ως προς το φλέγον (για τους υπόλοιπους) θέμα του αντίθετου φύλου, σε βαθμό που δεν θα κάνει καμία απολύτως εντύπωση εάν στο δεύτερο κεφάλαιο του φιλμ αποκαλυφθεί η ομοφυλοφιλία του. Ο ξάδελφός του, αντιθέτως, είναι ένας έξω καρδιά τριαντάρης που αποτελεί τη γαλλοτυνησιακή μετενσάρκωση αυτού που στα καθ’ ημάς αποκαλούμε… «Γκρικ καμάκι». Μέγας παίκτης με ό,τι θηλυκό κινείται, φαλλοκράτης παλαιάς κοπής με ασίγαστη σεξουαλική ενέργεια και παρλαπίπας περιωπής, που θα πει τα πάντα προκειμένου να βγάλει γκόμενα. Ανάμεσά τους, σαν συνδετικός κρίκος, βρίσκεται η φίλη τους Οφελί (αποκάλυψη η πρωτοεμφανιζόμενη Οφελί Μπο, με αναλογίες που κάθε άλλο παρά συμβαδίζουν με τα πρότυπα ομορφιάς των μοντέλων), η οποία λειτουργεί σαν άτυπη εξομολογήτρια για τον Αμίν και σαν ερωτικό αντικείμενο για τον Τονί, καθώς περιμένει εδώ και μήνες τον στρατιωτικό αρραβωνιαστικό της να επιστρέψει από το Ιράκ, κάτι που (γενικώς) την έχει κάνει να… μην κρατιέται.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του «Mektoub» (σημαίνει πεπρωμένο εις την αραβικήν) είναι η διάρκειά του. Σχεδόν σε όλες του τις ταινίες ο Κεσίς έδειχνε πως είχε κάποιο «ιδεολογικού» σχεδόν τύπου πρόβλημα με την τέχνη του μοντάζ (χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος τού αποτελέσματος στα προηγούμενα εγχειρήματά του), εδώ όμως για πρώτη ίσως φορά τα πράγματα ξεχειλώνουν σε ανεπίτρεπτο βαθμό. Το τρίπτυχο που αποτελείται από τη ζωντάνια των διαλόγων, την αληθοφάνεια των καταστάσεων και την απόλυτη φυσικότητα των ερμηνειών εν πολλοίς τον ξελασπώνουν, αλλά η τρίτη και τελευταία ώρα της ταινίας θα δοκιμάσει τις αντοχές αρκετών θεατών, καθώς δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να τραβάει σε τέτοιο μάκρος (οι σκόρπιες επαναλαμβανόμενες σκηνές που έχουν να κάνουν βασικά με τα παιχνίδια στη θάλασσα είναι πταίσματα μπροστά στο ατελείωτο φινάλε). Η αρχή του τέλους δίδεται με τον Αμίν να επισκέπτεται την οικογενειακή φάρμα της Οφελί και να περιμένει ευλαβικά (σε σχεδόν εικοσάλεπτο real time…) μια προβατίνα να γεννήσει ώστε να απαθανατίσει το γεγονός με τη φωτογραφική μηχανή του, προτού όλο το καστ ανέβει στην πίστα νυχτερινού club, επιδιδόμενο σε ημίωρο μουσικοχορευτικό κρεσέντο.

Είναι σε αυτό το κομμάτι του φιλμ που ο Κεσίς κινηματογραφεί τις γυναίκες του καστ απολύτως και μόνο σαν κορμιά για σεξ, καθώς (όπως ακριβώς έκανε και στην «Αντέλ» με την Εξαρχόπουλος) καρφώνει επιδεικτικά την κάμερα του στα οπίσθια των πρωταγωνιστριών του (ειδικά της Μπο, η οποία τα δίνει όλα στις σκηνές του dancefloor). Οι πιο πουριτανοί μπορεί και να απηυδήσουν από την ακατάπαυστη ηδυπάθεια που επιδεικνύει στο κομμάτι τούτο ο βραβευμένος σκηνοθέτης (η Οφελί κάνει μέχρι και twerking, που μάλλον δεν είχε λανσαριστεί ως χορευτική φιγούρα το 1994…), θέλοντας με τον τρόπο αυτό να υπογραμμίσει (με έναν υπερβάλλοντα τρόπο) την άγρια έξαψη των καλοκαιρινών διακοπών. Μπορεί αυτά που δείχνει να κινούνται εντελώς μέσα στο πλαίσιο ενός κάποιου ρεαλισμού (καλοκαιρινά club στα ελληνικά νησιά, κανείς;), εγείρεται όμως το κλασικό ερώτημα του κατά πόσο κάτι που συμβαίνει στην πραγματική ζωή μπορεί να λειτουργήσει από μόνο του (και) ως κινηματογραφική ψυχαγωγία. Το τελευταίο εξηντάλεπτο του «Mektoub» αποδεικνύει πως τούτο εδώ δεν συμβαίνει, παρά το γεγονός πως σχεδόν συγκινήθηκα ακούγοντας έπειτα από μερικούς… αιώνες το «The Bomb (These Sounds Fall Into My Mind)» των Bucketheads, ενθυμούμενος πόσο πολύ μου άρεσε κι εμένα όταν έπαιζε στα διάφορα bar, τα καλοκαίρια της εποχής εκείνης.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Νεανικό, ζωντανό, φιλήδονο, ενίοτε χιουμοριστικό και σίγουρα εξαντλητικό σε διάρκεια. Οι γνώστες του έργου του Αμπντελατίφ Κεσίς που αγάπησαν τα προηγούμενά του, δεν έχουν και πολλά να φοβηθούν. Όσοι δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, θαρρώ πως μπορούν να ανησυχούν… επικίνδυνα.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.