FreeCinema

Follow us

MAD MAX: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ (2015)

(MAD MAX: FURY ROAD)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζορτζ Μίλερ
  • ΚΑΣΤ: Σαρλίζ Θέρον, Τομ Χάρντι, Νίκολας Χολτ, Ρόζι Χάντινγκτον-Γουάιτλι, Χιου Κέιζ-Μπερν, Ζόι Κράβιτς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Αιχμάλωτος στο βασίλειο του τυράννου Ιμόρταν Τζο, ο Μαξ βρίσκει μια ευκαιρία να αποδράσει δίπλα σε επαναστατημένη αρχιστράτηγο που φυγαδεύει ομάδα αμαζόνων – τροφών με όραμα να φτάσουν στη γενέτειρά της, έναν σπάνιο, ουτοπικό τόπο βλάστησης και ειρήνης στον οποίο το γυναικείο φύλο και η μητρότητα δοξάζονται.

Υπάρχει αγάπη για τον κινηματογράφο σε αυτή την ταινία. Με έναν τρόπο που, πιθανότατα, ο μέσος θεατής δεν πρόκειται να αντιληφθεί. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να τον κάνει να απολαύσει λιγότερο τούτη την επιστροφή του franchise του «Mad Max», 30 χρόνια μετά την «Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού». Σκηνοθετώντας κάτι σαν εκσυγχρονισμένο mash-up των δύο τελευταίων φιλμ της original τριλογίας, ο Τζορτζ Μίλερ επιστρέφει σε αυτό το δικό του φιλμικό σύμπαν που φαντάζεται το μέλλον δίχως ικανές ποσότητες καυσίμων ή νερού για να επιζήσει το ανθρώπινο είδος, το οποίο ούτως ή άλλως βιώνει την post-apocalyptic εξαθλίωση μιας στέρφας γης, με μεταλλαγμένους από τα πυρηνικά θνητούς – «ζωντανούς νεκρούς», εκ των οποίων οι πολεμιστές ονειρεύονται τον θάνατο ως λύτρωση της ψυχής και «εισιτήριο» για τη μυθική Βαλχάλα.

Από τις πρώτες του εικόνες, ο «Δρόμος της Οργής» συστήνεται περήφανα ως ένα είδος «φόρου τιμής» σε κολοσσούς παραγωγών του… βωβού κινηματογράφου! Η ταχύτητα των frames είναι σχεδόν λανθασμένη, όπως στα χρόνια των πρώτων δειγμάτων της τέχνης του σινεμά, ενώ στα πιο μεγαλοπρεπή πλάνα που απεικονίζουν τη Citadel, την κοινωνία της οποίας ηγείται με σχεδόν αλληγορικά απολυταρχικό τρόπο ο Ιμόρταν Τζο, οι αναφορές σε ιστορικές ταινίες του Γκρίφιθ, του ΝτεΜιλ και του Λανγκ (που οι φανατικοί κινηματογραφόφιλοι σίγουρα θα εντοπίσουν δίχως να κάνω «spoiler» με τίτλους) πραγματικά σε κάνουν να σαστίζεις από τον θαυμασμό!

Οι ελάχιστοι διάλογοι μεταξύ των ηρώων του «Δρόμου της Οργής» ταυτίζουν ακόμη καλύτερα αυτή την προσέγγιση του Μίλερ με το παρελθόν του βωβού, φιλμική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο κινηματογράφος βασιζόταν σε κλίμακες μεγέθους που επέτρεπαν να παρουσιάζονται στη μεγάλη οθόνη θεάματα «larger than life», μα και τόσο ρεαλιστικά ταυτόχρονα. Η ελάχιστη χρήση των οπτικών εφέ εδώ, με απαιτητικότατες σκηνές δράσης και λήψεις… τρελής έμπνευσης, χαρακτηρίζει ξανά τις προθέσεις του Μίλερ, που τοποθετεί τον θεατή στη θέση του «συνοδηγού» αυτής της σχεδόν διαρκώς εν κινήσει ταινίας, η οποία συγγενεύει ακόμη και με το γουέστερν (!), αφής στιγμής ξεκινήσουν οι καταδιώξεις στην έρημο της Ναμίμπια (που δεν θα ξεχωρίζεις από τα αμερικανικά Canyons). Το «Stagecoach» (1939) του Φορντ μοιάζει να φρεσκάρεται με ένα τόσο αναρχικό θράσος και μια διάθεση μεγαλοστομίας που δεν γνωρίζει μη επιτρεπτά σύνορα στην εικονογράφηση.

Δράση, θέαμα και εικαστική αρτιότητα, όλα μαζί αγγίζουν πρωτόγνωρα επίπεδα για το βλέμμα ακόμη και του πιο κατάλληλα προετοιμασμένου θεατή, η φιλμοφιλία δεν φρενάρει ποτέ (το όχημα… «σκαντζόχοιρος» που έχει τις βάσεις του σε ένα άλλο κλασικό τροχοφόρο από το αυστραλέζικο σινεμά και το «The Cars That Ate Paris» που γύρισε το 1974 ο συμπατριώτης του Μίλερ, Πίτερ Γουίαρ, είναι από τα πλέον αγαπημένα μου κλεισίματα του ματιού εδώ), οι πολιτικοκοινωνικές αναφορές βρίσκουν τους στόχους μιας απαισιόδοξης παραβολής για το μέλλον της ανθρωπότητας και η εκκεντρικότητα… δεν χαρίζει κάστανα στον τομέα του γκροτέσκου ή του αιματηρού. Γενικότερα, με λόγια απλά, αυτό που θα παρακολουθήσεις να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου είναι για προσκύνημα.

Όχι ότι… οργίζεσαι, αλλά το «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής» δεν έχει ένα στιβαρό σενάριο ή μια ιστορία που θα σε συγκινήσει. Η εικόνα του και η όλη κατασκευή τού φιλμ αποτελούν τα βασικά ατού, που αρκούν για να χαρακτηρίσεις την ταινία ως πραγματική εμπειρία. Ίσως το πράγμα να βαραίνει λίγο πιο αδικαιολόγητα στον χειρισμό του ομώνυμου ήρωα, ο οποίος δεν αποτελεί την κινητήρια δύναμη της πλοκής, παραδίδοντας το τιμόνι στον χαρακτήρα της Φιουριόζα (Θέρον), που μετατρέπεται σε κανονική πρωταγωνίστρια! Απόπειρα αναβίωσης ενός iconic ήρωα του σινεμά του φανταστικού, στην οποία τον βλέπουμε να γίνεται ελαφρώς… του πεταματού; Παράδοξο και άστοχο, ειλικρινά. Ή τρελό. Ταιριάζει καλύτερα έτσι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ένα από αυτά τα έργα που αξίζουν τον χαρακτηρισμό τού «δεν ξανάγινε»! Ακόμη κι αν δεν ανήκει στο είδος του σινεμά που μπορεί να σε προσελκύσει ή να σε πείσει να… «μπεις», είναι αδύνατο να μην παραδοθείς στο θέαμα που θα αντικρίσεις, ακόμη και μονάχα για το αισθητικό του μέρος. Ενίοτε πιο «βρώμικο» και τολμηρό από το συνηθισμένα αρεστό για το mainstream κοινό, μπορεί να ιδωθεί από μερίδα του κοινού και ως «πυροτέχνημα» ή μια κούφια αν και εντυπωσιακότατη κατασκευή. Το γεγονός ότι ανατρέπει τη μέχρι σήμερα υπεροχή του δεύτερου «Mad Max», όμως, θα γίνει σεβαστό από την πλειοψηφία.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.