ΕΡΩΤΑΣ ΑΛΑ ΙΤΑΛΙΚΑ (2018)
(LITTLE ITALY)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντόναλντ Πέτρι
- ΚΑΣΤ: Έμμα Ρόμπερτς, Χέιντεν Κρίστενσεν, Αλίσα Μιλάνο, Αντρέα Μάρτιν, Άνταμ Φεράρα, Ντάνι Αϊέλο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η Νίκι και ο Λίο, φίλοι καρδιακοί από τα μικράτα τους, θα δουν τη φούντωση, τη φλόγα που έχουν μέσα στην καρδιά να αναζωπυρώνεται, όταν εκείνη αναγκαστεί να επιστρέψει για ένα διάστημα στο πατρικό της, γεγονός που θα τη φέρει αντιμέτωπη με τα αισθήματά της για το νεανικό της amore, αλλά και με τις οικογένειές τους που εξακολουθούν ν’ ανταγωνίζονται για την… καλύτερη πίτσα της «Μικρής Ιταλίας».
Υπάρχουν ανάλαφρες κομεντί, εύπεπτα ρομάντζα και δακρύβρεχτα love stories που εξυπηρετούν μια χαρά τον σκοπό του στοχευμένου κινηματογραφικού «ξαλαφρώματος» για τις στιγμές που χρειάζεσαι απλά μια χαζοταινία για να περάσεις τον χρόνο σου – και τίποτα περισσότερο. Κι ύστερα υπάρχουν και οι άλλες ταινίες, όπως το «Έρωτας αλά Ιταλικά», που σου δημιουργούν πρωτόγνωρα συναισθήματα… αυτοτραυματισμού, όπως για παράδειγμα την άμεση κατάποση των ματιών σου, μπας και σωθείς από τούτο εδώ το ρεζιλίκι που οι διανομείς αποφάσισαν ότι έλειπε από το σινεματικό μας καλοκαίρι, λες και η σαβούρα δεν ήταν ήδη αρκετή (όχι, υπάρχει και πιο κάτω).
Θα περίμενε κανείς πως ο σκηνοθέτης των (αν μη τι άλλο αφελώς διασκεδαστικών) «Miss με το Ζόρι» και «Πώς να Χωρίσετε σε 10 Μέρες» θα διέθετε τουλάχιστον την κατάλληλη προϋπηρεσία για ένα τίμιο νεανικό ρομάντζο, μια κομεντί για τις ευαίσθητες εκείνες ψυχές που πιστεύουν ακόμη ότι το αγόρι θα κυνηγήσει το κορίτσι στο αεροδρόμιο, ότι η πανσέληνος αποτελεί κλασικό, αναπόσπαστο κομμάτι ντεκόρ κάθε δείπνου σε ταράτσα που σέβεται τον εαυτό του και ότι η πίτσα των ερωτευμένων έρχεται πάντα σε σχήμα καρδούλας. Awww… Έναν κουβά, ρε παιδιά!
Ζώντας μια ειδυλλιακή παιδική ζωή στη «Μικρή Ιταλία» στο Τορόντο του Καναδά, η Νίκι (Ρόμπερτς) και ο Λίο (Κρίστενσεν) είναι δύο αχώριστοι φίλοι που μεγαλώνουν σ’ ένα χαρούμενο και γεμάτο αγάπη περιβάλλον, χάρη στις οικογένειές τους οι οποίες εργάζονται μαζί στην πιο φημισμένη πιτσαρία της περιοχής. Τα πράγματα θα αλλάξουν άρδην όταν, μετά από έναν τοπικό διαγωνισμό για την καλύτερη πίτσα, οι δύο πατεράδες τσακώνονται, με αποτέλεσμα η κοινή επιχείρηση να χωρίσει, με την κάθε οικογένεια ν’ ανοίγει το δικό της κατάστημα, ακριβώς δίπλα η μία στην άλλη! Με τη Νίκι να έχει ακολουθήσει το όνειρό της προκειμένου να γίνει μια ξακουστή chef στο Λονδίνο και τον Λίο να έχει μείνει πίσω βοηθώντας στην οικογενειακή επιχείρηση, η μοίρα θα φέρει και πάλι κοντά τους δύο νέους, οι οποίοι θα έχουν τώρα μια ευκαιρία να αποδεχτούν τα συναισθήματά τους, εν μέσω μιας γαστρονομικής οικογενειακής κόντρας που ακόμα καλά κρατεί.
