FreeCinema

Follow us

ΓΚΟΝΤΑΡ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ. (2017)

(LE REDOUTABLE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μισέλ Αζαναβισιούς
  • ΚΑΣΤ: Λουί Γκαρέλ, Στέισι Μάρτιν, Μπερενίς Μπεζό, Μισά Λεσκό
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Σουξεδιάρης διανοούμενος της μεγάλης οθόνης τελειώνει το «Η Κινέζα» και στεφανώνεται την πρωταγωνίστρια. Η υποδοχή, οι ανησυχίες του κι ο Μάης του 1968 ταράζουν τα νερά της ευτυχίας τους. «Αρσενικό Θηλυκό». «Film Socialisme». «Η Ελεγεία Ενός Έρωτα». «Όλα Πάνε Καλά»;

Καμιά φορά ξεχνάμε ότι το χθαμαλό και το υψιπετές είναι όχι απλώς δυνατόν αλλά και εξαιρετικά πιθανό να συνυπάρχουν, όπως στον πάσα ένα, και σε μια «μορφή» της κουλτούρας την οποία έχουμε τοποθετήσει ψηλά, ψηλότερα από μας. Δόξα τω ανυπάρκτω Θεώ για τις βιογραφίες. Ανεξαρτήτως αξίας και σχεδόν πάντα χωρίς να εμφορούνται από κατεδαφιστικές τάσεις (καμιά φορά ακόμα και τα πιο εντεταλμένα τούτων των μπούστων), στην πλειοψηφία τους μας θυμίζουν ότι οι μεγαλοπρεπέστεροι των καλλιτεχνών μπορεί κάλλιστα να είναι οι μικροπρεπέστεροι των ανθρώπων, χωρίς να μικραίνουν το μέγεθός τους. Ο πραγματικός γνώμονας της επιτυχίας αυτών των true stories δεν (θα έπρεπε να) είναι το πώς στάθηκαν απέναντι στην εικόνα των «ινδαλμάτων», αλλά το αν ανταποκρίθηκαν δημιουργικά στο κάλεσμα της (OK, όχι και τόσο) δικής τους μούσας. Κάνοντας αυτό που έκανε μια ζωή (με καταστροφική εξαίρεση, που επιβεβαιώνει τον κανόνα, το ελλαδικά απρόβλητο προσφυγικό δράμα «The Search»), δηλαδή κωμωδία, ο παστιτσαδόρος των δύο «OSS 117» και του «The Artist» αγγίζει το μέχρι σήμερα απόγειο της υφοποιητικής κλίσης του και μαζί, συνήθως με όχι αποτυχημένο τρόπο, ευαίσθητα σημεία τού – ζώντος, μάλιστα, οποία ύβρις – θεού της nouvelle vague. «Η Περιφρόνηση» δεν αξίζει σ’ αυτόν τον «Le Gai Savoir», ακόμη κι αν… ουσιαστικά έκανε «Μια Ταινία σαν τις Άλλες» του. Ή μήπως δεν είναι μία τέτοια;

Φλύαρος, απόλυτος, ελιτιστής, υπερόπτης, νταουνιάρης, ζηλιάρης, αγενής, κόντρα σιωνιστής σε σημείο παρεξήγησης για αντισημιτισμό. Αλλά και πνευματώδης, αγωνιστής, χιουμορίστας, ευθύς, τρυφερός με τις ώρες του, ριζοσπάστης (#diplhs). Αυτός είναι ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ πάνω στον οποίο… πάτησε ο Μισέλ Αζαναβισιούς, εκείνος της μακράν πιο προσωπικής μαρτυρίας για τα του ανδρός, τού «Ένα Έτος Μετά», απομνημονεύματος της Ανν Βιαζέμσκι, χρονικού της αρχής (και της αρχής του τέλους, που γράφτηκε μ’ ένα διαζύγιο το ’79) του δεσμού τους υπό το φως των κοσμογονικών γεγονότων που άφησαν πάνω σε τούτο το κονέ το σημάδι τους. Η – στα πρόθυρα της κατά τον νόμο ενηλικίωσης – φοιτήτρια Φιλοσοφίας κι εγγονή του δεξιού νομπελίστα Μωριάκ τσιμπιέται αμοιβαία και παντρεύεται τον 36χρονο μαοϊστή σκηνοθέτη της σε μια δουλειά που προβλέπει τα όσα επαναστατικά έρχονται αλλά που αποτυγχάνει σε ταμεία και κριτικές. Το δικό τους Le Redoutable (το πρώτο πυρηνικό υποβρύχιο της Γαλλίας, οικείο αστείο του ζεύγους και ο αυθεντικός τίτλος του φιλμ) θα οδηγηθεί μέσα σε 12 μήνες από τη χαρωπή εμβύθιση στα «μέλια» των νιόπαντρων στην περαιτέρω και κατά κύματα πλαγιοκόπηση: η πολεμικά πολιτική στροφή στο σινεμά του αρχίζει να τον αποκόβει από την πραγματικότητα και συναδέλφους, τα διακριτικά τού δεινόσαυρου εν μέσω της νεολαίας της Σορβόννης και του «ονόματος» εν μέσω του λαού τού δημιουργούν την αίσθηση του παρείσακτου ξεσηκωμένου, η συμμετοχή του στο μπλόκο στο Φεστιβάλ Καννών τον αποξενώνει για παρθενική φορά απ’ τη νεόνυμφή του που θέλει ν’ ανοίξει και τα δικά της φτερά, η ισχυρογνωμοσύνη τής ευφυίας κι η ανασφάλεια των συναισθημάτων του τους σαμποτάρουν μονίμως. Το τέλος μιας σχέσης, τού επίκεντρου της ύπαρξης της Ανν αλλά όχι και τού Ζαν-Λικ, πώς να μην πει «μοτέρ, πάμε!» στην πρώτη πρώτη λήψη του;

