MEDITERRANEA (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόνας Καρπινιάνο
- ΚΑΣΤ: Κουντούς Σεϊχόν, Αλασάν Σι, Άνταμ Νιένιε, Πίο Αμάτο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Δύο φίλοι από την Μπουρκίνα Φάσο θα ξεκινήσουν ένα επικίνδυνο ταξίδι προς την ευρωπαϊκή «Γη της Επαγγελίας», με στόχο μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους αλλά και τις οικογένειες που αφήνουν πίσω. Όταν, όμως, πατήσουν το πόδι τους στον ιταλικό Νότο, θα διαπιστώσουν ότι τα πράγματα δεν είναι όσο ονειρικά φαντάζονταν.
Αν και το «Mediterannea» του Τζόνας Καρπινιάνο δεν γυρίστηκε με αφορμή την έξαρση της προσφυγικής κρίσης, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το επίκαιρο της κυκλοφορίας του. Ειδικά, όταν έξυπνα μετακινεί το επίκεντρο της ιστορίας του μακριά από την Οδύσσεια των δύο πρωταγωνιστών μέχρι να φτάσουν την «ονειρική» Ευρώπη για να το μεταφέρει πάνω στην καθημερινότητα του προορισμού και της συνεχούς τριβής των κατοίκων με τις έννοιες της «εισβολής», της «προσαρμογής» και της «εκμετάλλευσης». Το – καθόλου εύκολο, παρόλα αυτά – ταξίδι τού Αμπάς και του Αΐβα ήδη στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά της ταινίας έχει ολοκληρωθεί, σε μικρά κεφάλαια μάλιστα, που σηματοδοτούν τους σταθμούς της διαδρομής (Αλγερία, Λιβύη, Ιταλία). Το τελευταίο κεφάλαιο, όμως, είναι εκείνο που αποδεικνύεται το ζουμί της ιστορίας και η ουσιαστική δήλωση του σκηνοθέτη, μακριά από τις περιπέτειες στη θάλασσα και την έρημο, κόντρα σε απατεώνες, ληστές και εγκληματίες – σύντομες αλλά καίριες ματιές που ο Καρπινιάνο δεν αποφεύγει να ρίξει.
Ακολουθώντας μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση, ο Καρπινιάνο αποφεύγει να αφηγηθεί την ιστορία του με βάση τα γεγονότα αλλά προτιμά να επικεντρωθεί στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών του μέσα από καθημερινά μικρά επεισόδια, τα οποία ρίχνουν φως στα δικά τους όνειρα και τις επιδιώξεις αλλά και την αντιμετώπιση και τις βλέψεις των ντόπιων. Σε μια ακόμα έξυπνη επιλογή, ο Καρπινιάνο ακολουθεί δύο τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες για να εξερευνήσει περισσότερο πολύπλευρα την ψυχολογία τους, χωρίς να πέσει σε στερεοτυπικές παγίδες αποτύπωσης. Από τη μια, ο Αΐβα (του ερασιτέχνη αλλά εξαιρετικά μεταδοτικού Κουντούς Σεϊχόν) δεν έχει τόσο στο μυαλό του τον ίδιο αλλά την οικογένεια που έχει αφήσει πίσω, γεγονός που τον κάνει να κυνηγά ασφαλείς δουλειές ακόμα και στα όρια της εκμετάλλευσης, ενώ ο Αμπάς δείχνει περισσότερο πρόθυμος να χτίσει ένα μέλλον στον νέο τόπο, έτοιμος να δεχτεί περισσότερα ρίσκα και να φλερτάρει με την παρανομία. Επίσης, ο Αΐβα παραμένει περισσότερο κλειστός στον εαυτό του, αφιερωμένος στον στόχο του και καλοπροαίρετος απέναντι στο νέο περιβάλλον, ενώ ο Αμπάς δείχνει μεγαλύτερη ροπή προς την επανάσταση και την διεκδίκηση της θέσης του. Συνδυάζοντας τα στοιχεία των δυο τους αλλά ακούγοντας και τις μεταξύ τους συνομιλίες, ο Καρπινιάνο προσπαθεί και καταφέρνει μέχρι ενός βαθμού να παρουσιάσει τη γενιά αυτή των μεταναστών και να κάνει τη φωνή τους να ακουστεί.
