FreeCinema

Follow us

LEATHERFACE (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζουλιάν Μορί, Αλεξάντρ Μπουστιγιό
  • ΚΑΣΤ: Στίβεν Ντορφ, Σαμ Στράικ, Λίλι Τέιλορ, Νικόλ Άντριους, Τζέιμς Μπλουρ, Βανέσα Γκρας, Σαμ Κόουλμαν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Έφηβοι τρόφιμοι ψυχιατρείου αποδρούν από αυτό, παίρνοντας όμηρο μαζί τους νεαρή νοσοκόμα. Ο σερίφης, υπεύθυνος για τον εγκλεισμό τους, ξεκινάει καταδίωξη σύλληψής τους. Ο ένας όμως εξ αυτών είναι τέκνο της διαβόητης οικογένειας Σόγιερ, η οποία διατηρεί ένα μικρό σφαγείο στην περιοχή του Τέξας…

Εάν δεχτούμε πως υπήρχε απαραίτητος λόγος για ένα prequel της ιστορίας του Leatherface, ώστε να είμαστε απολύτως σίγουροι από πού κρατάει η σκούφια του, αυτός εκλείπει πολύ γρήγορα σε τούτη τη νέα εξερεύνηση του μύθου του. Δεν μιλάμε για κάποιου είδους βεβήλωση του πρωτότυπου «Σχιζοφρενούς Δολοφόνου με το Πριόνι» (1974), όπως ατυχέστατα αποδόθηκε στα ελληνικά το αυθεντικό «The Texas Chain Saw Massacre», συμβάλλοντας κάπως έτσι στη συλλήβδην (για μεγάλο διάστημα) αντιμετώπιση από μερίδα κοινού στη χώρα μας των ταινιών του είδους ως εξιστορήσεων λουτρών αίματος δια χειρός παραφρόνων και τίποτα περισσότερο. Η όποια βεβήλωση, βέβαια, έχει ήδη προκύψει από τα αμέτρητα sequels και reboots που έχουν γυριστεί μέσα στο πλαίσιο των σαράντα περίπου χρόνων που έχουν μεσολαβήσει από το original φιλμ, και τα οποία τα έχουν «καταφέρει» μια χαρά στον τομέα της δυσφήμισης, χωρίς να χρειάζονται επιπλέον βοήθεια από εκπροσώπους του νέου κύματος του γαλλικού τρόμου, στην προκειμένη το σκηνοθετικό δίδυμο των Ζουλιάν Μορί και Αλεξάντρ Μπουστιγιό, οι οποίοι κάνουν εδώ το αγγλόφωνο ντεμπούτο τους στη μεγάλου μήκους.

Τοποθετημένο χρονικά λίγα έτη πριν από τα γεγονότα της πρώτης ταινίας της σειράς (αν και έχουμε χάσει λιγάκι το μέτρημα εδώ…), τούτο έχει υποτίθεται σκοπό να ρίξει φως στον χαρακτήρα του Leatherface και της οικογένειάς του, μην καταφέρνοντας όμως τίποτα από τα δύο, καθώς πρέπει εξαρχής να δεχτούμε πως η φαμίλια των Σόγερ γεννήθηκε κουβαλώντας το γονίδιο του κανιβαλισμού στο αίμα της, με τα αλυσοπρίονα να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας της. Αυτό ακριβώς βλέπουμε στην αιματοβαμμένη εναρκτήρια σεκάνς, η οποία μαζί με αυτήν του φινάλε, όπου ο κεντρικός ήρωας φοράει τα «καλά του», είναι και οι μόνες που έχουν κάποια σχέση με το ύφος τού φιλμ του οποίου ετούτο αποτελεί προοίμιο… κατά κάποιον τρόπο, μιας και η βασική σεναριακή γραμμή περισσότερο φέρνει στον νου θρίλερ καταδίωξης (με κάπως πιο extreme φόνους, είναι η αλήθεια), παρά έναν προάγγελο αυτών που θα συμβούν κάποια χρόνια αργότερα στην πολιτεία του Τέξας.

Οι δύο σκηνοθέτες διατηρούν για αρκετά μεγάλο διάστημα ένα μυστήριο σχετικά με το ποιος από τους νεαρούς φυγάδες θα εξελιχθεί στο τέλος σε Leatherface, αφού τα ονόματα με τα οποία οι τρόφιμοι έχουν εισαχθεί στην ψυχιατρική κλινική, ένεκα μιας όχι και τόσο ενδεδειγμένης παιδαγωγικής προσέγγισης από τον σερίφη της περιοχής, είναι διαφορετικά από τα πραγματικά τους, ώστε να μπορούν παραδοθούν όταν θα είναι έτοιμοι σαν άγραφο χαρτί πίσω στην κοινωνία. Το τρικ αυτό λειτουργεί ώς έναν βαθμό στο πλαίσιο του θρίλερ μυστηρίου έστω, αλλά δεν αντέχει για πολύ, καθώς δεν χρειάζεται να είσαι και ο πιο βαθύς γνωστής τού franchise για να καταλήξεις στη σωστή επιλογή προσώπου δια της εις άτοπον απαγωγής. Το οδικό ταξίδι στην εξοχή του Τέξας (με το τοπίο της… Βουλγαρίας, χώρας στην οποία αρέσκεται να γυρίζει τις ταινίες της τελευταία η εταιρεία παραγωγής Millennium, να μην πείθει και τόσο ως αμερικάνικη Πολιτεία του Νότου…) δεν είναι διόλου κατατοπιστικό για το ποιόν του μικρού (ακόμα) αγοριού ονόματι Τζεντ, αφού αναλώνεται σε αναίτιες εσωτερικές συγκρούσεις και την καταδίωξη της παρέας από τον δικαστή και τιμωρό σερίφη, ο οποίος είχε δει τη μονάκριβη κόρη του να πέφτει στο παρελθόν θύμα δολοφονίας, κατηγορώντας για το γεγονός αυτό σύσσωμη την οικογένεια Σόγερ. Δεν βοηθάει καθόλου και η με πινελιές συμπάθειας σκιαγράφηση του ανώριμου ακόμα Leatherface, όταν μάλιστα δεν υπάρχει η διάθεση (ή και η ικανότητα) για μια λεπτομερή περιγραφή της ψυχοσύνθεσής του και ως εκ τούτου της μεταστροφής του σε «Δολοφόνο με το Πριόνι», όπως τον μάθαμε για τα καλά από εκείνη την αριστουργηματική (για το genre) ταινία τού προσφάτως εκλιπόντος Τόμπι Χούπερ.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αχρείαστο prequel ενός ούτως ή άλλως κουρασμένου και εξαντλημένου franchise (που δεν υπήρχε και αιτία να εξελιχθεί σε τέτοιο…). Νέες ιδέες δεν υπάρχουν, ούτε όμως (ακόμα χειρότερα) συνοχή και άμεση σύνδεση με το φιλμ του 1974, το οποίο θεωρητικά και μόνο προϋπαντεί. Κάποιες ακραίες σκηνές αίματος και η αποκάλυψη του φινάλε δεν αρκούν για να το σώσουν. Εάν, πάντως, προκύψει κάποιοι από τους πιο νεαρούς θεατές να μπουν στον κόπο και να δουν τον original «Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι», θέλοντας να εντρυφήσουν στον θρύλο του Leatherface, έστω από σπόντα, κάτι καλό θα έχει βγει.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.