LUSTLANDS (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Arthouse
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λάκης και Άρης Ιωνάς
- ΚΑΣΤ: Αφροδίτη Ψαρρά, Τερψιχόρη Σαββάλα, Αγγελική Χατζή, Αννίτα Πολυχρόνη, Κωνσταντίνος Βαρώτσος, Ηλίας Παπαζαχαρίας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 73’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Τέσσερις νεαρές πρωτευουσιάνες παραθερίζουν στο μητρικό κτήμα της μιας στο χωριό. Ενώ στο ύπαιθρο βολτάρουν, για ότι να ‘ναι παρλάρουν και στο σπίτι ξαπλάρουν, βαρεμένος συνομήλικός τους ντόπιος με ζοχαδιασμένη μάνα τα πάντα όλα κυαλάρουν και δύο άλλοι (τους οποίους τα θηλυκά μπορεί και να γουστάρουν) για τη γεώτρηση τής «ξένης» βίαια μέτρα όλο λένε ότι θα πάρουν. Σε παρτάκι των κοπελούδων όταν αριβάρουν, συμφέροντα κι ορμέμφυτα θα κλικάρουν ή θα τρακάρουν;
Οι αναγεννησιακοί – παραστατικοί και πλαστικοί – καλλιτέχνες Λάκης και Άρης Ιωνάς γυρόφερναν χρόνια τη μεγάλου μήκους. Επιτέλους… δεν τους βγαίνει, παρά τη δυνητική cult δυναμική τού εξαγόμενου, αυτό το, μπανιστηριού α λα Ρας Μάγερ και επιτελικής κοινοβιακότητας α λα Άντι Γουόρχολ, ρομαντικό ηλιόλουστο νουάρ βεντέτας στην αγροτική Πελοπόννησο των διαφιλονικούμενων περιουσιακών στοιχείων και συνόρων – όπως θα… χτυπούσε (σ)το φαινόμενο η γενιά τής hipster πόζας (μόνο τυχαίο δεν είναι το «Γιατί δε Χορεύετε Ρε;» του The Boy που παίζει σε μια αμήχανη μάζωξη), της «φούντας», της αναδουλειάς, τού «να γίνει φάση κι έτσι»: με σχόλια στην ελληνική τσάμπα μαγκιά, την τοξική αειθαλή γονική παροχή, τους Αθηναίους στην κοσμάρα τους, την ανεργία, τη συμπλεγματικά «κολλημένη» επαρχία, τον πόλεμο των φύλων (και υποψιάζομαι, κρίνοντας από τη σχετική διαλογική & εικαστική σταθερά και με κλου μια mini σάτιρα των καλλιστείων, κυρίως στο γυναικείο ερωτικό είδωλο, όπως συγκροτείται, προβάλλεται και… εισπράττεται).
Αναντίρρητα συγχωρητέο και έχοντας να κάνει μάλλον περισσότερο με τη sui generis φύση τού υλικού και τις περιοριστικές έμψυχες / τεχνικές mix’n’match προδιαγραφές τής παραγωγής παρά με την απειρία των πρώτων Ελλήνων αδελφών (στα βήματα των Πόλις και των Κοέν παρά των… Γουατσόφσκι, εξυπακούεται) auteur στη φόρμα της μεγάλης οθόνης, δεν παύει να σε απογοητεύει (αλλά και να σημαίνει κάτι υπέρ του) το ότι αυτό το ντεμπούτο υπόσχεται διαρκώς ότι θα σε φτιάξει για κάτι που, όμως, σπανιότατα… βγαίνει. Παρεΐστικες ατάκες («Το καλύτερο χέσιμο που δεν έκανα ποτέ» – «Τι έγινε, σ’ έκοψαν, ρε φίλε;») θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν πολύ γέλιο, αλλά τρώνε χώμα απ’ την άνευ απαιτήσεων διεύθυνση της τρακαρισμένα μπλαζέ «φιλικής» υποκριτικής στο πλατώ ή στο ντουμπλάζ, ενώ τα δραματουργικά χάσματα, οι μυθοπλαστικές αφαιρέσεις και η προβληματική συνδεσμολογία είναι σπάσιμο.
Το χειρότερο: εκθέτοντας (να διαβαστεί «διπλά») προσεγμένο στήσιμο και βλέμμα στους φωτισμούς και τις συνθέσεις κάδρων, ενώ φετιχισμός σταθερών οιονεί Polaroid λήψεων παλεύει μεταξύ Γιούργκεν Τέλερ και Λάρι Κλαρκ σε ξυρίσματα μπικίνι, κοριτσίστικο πιπί, μπαλίτσα με μαγιό κτλ. – και το άξιο για ελληνικό σλόγκαν της σεζόν («Καριόλες!») ψάχνει το κοινό που θα το κανιβαλίσει δεόντως. Ο «παππούς», ένα πυροβολημένο φίδι – προστάτης των εδαφών όπου αράζουν οι βλάμισσες ηρωίδες, ανοίγει και κλείνει την ταινία. Να σκάσουν οι εχθροί τους, οι Ιωνάδες, παππούδες της γηγενούς arte povera αβανγκάρντιας, θα επιζήσουν και θα αλλάξουν δέρμα, κάνοντας κάτι ανώτερο μετά το «Lustlands». Τώρα εσύ αν πας για Callas, να ξέρεις ότι με τη Μαρία ουδεμία σχέση…