FreeCinema

Follow us

ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΙ (2015)

(MADAME BOVARY)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα Περιόδου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σοφί Μπαρτ
  • ΚΑΣΤ: Μία Γουασικόφσκα, Χένρι Λόιντ-Χιουζ, Ρις Ίφανς, Λόγκαν Μάρσαλ-Γκριν, Έζρα Μίλερ, Πολ Τζιαμάτι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Νορμανδία, μέσα 19ου αιώνα: σπουδαγμένη στις καλόγριες και ρομαντική κόρη μοχθούντος αγρότη, η Έμμα παντρεύεται με συνοικέσιο τον Σαρλ Μποβαρί, αφιλόδοξο γιατρουδάκι κωμόπολης, παρασύροντάς τον δραματικά, τη βοηθεία των επιθυμιών της για μια «ανώτερη» βιοτή, σε χρέος (επ’ ωφελεία γαλίφη boutiquier) ενώ τον προδίδει με (και τελικά προδίδεται από) τσιφλικά μαρκήσιο και σοφιστικέ δικηγοράκο. Ποιο… αρσενικό θα τη «συγχωρέσει»;

«Μποβαρισμό» έκτοτε οι Γάλλοι αποκαλούν το να μην ικανοποιείσαι με τίποτα απ’ όσα έχεις και το να ελπίζεις σε κάτι που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Je suis bovariste: θα προσμένω πάντα την ιδανική κινηματογραφική μεταφορά τού οροσήμου του προμοντέρνου «ρεαλισμού» (ο ίδιος ο Φλομπέρ θεωρούσε εαυτόν ενάντιόν του), κι ας μην έρχεται. Η πλέον αναφερόμενη στην εποχή μας (της δημοσιονομικής ύφεσης με βάσεις στον προσωπικό δανειακό καταναλωτισμό), η επιτέλους με πρωταγωνίστρια απολύτως στην ηλικία τής ηρωίδας και ταυτόχρονα η πρώτη από σκηνοθέτρια εκδοχή του δικάζεται, όπως από τους συγκαιρινούς του ο μεγάλος ανατόμος, και στο τσακ αθωώνεται.

Το κατηγορητήριο δεν είναι πλέον αυτό της ανηθικότητας, αλλά καταρχήν του ξωπετάγματος πολλών βγαλμένων από τα σαλόνια τής μεγάλης λογοτεχνίας λεπταίσθητων, λατρευτών πτυχών (granted: καθότι ευάριθμων στοχαζόμενων, θα έπρεπε να φτιάξει μια mini σειρά για να τις περάσει ως συμβάντα ή speakage η εμπνεύστρια και filmer του sci-fi «Cold Souls») αυτού του μπούστου που στο χαρτί εκθέτει θαυμαστά, επακριβώς έκτυπες τις αντίρροπες δυνάμεις του γυναικείου είναι, τις α-νόητες επιθυμίες του, την πλάνη του και το quod-me-nutrit-me-destruit του μέσα στον ανδρικό κανόνα και τους κανόνες της κοινωνίας εφ’ η αυτό ετάχθη να ζήσει.

Και όχι μόνο: ενώ η Μπαρτ σβήνει μονοκοντυλιά την παράμετρο της μητρότητας και «πουλάει» λίγο πριν απ’ το τέλος (της) την Έμμα με μια χειρονομία έκκλησης στο γενετήσιο ένστικτο του μουλωχτού φραγκοφονιά ο οποίος την έσπρωξε στο αδιέξοδο (τα κόκαλα του Γκιστάβ θα τρίζουν), ο σχεδόν έτερος πόλος τής μυθοπλασίας τής νουβέλας, ο Σαρλ Μποβαρί, μικραίνει στις διαστάσεις ενός γενικά ανιαρού καλούλη, με τσεκουρωμένο τον πρώτο του γάμο, την κομβική για το ξεπόρτισμα της συμβίας του σκηνή τής απρέπειας στον χορό και το φάσμα της στη ζωή του «μετά».

Η ξαφνικά φορητή κάμερα (τού κατά τα λοιπά συμβάλλοντος τα μέγιστα, ειδικά με τους φυσικούς φωτισμούς, συζύγου τής auteur και dp τού «Blue Valentine», Αντρέι Πάρεκ) κατά πόδας τής τρέχω-και-δε-φτάνω περιπεσούσας γυνής στην κορύφωση, που ανακαλεί υφολογικά τους Νταρντέν στο βραχύτερο και αδεξιότερο, είναι το έτερο… κεφαλαιώδες faux pas αυτής της – αποφασισμένα αλλά όχι αποφασιστικά φεμινιστικά φιλικής οπτικής – ανάγνωσης που, ωστόσο, εξιλεώνεται αλλέως πώς. Με το καλημέρα στο πρωθύστερο του πεπρωμένου τής νιας μας, που σε κινητοποιεί προς την ευθεία των περιπετειών της, με το αφηγηματικά απαράκαμπτο σεκάνς-μετά-από-σεκάνς να σε βάζει στην τύρβη της ζωής τού εν προκειμένω χωροχρόνου, την απόδραση απ’ την οποία λαχταράει (όπως το σκυλολόι το ελάφι σε μια απ’ τις ωραιότερες, αν και συμβολικά σχηματικές, σκηνές κυνηγιού που θυμόμαστε στη μεγάλη οθόνη) απερίσκεπτα η Έμμα.