Ταυτόχρονα, όμως, ενδιαφέρεται εξίσου και για τη σκιαγράφηση της τοπικής κοινωνίας, προσπαθώντας να δει πέρα από την επιφάνεια και τις προφανείς ενδείξεις. Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας είναι εκείνες που κάνουν την αφήγησή του να αποκτά επιπλέον επίπεδα, είτε αυτές αφορούν τη δουλειά στον οπωρώνα (και τις συνεχείς πιέσεις του αφεντικού για χαμηλότερους μισθούς και περισσότερη εργασία), είτε τις λεκτικές επιθέσεις στον δρόμο από τους Ιταλούς και τις απειλές για κάτι πιο βίαιο, είτε τις φιλικές σχέσεις με ντόπιους που βρίσκουν το όριό τους όταν σταματά η οποιαδήποτε διάθεση επιπλέον συνεργασίας. Η τεχνολογία φαίνεται να συνδέει τις δύο πλευρές: τα tablets, η μουσική της Rihanna (μετά τη χαρακτηριστική σκηνή στα «Κορίτσια», η φωνή της αποτελεί και εδώ το «δυτικό» κάλεσμα), τα αξεσουάρ και η επικοινωνία της οικογένειας μέσω ηλεκτρονικών συσκευών αποτελούν ίσως τον μόνο συνδετικό κρίκο. Η υποκρισία της ευγένειας και των ορίων της αποδοχής δεν αργεί να φανεί, όσο η ιστορία οδηγείται προς την κλιμάκωση του φινάλε. Το φιλμ μπορεί να οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στις βίαιες διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα το 2010 στο Ροζάρνο της νότιας Ιταλίας και το ενέπνευσαν, όμως η διαδρομή αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδοσκοπική απέναντι και στον «ευρωπαϊκό» τρόπο σκέψης, ο οποίος μασκαρεύει τη συμπόνια του πολλές φορές πίσω από το συμφέρον του. Η έκρηξη του φινάλε δεν διαφέρει πολύ από εκείνη του «Dheepan: Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα», όμως, εδώ η υπόθεση δεν είναι τόσο προσωπική όσο ενδεικτική μιας κρίσιμης, ευρύτερης κατάστασης.
Μέσα από όλα αυτά τα στοιχεία, αναδύεται μια πραγματικότητα που κινηματογραφείται αποτελεσματικά και ψύχραιμα από τον Καρπινιάνο. Μάλλον, όμως, υπερβολικά ψύχραιμα. Γιατί λείπει το πηγαίο συναίσθημα που θα κάνει την ταινία ικανή να ταυτιστεί ο θεατής μαζί της και να συμμετάσχει πραγματικά στο δίλημμα του πυρήνα της. Το «Mediterannea» δεν είναι ντοκιμαντέρ, οφείλει να πει μια ιστορία. Και εδώ ο Καρπινιάνο κυρίως παρατηρεί παρά αφηγείται, όσο κι αν τα περισσότερα συμπεράσματα προκύπτουν με σαφήνεια, όσο κι αν – ορθά – κλείνει την ταινία του πριν πάρει και ο ίδιος ξεκάθαρη θέση. Αποφεύγοντας τις έντονες σκηνές, είναι αλήθεια ότι προσδίδει στο φινάλε του την ένταση που του αρμόζει. Μέχρι τότε, όμως, κινδυνεύει να χάσει την προσοχή των θεατών του, γεγονός που σίγουρα δεν του αξίζει. Ωστόσο, όσοι συντονιστούν με τον ρυθμό της αφήγησής του, θα ανακαλύψουν πολλά θέματα προβληματισμού και, το κυριότερο, θα αναγνωρίσουν ψήγματα της ιστορίας και στο δικό τους περιβάλλον. Και αυτό ίσως είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο από όλα.