Νευραλγικές αμαρκάριστες σημαδούρες στα παραπάνω υποψιάζουν για την πρώτη ρετσινιά του (σεναριογράφου) Αζαναβισιούς: η μετατόπιση φορτίου του δικού του σκάφους επισυμβαίνει ελαφρώς υπέρ της… φιγούρας τού Γκοντάρ. Αν υπολείπεται ως μπούστο τής ωρίμανσης της μαμζέλ ως πόλου, είναι κατά έναν πρόσθετο λόγο επειδή όντως αυτή ήταν ο (σε εμπειρίες, άρα και εισφορά υλικού στον μύθο της ταινίας και σ’ εκείνον του auteur συζύγου της, όχι ως προσωπικότητα) πιο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας της άγκυράς τους. Ακόμη κι έτσι, η εν καιρώ απομάγευσή της, το πώς και πότε αρχίζει να αμφιβάλλει για το μέλλον τους, να τον ξεκαψουρεύεται, να μην αντέχει πλευρές τού χαρακτήρα του είναι εδώ, παρά ένα βούλιαγμα του αφηγήματος στην αρχή τού τελευταίου και πιο δραματικού (τηρουμένων των αναλογιών) ημιώρου, προτού αναδυθεί εκ νέου δυναμικά πριν από τον επίλογο. Αυτό που καταφέρνει ένα ίσως μεγαλύτερο ρήγμα στα τοιχώματα είναι ότι, στο πλαίσιο του υφέρποντος σχολίου του για το ανδρικό και το μεντιατικό βλέμμα επάνω στη γυναίκα, η αυτοβιογραφούμενη μέσω της ιδανικά προσφερόμενης Μάρτιν καθίσταται το naked lunch τού φακού και του design. Ο Αζαναβισιούς, που υποπίπτει στο σφάλμα της μάλλον ακούσιας σύμφυρσης των οπτικών (το ότι ο Γκοντάρ γδύνει με τα μάτια την αγαπημένη του και την ηθοποιό του, δύο σ’ ένα, δεν νομιμοποιεί και τον Αζαναβισιούς να το κάνει με κάθε ευκαιρία για να τοποθετηθεί πάνω σ’ αυτό), επανορθώνει με δύο τρόπους: είναι δυνατόν αμφότεροι να χαρακτηριστούν από αμφιλεγόμενοι μέχρι εξυπνακίστικα φτηνοί αλλά κανείς δεν είναι ανάξιος κινηματογραφικού, ειδικά, ενδιαφέροντος.

Πρώτα υποβάλλει (μάταια, βέβαια, είναι η slapstick ουρά τής μεταφοράς) τον ήρωά του στην τρις αλλαγή γυαλιών καθώς αυτά σπάνε με διάφορες σοβαρές ή ασόβαρες αφορμές – ένα γκαγκ τού «Πάρε τα Λεφτά και Τρέχα», με τα πλαγιογράμματα των σκέψεων πίσω απ’ τα λεγόμενα του «Νευρικός Εραστής» και το παραπονιάρικο κόλλημα των θαυμαστών με τις αλλοτινές επιτυχίες τού «Ζωντανές Αναμνήσεις» να συμπληρώνουν τα εμφανέστερα δάνεια απ’ τον Γούντι Άλεν. Ύστερα τσιτσιδώνει κυριολεκτικά το αντρόγυνο ενώ αυτό διασταυρώνει λεκτικά ξίφη για τη γύμνια στο σινεμά. Μία άλλη σεκάνς, που χρησιμοποιεί φωτορυθμικά το αρνητικό σε στυλ «Αλφαβίλ» αλλά άνευ πραγματικού σημαινομένου, είναι όμως που θα διχάσει σίγουρα ανάμεσα στα τεχνάσματα με τα οποία αποτίνεται πιο λειτουργικά, εξόν της παλέτας – κρυπτενδείκτη, φόρος τιμής στις εν πολλοίς άνευ προηγουμένου εμπνεύσεις τού πάλιουρα cinéaste: σλογκανοφέρνοντες τίτλοι κεφαλαίων, εναλλακτική ή αντιστικτική ηχητική μπάντα, απεύθυνση στον θεατή, κοψιές στη μονταζιέρα θα γίνουν, εννοείται, άνετα παιχνίδι γνώσεων πάνω στο έργο του. Όσοι θα κάνουν λόγο για πυροτεχνήματα, θα έχουν δίκιο αλλά και άδικο: και στις ταινίες του Γκοντάρ, ειδικά σήμερα, συχνά αυτές οι τεχνικές μοιάζουν εκ του περισσού ή ενυπάρχουσες προς άγραν εντυπώσεων, οι κόπιες τους θα πήγαιναν πίσω;