Ότι, εξάλλου, δεν βάζει κάτω… δικαιολογημένα η σινεματζού στο επίπεδο του σημαινομένου, το πετυχαίνουν πιστά location, σκηνικοί χώροι και τα κοστούμια, που συμπτύσσουν κι εκπέμπουν θαυμαστά, σε λίγα καρέ (πόσο ευφυείς οι «σπασμένες» γραμμές στο κόκκινο φόρεμα!), τις περιγραφές μικροσύμπαντος της πρόζας. Της «μοναδικής κυριολεξίας» (κατά δήλωσή του) του ανανεωτή του μυθιστορήματος, που η και σεναριογράφος Μπαρτ διασώζει αυτούσια, λαμπερή σε αποστροφές όπως εκείνες για το μοναστήρι και για τους πολυάσχολους ανθρώπους – ενώ η βεντάλια των ζητημάτων του Φλομπέρ ανοιγοκλείνει κι εδώ για την επιστημονική πρόοδο, τη φιλανθρωπία των εχόντων, την υποκρισία και την υπολογιστικότητα του είδους μας.

Καλύτερη (ως συνήθως) όταν μιλάει με το πρόσωπο, μια ακόμη ριγμένη retro δεσποσύνη όπως και στα «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» και «Τζέιν Έιρ» (το λίγο κατώτερο άλλο μισό τού ιδανικού double feature εποχής για το fan club της ηθοποιού), η Μία Γουασικόφσκα βγαίνει από πάνω… συμπαθητικά. Εκτός μιας ακόμα «κυρίας» του «Downton Abbey», της Λόρα Καρμάικλ στο περασματάκι τής υπηρέτριας, και του περαστικού απ’ τον πρόλογο Ολιβιέ Γκουρμέ, οι άντρες που γίνονται η καταστροφή τής Μποβαρί μοιράζονται ημιεπιτυχημένα. Εν αρχή ην ο Λόιντ-Χιουζ, που υπηρετεί (αντι)εντυπωσιακά όχι το γράμμα (ελέω των σεναριακών περικοπών) αλλά το πνεύμα του ρόλου του ως δόκτορος συντρόφου της άβγαλτης και πλανημένης τολμητία – προσδοκούμε την επόμενη παρουσία του στο écran.

Έπονται: ο Ίφανς που γλεντώντας το ως πραματευτής πιστωτής, Χυτήρογλου & Crédit Agricole δύο σ’ ένα του παρελθόντος, έρπει απολαυστικά, αν και με οιονεί ντικενσιανό βρόντο στο limit-up της δράσης (του), ως ποιητικό αίτιο της τραγωδίας. Ο Μάρσαλ-Γκριν που διαθέτει την μπραβούρα και τα διάσημα του γαλαζοαίματου εραστή, αλλά και ανεπιθύμητα το southern αμερικανικό αξάν, που ευτυχώς εξομαλύνει δραστικά στην πορεία. Ο Τζιαμάτι, φυσιογνωμικά ταμάμ, που προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι στο ντεκόρ τού ρόλου του ως φαρμακοποιού, μάταια καθώς αυτός καταλήγει να λειτουργεί υποβοηθητικά, ως καταστασιακός κλακαδόρος στο όπου-φτωχός-κι-η-μοίρα-του, καταλυτικό επεισόδιο της επανορθωτικής επέμβασης στον χωλό αγωγιάτη.

Τέλος, ο ασφυκτικότερος κορσές τής διανομής, ο ντιλετάντης avocat Έζρα Μίλερ, οι θηλυκές (το θέτω κομψά κι ας έχει βγει μόνος του απ’ την ντουλάπα) ποιότητες του οποίου εκφεύγουν της – θεωρητικά επιθυμητής εδώ – αποτύπωσης της γυναικωτής έκφανσης του δανδισμού της περσόνας του, σε σχεδόν φαιδρό βαθμό αναληθοφάνειας σε μια σκηνούλα «κρεβατιού». Και αν οι άνδρες (και μέσω αυτών η αριστοκρατία, η αναδυόμενη μπουρζουαζία, η θρησκεία – «παίζει» και συμβουλάτορας παπάς) τη δρέπουν και την αφήνουν σαν την καλαμιά στον κάμπο, και αν οι κυράδες με το δεμάτι στη ράχη (το προλεταριάτο στα περίχωρα της Ρουέν) την κάνουν βούκινο, και αν αυτή (αυτ)απατάται και το τελειώνει, παρηγοριά μια φορά σελιλοζική ψιλοϋπάρχει για τον θεατή. Η Μαντάμ Μποβαρί είσαι εσύ;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Sine qua non για τις άτυπες λέσχες αναγνωστών τού classic και θεατών τού φραμπαλάς – ντουβρουτζάς είδους (οι πρώτοι, βαστάξτε για τη μάχαιρα σε κάθε… επίπεδο). Δεν είσαι ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο; Μείνε στα πάθη της κοπέλας, θα σου πει και πράγματα (στο ασθενές φύλο περισσότερα). Αυτοκτόνα, αν δεν μπορείς τα εποχής. Μουλτιπλεξά, διάβασε πιο προσεκτικά: Φλομπέρ γράφει, όχι «Φ.Λ.Ο.Μ.Π.Α.». Παρομοίως, στρυφνέ διανοητή: Μπαρτ λέγεται, αλλά με τον Ρολάν και τα πεδία του η réalisatrice καμία σχέση.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.

MINORE

Μυστηριώδη τέρατα εμφανίζονται σε παραθαλάσσιο location του Σαρωνικού κόλπου με εχθρικές και φονικές διαθέσεις. Θα μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν ένα ναυτάκι, μια σερβιτόρα, μια γιαγιά, ένας μποντιμπιλντεράς κι ένα τσούρμο… μπουζουξήδων;