Είναι σίγουρο πως όσοι δουν αυτό εδώ το πράγμα, τουλάχιστον θα φύγουν από το σινεμά έχοντας ρίξει το γέλιο της αρκούδας (για τους λάθος λόγους), γιατί μόνο έτσι μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα φιλμ γεμάτο παρωχημένα κλισέ και τόσο cringe διαλόγους που άνετα κονταροχτυπιούνται με το άθλιο χιούμορ του Σεφερλή. Εν προκειμένω, θα αντιμετώπιζα το «Έρωτας αλά Ιταλικά» ως μια ακόμη αποτυχημένη προσθήκη στο ταλανισμένο είδος της ρομαντικής κομεντί, εάν δηλαδή δεν υπήρχε ο ξώφαλτσος σεξισμός και ο στερεοτυπικός ρατσισμούλης που σε κάνει να αναγουλιάζεις με τη φυσικότητα με την οποία όλα αυτά τα (εδώ κινηματογραφικά) κοινωνικά σύνδρομα εξακολουθούν να αναπαράγονται και να διαιωνίζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι δύο υπάλληλοι που βοηθούν στις οικογενειακές επιχειρήσεις, ο Τζόγκι (Σαράνγκα) και η Τζέσι (Καούρ), μετανάστες από την Ινδία που εκτελούν χρέη υπαλληλίσκων των λευκών τους αφεντικών και εννοείται ότι τρώνε τη μία προσβολή μετά την άλλη στο πλαίσιο μιας κάποιας πλάκας («Γιατί η σάλτσα μού μυρίζει σαν ξερατό γάτας;», ρωτά ο αφεντικός – «Μάλλον θα είναι το κάρι», απαντά η Τζέσι). Ποτέ δεν τους αντιμετωπίζουν ως ίσους (σε έναν οικογενειακό γάμο, δεν ανήκουν στην ομάδα των φίλων των οικογενειών, αλλά εμφανίζονται ως… σερβιτόροι) και, φυσικά, το όποιο ρομάντζο τους αφορά αποκλειστικά τη δική τους εθνικότητα, γιατί στον μικρόκοσμο των ψευτο-Ιταλών βλάχων ένας Ινδός οφείλει να συνυπάρξει μόνο με μια «όμοιά» του. Ma che cazzo?
Κατά τα άλλα, το επίπεδο χιούμορ που συναντάς εδώ είναι πιο χαμηλό και από τις προσδοκίες σου για την ταινία (ναι, γίνεται), με αποκορύφωμα τη σκηνή κατά την οποία όλοι οι πελάτες της μιας εκ των δύο πιτσαριών έρχονται σε τρελό κέφι, επειδή κάποιος έχει σαμποτάρει τη συνταγή και έχει αντικαταστήσει τη ρίγανη με χασίς – λες και βλέπεις το επεισόδιο «Μαριχουάνα Στοπ!» από το «Κωνσταντίνου και Ελένης», που μεταξύ μας και πολύ καλύτερο ήταν και είχε και για bonus την καράφλα του Τζόνι Βαβούρα. Μετά από όλα αυτά τα χαριτωμένα, θα αναρωτηθείς γιατί η Έμμα Ρόμπερτς (με φυσική κλίση σε ρόλους μπιτσάρας) αποφάσισε να πρωταγωνιστήσει σε ρόλο γλυκανάλατης χιονονιφάδας, αν και σίγουρα θα σε κερδίσει το δράμα του Χέιντεν Κρίστενσεν, ο οποίος αφού είδε ότι τα λεφτά από το franchise του «Star Wars» τελειώνουν, είπε να δεχτεί την πρώτη μαλακία που του πρότειναν, μπας και βγάλει κάνα ψιλό για να πληρώσει τον ψυχοθεραπευτή του, τον οποίο σίγουρα θα έχει αναγκάσει να τον φωνάζει Άνακιν. Δεν υπάρχει σωτηρία μετά από τέτοια ταινία. Απαράδεκτο σενάριο, κακόγουστα αστεία και ερμηνείες επιπέδου ελληνικής επιθεώρησης, κάνε μια χάρη σε όλους μας και στον εαυτό σου κυρίως και «μαύρισέ» τη δίχως αύριο, μπας και ξυπνήσουν κάποια στιγμή οι διανομείς και πάρουν χαμπάρι πως δεν είμαστε ο κινηματογραφικός βόθρος που νομίζουν. Είπαμε, και η κακογουστιά έχει τα όριά της.