ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΤΥΠΗΜΑ (2015)
(LE DERNIER COUP DE MARTEAU)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλίξ Ντελαπόρτ
- ΚΑΣΤ: Ρομέν Πολ, Γκρεγκορί Γκαντεμπουά, Κλοτίλντ Εσμ, Καντέλα Πένια, Τριστάν Ουγιόα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 82'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Νεαρό αγόρι που μεγαλώνει με την άρρωστη μητέρα και την αδελφή του έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με τον απόντα πατέρα του, όταν ο τελευταίος, όντας τρανός μαέστρος κλασικής μουσικής, έρχεται για να διευθύνει στο πλησιέστερο Μέγαρο. Για ποιον θα χτυπήσουν τα… κρουστά της ορχήστρας;
Οι γαλλικές ταινίες (ειδικά εκείνες που συσσωρεύονται ατέλειωτα στα ελληνικά σινεμά τους θερινούς μήνες) μπορεί να προκύψουν είτε κενές και απογοητευτικά «δήθεν» προσπαθώντας να παρουσιαστούν ως υπέρμετρα σοβαρές, είτε αφελείς και σχηματικές όταν θεωρούν ότι «έχουν ευθύνη» να καταλήξουν σε κάποιο συμβουλευτικό συμπέρασμα, είτε καλογυρισμένες αλλά μάλλον κοινότοπες και γεμάτες στερεοτυπικές τοποθετήσεις, όταν ελπίζουν να απευθυνθούν σε ένα ευρύ, mainstream κοινό.
Ευτυχώς, όμως, με το «Τελευταίο Χτύπημα», η Αλίξ Ντελαπόρτ, στην δεύτερη μόλις ταινία της και την πρώτη που βρίσκει τον δρόμο της προς τις ελληνικές αίθουσες, καταφέρνει να ξεπεράσει όλες τις παγίδες, να επιδείξει μία συγκινητική αλλά ψύχραιμη τρυφερότητα και να προσφέρει μια ματιά γεμάτη κατανόηση στους ταλαιπωρημένους της ήρωες χωρίς ίχνος μεμψιμοιρίας, μοιρολατρίας ή έστω διάθεσης για κοινωνικά σχόλια, χρησιμοποιώντας μόνο τη μουσική του Μάλερ ως τον συνδετικό κρίκο μιας διαλυμένης οικογένειας.
Η ιστορία παρακολουθεί τον νεαρό Βικτόρ να κινείται ανάμεσα στην πάσχουσα (από κάποια ανομολόγητη μέχρι το τέλος αρρώστια) μητέρα του και τον απόντα πατέρα του, μαέστρο συμφωνικής ορχήστρας, προσπαθώντας να βάλει σε θέση τα συναισθήματά του, να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα των οικογενειακών δεσμών και να δει με αισιοδοξία το μέλλον, ψάχνοντας μια διέξοδο, έστω αρχικά, μέσω του ποδοσφαίρου. Παρά τις θεματικές κυρίως αναλογίες, η Ντελαπόρτ δεν εγκλωβίζεται στα όρια ενός νταρντενικού σινεμά (με τους κανόνες τού οποίου φαίνεται να φλερτάρει αρχικά) αλλά δείχνει να γνωρίζει αρκετά καλά τους χαρακτήρες της για να αποκωδικοποιεί την κάθε λεπτή τους κίνηση και να μην περιορίζεται σε προφανείς αντιδράσεις ή στιγμιότυπα θλίψης.
Ειδικά από τη στιγμή που η μουσική τού Μάλερ (και πιο συγκεκριμένα, η Έκτη Συμφωνία του, όπου τα τρία χτυπήματα της μοίρας αποδίδονται από τα τρία χτυπήματα των κρουστών) αποκτά τη δική της θέση στην ιστορία, η ταινία πηγαίνει ένα βήμα μπροστά και αποκτά ειλικρινή συναισθηματική δύναμη, χωρίς όμως να παραπατά σε μελοδραματικά μονοπάτια. Η μουσική δεν γίνεται απλά ένα μέσο επικοινωνίας (ουσιαστικά αναλαμβάνει τον δικό της ξεχωριστό ρόλο και συχνά αντικαθιστά ακόμα και τους διαλόγους) αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποκωδικοποιούν την ίδια κατάσταση οι χαρακτήρες. Το δε φινάλε δεν αγιοποιεί καταστάσεις αλλά ούτε κλείνει τις πόρτες της αισιοδοξίας, κάτι που το κάνει να φαίνεται απόλυτα ρεαλιστικό. Εξάλλου, κάτι διαφορετικό θα πήγαινε κόντρα και στον ίδιο τον τίτλο της ταινίας, όπως επεξηγείται από έναν χαρακτήρα της στα τελευταία λεπτά (μην ανησυχείς, δεν κάνω spoilers) και έχει σχέση εξίσου με τον Μάλερ, τη μουσική, τη ζωή των ηρώων και τη γενικότερη στάση ζωής που επιλέγει να υποστηρίξει η Ντελαπόρτ.
Μερικές φορές, η αυθεντική συγκίνηση προκύπτει από την ειλικρινή προσέγγιση ένας θέματος, και, ευτυχώς, το «Τελευταίο Χτύπημα» δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να κερδίσει την καρδιά του θεατή. Χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει ή να καταφεύγει σε κραυγαλέες κινήσεις (οι φευγαλέες στιγμές που πατέρας και γιος αγγίζονται σε διαφορετικές φάσεις είναι πολύ δυνατές αλλά ποτέ δεν υπογραμμίζονται υπέρμετρα), η σκηνοθέτις επιτυγχάνει στην αφήγηση μιας τρυφερής ιστορίας με ανορθόδοξα μέσα, ή τουλάχιστον με τρόπο που δεν έχουμε συνηθίσει. Η εκφραστικότητα δε του νεαρού Ρομέν Πολ (τιμημένος στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας με το βραβείο ανερχόμενου ηθοποιού), αποδεικνύεται μεγάλος σύμμαχός της σε αυτή την προσπάθεια και δεν είναι εύκολο να διανοηθεί κανείς την επιτυχία του φιλμ χωρίς τη συμβολή του. Μην χάνετε ακόμα την πίστη στο γαλλικό σινεμά!