ΜΑΝΑ (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βάλερυ Κοντάκου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 68'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: EXILE FILMS
H ιστορία της ίδρυσης και λειτουργίας του Λύρειου Παιδικού Χωριού στο Μάτι Αττικής, που φροντίζει ορφανά, άπορα και εγκαταλειμμένα παιδιά, και η καθημερινότητα τόσο για τα παιδιά όσο και για τις μοναχές – ιδρύτριες του ιδρύματος.
Το 1962, μια ομάδα κοριτσιών που είχαν μόλις ενηλικιωθεί αποπειράθηκε να το σκάσει ομαδικά από τις οικογένειές τους και να κλειστεί σε μοναστήρι. Οι πρώτες προσπάθειες ήταν αποτυχημένες και η ιστορία τους αποτέλεσε σκάνδαλο στην εποχή τους, όμως τα κορίτσια επέμειναν και σήμερα, μισόν αιώνα αργότερα, το ίδρυμα που δημιούργησαν (χωρίς την οικονομική βοήθεια ούτε του κράτους, ούτε της εκκλησίας), το Λύρειο Παιδικό Χωριό, εξακολουθεί να δέχεται άπορα και απροστάτευτα παιδιά, με τα οποία οι εναπομείνασες μοναχές έχουν δημιουργήσει μια εναλλακτική οικογένεια.
To ντοκιμαντέρ της Βάλερυ Κοντάκου παρακολουθεί βουβά και με κατανόηση την καθημερινότητα στο Λύρειο επί σειρά μηνών, καταγράφοντας από μικρολεπτομέρειες (προετοιμασία του φαγητού, συμβούλιο με τους λογιστές για τα φορολογικά τού ιδρύματος) μέχρι και σημαντικά γεγονότα στη ζωή των παιδιών: μια από τις μεγαλύτερες κοπέλες παντρεύεται έναν μελλοντικό ιερέα (και οι μοναχές την πάνε, μεταξύ άλλων, για πρόβα νυφικού) κι ένα από τα μεγάλα αγόρια κατατάσσεται ως νεοσύλλεκτος κι αργότερα φεύγει από την οικογένεια του ιδρύματος να ζήσει με τον πατέρα του. Μέσα σε όλα αυτά οι τρεις μοναχές λειτουργούν ως παρένθετες μητέρες, με αγάπη, χιούμορ αλλά και, αν χρειαστεί, ήπια αυστηρότητα. Η κάμερα δείχνει πως δεν λείπει τίποτα από τα παιδιά (εκτός ασφαλώς της βιολογικής τους οικογένειας), και οι ίδιες οι μοναχές κάθε άλλο παρά απομονωμένες από τα εγκόσμια είναι (βγάζοντας φωτογραφίες με το iPhone τους), ενώ το ίδρυμα λειτουργεί ως μια μεγάλη, εκτεταμένη οικογένεια / σχολείο, με αμοιβαία αγάπη αλλά και σύνεση.
Η Κοντάκου δεν χρησιμοποιεί voice-over, αφήνοντας τον φυσικό διάλογο και κάποιες διάσπαρτες δηλώσεις των μοναχών για την ιστορία τους να διαμορφώσει την αφηγηματική φωνή, όμως τεχνικά τουλάχιστον αυτό αποδεικνύεται αποτυχημένο, καθώς σημαντικοί διάλογοι χάνονται χωρίς τη χρήση μικροφώνου, ενώ προσδίδει και μια νότα ερασιτεχνισμού στο συνολικό αποτέλεσμα το οποίο, έτσι κι αλλιώς, κατά καιρούς μοιάζει σαν μια απλή συρραφή καταστάσεων χωρίς ιδιαίτερη σκέψη στο περιεχόμενο και την αρμονική αφηγηματική ροή. Επίσης, το γενικότερο background τού «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» δεν (θα) είναι ευκολοχώνευτο για όσους δεν είναι «φίλοι» του συγκεκριμένου μοτίβου. Ωστόσο, ο στόχος της ταινίας επικεντρώνεται στο τρίτο σκέλος και την «οικογένεια», με τόση συμπάθεια, σεβασμό και ειλικρίνεια, που τελικά κερδίζει και «άπιστους», κυρίως όταν εστιάζει στις – τόσο διαφορετικές μεταξύ τους – μορφές των τριών μοναχών, των «μανάδων» (όπως μαρτυρά και ο τίτλος) αυτών των άμοιρων παιδιών, και στα αλτρουιστικά κίνητρά τους, τα οποία μοιάζει να μην έχουν αλλάξει και πολύ αυτόν τον τελευταίο μισό αιώνα. Η μουσική τής Έλλης Πασπαλά αποτελεί extra θετικό σημείο σε ένα ντοκιμαντέρ που, χωρίς να είναι τίποτα το πρωτοποριακό, στέκει συμπαθέστατα και διηγείται αυτό το απρόσμενο (τουλάχιστον για τα νεοελληνικά δεδομένα) success story μιας παρέας κοριτσιών τα οποία ήθελαν να αφιερώσουν τη ζωή τους σε έναν καλό σκοπό που ξεπερνά (ευτυχώς) ακόμα και τη θρησκεία: την αγνή φιλανθρωπία, που είναι αναγκαία όσο ποτέ στις μέρες μας.