LUCKY (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Κάρολ Λιντς
- ΚΑΣΤ: Χάρι Ντιν Στάντον, Ντέιβιντ Λιντς, Ρον Λίβινγκστον, Εντ Μπέγκλεϊ Τζούνιορ, Μπεθ Γκραντ, Τομ Σκέριτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 88'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
Ο 90χρονος Λάκι ζει μόνος, με την καθημερινή του ρουτίνα γυμναστικής, βόλτας, καπνίσματος και επίσκεψης στη γειτονική καφετέρια και το bar – στέκι του. Μια απρόσμενη και ανεξήγητη λιποθυμία, όμως, θα τον κάνει να αλλάξει στάση ζωής.
Ελάχιστες ταινίες στην ιστορία του σινεμά έχουν υπάρξει το ιδανικό κύκνειο άσμα του πρωταγωνιστή τους και, από εφέτος, μια από αυτές θα είναι το «Lucky». Δυστυχώς, η μόνη… «ατυχία» ήταν το γεγονός πως ο Χάρι Ντιν Στάντον απεβίωσε μόλις λίγες μέρες πριν την πρώτη επίσημη πρεμιέρα της, τον περασμένο Σεπτέμβριο, και φανταζόμαστε πως θα ήταν υπερήφανος με το αποτέλεσμα της πρώτης σκηνοθετικής δουλειάς του καρατερίστα ηθοποιού Τζον Κάρολ Λιντς («Fargo», «Zodiac», «Jackie»). Επίσης, ελάχιστες είναι και οι ταινίες με τις οποίες έχω βρεθεί τόσο συγκινησιακά φορτισμένη, από το πρώτο έως και το τελευταίο της λεπτό.
O ηλικιωμένος μοναχικός καουμπόι ζει περήφανα και πεισματικά ανεξάρτητος στη μικρή του κωμόπολη, και τηρεί ευλαβικά και διεξοδικά το καθημερινό του πρόγραμμα, από το βούρτσισμα των δοντιών στην (απίστευτη για την ηλικία του) γυμναστική, στην πολύ συγκεκριμένη του περιπατητική διαδρομή, στα μαγαζιά όπου θα καθίσει, στους ανθρώπους με τους οποίους θα μιλήσει, στο σταυρόλεξο που θα λύσει. Η επιλεγμένη μοναχικότητά του εμπεριέχει στιγμές απτής μοναξιάς, όμως ο Λάκι μοιάζει απόλυτα ικανοποιημένος με τη ζωή του, μέχρι που ένα πρωινό, εντελώς ξαφνικά, χάνει τις αισθήσεις του. Όταν ο γιατρός δεν του βρίσκει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας και το αποδίδει απλώς στο προχωρημένο της ηλικίας του, ο Λάκι σοκάρεται και αναλογιζόμενος – ίσως για πρώτη του φορά στα σοβαρά – το πέρασμα του χρόνου και την κάπως επικείμενη θνητότητά του, παθαίνει υπαρξιακή κρίση και αναθεωρεί τα πάντα, σε ένα φιλοσοφικό, πνευματικό και συναισθηματικό ταξίδι.
Η επίσημη αφίσα της ταινίας αναφέρει «Harry Dean Stanton IS Lucky», και φυσικά το όνομα του χαρακτήρα του («τυχερός») είναι όχι μόνο δίσημο αλλά και συμβολικό, τόσο για τον μυθοπλαστικό κεντρικό ήρωα όσο, φυσικά, και για τον ηθοποιό που τον υποδύεται. Η περσόνα του Στάντον, όπως τη γνωρίσαμε ιδιαίτερα στις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, προσομοιάζει σ’ αυτήν του Λάκι: η αδύνατη, μοναχική, νωχελική, κάπως δύσθυμη και εκκεντρική φιγούρα, που ακόμα και στη μεσήλικη εποχή της έμοιαζε μεγαλύτερη (βλέπε σοφότερη) των χρόνων της, εδώ προς το τέλος της πορείας της, το ίδιο αγέρωχη κι αψηφούσα με τη νεότερη εκδοχή της. Μόνο που στην προκειμένη ο θρίαμβος είναι ένας: ο Τζον Κάρολ Λιντς βάζει αυτόν τον λατρεμένο καρατερίστα που πάντα έκλεβε την παράσταση από τους πιο διάσημους, πιο ευπαρουσίαστους, πιο «κοινωνικούς» πρωταγωνιστές, στη θέση του κεντρικού ήρωα, ως απόλυτο φόρο τιμής και ένδειξης σεβασμού σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες (εντός κι εκτός οθόνης) του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά. Κι ο 90χρονος ηθοποιός όχι μόνο αποδεικνύει πανηγυρικά την αξία του αλλά και ερμηνεύει τον Λάκι, αυτή τη μυθοπλαστική εκδοχή τού εαυτού του, με βαθύ συναίσθημα, με ένταση και με το joie de vivre ενός ανθρώπου που δεν ηττάται από το νούμερο της ηλικίας του.