Πιο χωνεμένοι μοιάζουν οι Καρλ Ντράγερ, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Μάρκο Φερέρι και Τζίγκα Βερτόφ (θα δείτε με ποιον ακριβώς τρόπο καθένας) σ’ αυτό το προανάκρουσμα του τέλους μιας σχέσης, που εκτός του ότι κατορθώνει να ενσωματώνει τη σελιλοζοφιλική ανεκδοτολογία στο σκίτσο της πρώτης σοβαρής δημιουργικής και σχεσεακής δοκιμασίας για έναν μαγκούφη της υπέρτατης Έβδομης Τέχνης και έναν γάμο αντίστοιχα, εκτός του ότι νωπογραφεί υπερπειστικά περίοδο και διάκοσμο ακόμη και σε εκτεταμένα εξωτερικά γυρίσματα πλήθους, είναι επί ώρα πάνω απ’ όλα ένα (σκεπτόμενο αλλά) εύθυμο ειδύλλιο (καίτοι τοιχογραφικό μιας εν σοβαρώ βρασμώ) εποχής. Καθώς οι πιτσουνακίων και προνομιούχας μποεμίας στιχομυθίες του φλερτάρουν το κατά δύναμιν με τα κρυμμένα… θέματά του (πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι ενός realisateur, το χάσμα αυτού και του κοινού ακόμα και υπό το ίδιο λάβαρο), είναι κρίσιμα ο Γκαρέλ, στον απαιτητικότερο (και δεν είναι μόνο το αλάνθαστο ψεύδισμα) και πιο επικίνδυνο ρόλο του έως σήμερα, που πετυχαίνει να σταθεί η καρδιά του, μια κοντά στο πρωτότυπο καρικατούρα με διέσεις σε μια κλίμακα απ’ την εικονοκλαστική αυτοειδωλοποίηση ώς το screwball και υφέσεις σε μια άλλη απ’ την κακότροπη υπαρξιακή αμφισβήτηση ώς τον ιδεολογικοποιημένο αρτίστικο αυτισμό. Το hyper-ψυχογράφημα του Ελβετού, συνοψίζοντας, μην το περιμένετε εδώ, αλλά μέχρι (τον Νοέμβριο και) «Το Βιβλίο των Εικόνων» του το παρόν θα σας καλύψει κάποια κενά. Καθένας στον τομέα του, άλλωστε. Ο Γκοντάρ έγραφε Ιστορία κι έκανε «Histoire(s) du Cinema», ο Αζαναβισιούς διάβασε την ιστορία του και την έκανε ελαφρό θέαμα όχι χωρίς το δικό του, ουκ ευκαταφρόνητο βάρος. Απλώς μην πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο σε κάνα Παρίσι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το καβγαδάκι στους ανθρώπους των καρέ είναι βέβαιο: αυτό που σε κάποιους θα χτυπήσει ως από σαχλαμαρίτσα μέχρι ιεροσυλία (γιατί «Godard is God», που λένε και οι αγγλόφωνοι), σε άλλους θα μάθει πράγματα και θα φανεί διασκεδαστικό. Οι άσχετοι με το αντικείμενο αλλά θιασώτες της κομεντί θα μείνουν στα ευφυολογήματα και τα τσαλίμια look, αν όχι στο ρομάντζο. Μουλτιπλεξάκια και οι υπόλοιποι που δεν σας τραβάει το είδος και η γλώσσα, αλλού το… weekend σας. Για τον βετεράνο και συνήθως αλάνθαστο μεταφραστή: το πώς ο Ρενέ έγινε «Ρεσνέ» και το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (σαφέστατη νύξη στην ομώνυμη ταινία του Γκοντάρ) αποδόθηκε δε-θυμάμαι-πώς-ακριβώς-μα-αλλιώς-και-πεζά μπορείτε να μου το εξηγήσετε;


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.