LITTLE LAND (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκος Νταγιαντάς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 52'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CineDoc
Αθηναίος προγραμματιστής μετακομίζει μόνιμα στην Ικαρία, με σκοπό να ζήσει (σε παλιό σπίτι και) από κτήμα που αγόρασε – και τρώει πακέτο, όπως και η φιλενάδα του που αριβάρει λίγο αργότερα. Με βοήθεια από τους sui generis ντόπιους και μυστικό το… συνασπισμό, μαζί θα μπουν (εννοείται αργά, αλλά πώς) στο «κλίμα» της ελληνικής κοιτίδας των υπερηλίκων, που υπόσχεται και σε άλλους μία κάποια ευτυχία;
Απατηλό και – αυτό είναι το πρόβλημα – σε μικρό βαθμό αυτοκαταστροφικό το ερώτημα, ενώ προσπαθεί, εκεί που σκαρφαλώνουν τα ρασκά, να χτίσει αφεαυτού λίγο το μικροέπος τού αφετηριακού πρωτευουσιάνου πρωταγωνιστή του, λίγο την ανάδελφη μυθολογία τού Κόκκινου (βλέπε κομμουνισμός) Νησιού, ευτυχώς μακριά από ιστορία και λαογραφία, ο δημιουργός τού ελληνοϊαπωνικού μπούστου «Σαγιόμι» στη νέα μεσαίου μήκους του. Μια στέρεα χτισμένη μακριά απ’ τον ορεινό Πράμνο, με χαρές (κυρίως τον πρωτοπρόσωπο λόγο που εκφέρουν οι Μαθουσάλες, προσέξτε τη γιαγιά που εκφράζει την επιθυμία «να πατήσει κάτω» τη ζωή) αλλά και μοχλευμένη δραματουργικά, μάζωξη ατραξιόν μέσα ή έξω απ’ τον Άγιο Κήρυκο: του τώρα και του αύριο στην ύπαιθρο ενός ζευγαριού τού κλεινού άστεως της κρίσης μαζί και χωριστά, του ψαξίματος και άλλων νέων ανθρώπων (από έναν συλλέκτη κριτάμου ως έναν Γάλλο επιστήμονα του φαινομένου της «γαλάζιας ζώνης» της μακροζωίας) για ένα τολμηρό restart, του… αέρα που έχουν πάρει τα μυαλά των κοτσονάτων κατοίκων και ο οποίος τους εμφυσά λάου λάου αλλά ακάματα καθημερινά την επιθυμία για (συν)εργασία.
Ο Αρμενιστής φακός τού Νταγιαντά γραπώνει σε πληθύν γυρισμάτων και με όχι ευκαταφρόνητο παλμό (για οικονομικό made in Greece έγχρωμο HD, αν και η τελική εμφάνιση προδίδει λίγο την παλέτα) τα πρόσωπα σε αρμονία με το διάκοσμο, και το μοντάζ αρθρώνει με φυσικό ρυθμό (σαν στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας ένα πράγμα), χωρίς να περιττολογεί, το κοινό ταξίδι παλιών και νέων συγχωριανών – αλλά με κατευθυντήριο τη σύμπτυξη και με ξενάγηση το σπικάζ του δημιουργού, σε περνάει σχεδόν από 00’s τηλεοπτικά χωράφια και άνευ εκπλήξεων. Και, το χειρότερο, αυτή η γωνίτσα τού Αιγαίου στο πανί επιμένει ξεροκέφαλα στη μαγική εικόνα τής μενταλιτέ που διαπνέει τα χώματα που τη σπίτωσαν: στο σερβίρισμα του μυστικού (που, συγγνώμη μα, δεν είναι και τόσο μυστικό, ούτε και τόσο τοπικό προϊόν ΠΟΠ: το slow living, η ανταλλακτική οικονομία και η αλληλοβοήθεια όχι μόνο λειτουργούν αλλά και θάλλουν σε πολλές αγροτικές «κοινότητες» της χώρας) του τόπου ως φαρμάκου που μπορεί να γιάνει πληγές των υφεσικών πρωτευουσιάνων. Και που είναι κάπως αφελώς παρηγορητικό, (υπερ)βολικό δίκην επιμυθίου και, τελικά, χρυσώνει το χάπι αυτού του κινηματογραφικού γενοσήμου, που κάτι κάνει και δεν έχει παρενέργειες, συνταγογραφείται όμως αντί για σιροπάκι. Εσύ ίσως να το καταπιείς. Επίτρεψέ μου εγώ να πιω στο ποτήρι το Γιαλισκάρι…