Το λιποθυμικό επεισόδιο θα προσπαθήσει να του «υποδείξει» τη θέση του στον ανθρώπινο χρόνο και ο Λάκι προς στιγμήν θα κλονιστεί, όμως εδώ μιλάμε για έναν από τους τελευταίους αληθινούς καουμπόηδες του σινεμά, και οι μελαγχολικές ελεγείες δεν είναι ευπρόσδεκτες (η σκηνή που τραγουδά στο party γενεθλίων επιβάλλεται να είναι το κινηματογραφικό του εγκώμιο). Αντιθέτως, ο Λιντς διανθίζει ολόκληρη την ιστορία με υπέροχο χιούμορ διαφορετικών αποχρώσεων, από το «ξερό» και ανέκφραστο του Στάντον στο υπαρξιακό, ακόμα και το slapstick, αναμειγνύοντας με εξαίρετη ισορροπία τον δραματικό λυρισμό του βασικού θέματος με την καθημερινή ανθρώπινη κωμωδία. Στο ταξίδι αυτό, ο Λάκι έχει συντροφιά τους φίλους του, θαμώνες και ιδιοκτήτες των γειτονικών μαγαζιών που επισκέπτεται ευλαβικά, με επικεφαλής τον Χάουαρντ, τον πιο στενό του φίλο, ο οποίος όμως αντιμετωπίζει το δικό του δράμα: την εξαφάνιση της πολυαγαπημένης του, υπεραιωνόβιας χελώνας Πρόεδρου Ρούσβελτ (αυτό είναι το όνομά της)! Στον ρόλο του Χάουαρντ, ο Ντέιβιντ Λιντς, εδώ αποκλειστικά ως ηθοποιός, σε μια απολαυστική ερμηνεία στο πλευρό του πραγματικού του φίλου και μακροχρόνιου συνεργάτη (ο Λιντς σκηνοθέτησε τον Στάντον σε τέσσερις ταινίες, με αποκορύφωμα την «Ατίθαση Καρδιά», από όπου η φιγούρα του Στάντον έμεινε κλασική), να μοιράζονται τα υπαρξιακά τους, με διαλόγους που σχοινοβατούν αρκετές φορές στα όρια του σουρεαλιστικού, χωρίς ωστόσο να χάνουν το μπρίο τους. Πέραν του Ντέιβιντ Λιντς, ο Στάντον ξανασυναντιέται και με άλλους παλιούς του συνεργάτες όπως τον Τομ Σκέριτ (συμπρωταγωνιστές στο «Alien»), σε μια ιδιαίτερα συναισθηματική και αποκαλυπτική ως προς το παρελθόν τού Λάκι σκηνή.
Γνωρίζοντας τώρα τη δυσάρεστη έκβαση του θανάτου του Στάντον, η ταινία κινδυνεύει να μοιάσει σε «αποχαιρετιστήριο party», όμως αυτό απέχει πολύ από τον σκοπό της ύπαρξής της. Ο θάνατος απλώς… έτυχε στον Στάντον, όπως η λιποθυμία απλώς έτυχε στον Λάκι – κανείς από τους δύο δεν είχε καμία πρόθεση να λήξουν εκεί τα πράγματα. Είναι, ωστόσο, υπέροχα συγκινητική, ακόμα και χωρίς τη γνώση περί κύκνειου άσματος του πρωταγωνιστή της, μέσα από την ειλικρινή ανθρωπιά και τα βαθιά συναισθήματα που προσφέρει, με τις μικρές, καθημερινές της φιλοσοφίες για τη ζωή και τη φυσική πορεία του ανθρώπου. Η ταινία αποτελεί τον εορτασμό μιας πραγματικά «τυχερής» ζωής και αν ο θάνατος παραμονεύει κάπως πιο κοντά από ό,τι θα επιθυμούσαμε, τότε απλώς τον αγνοούμε και συνεχίζουμε το περπάτημα αψηφώντας τον. Ίσως παρέα με μια υπεραιωνόβια χελώνα…