FreeCinema

Follow us

Η ΕΥΤΥΧΙΑ (1965)

(LE BONHEUR)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ανιές Βαρντά
  • ΚΑΣΤ: Ζαν-Κλοντ Ντρουό, Κλερ Ντρουό, Μαρί-Φρανς Μπουαγιέ, Μαρσέλ Φορ-Μπερτάν, Μανόν Λανκλό
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 79'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART

Η διαρκής ευτυχία του νεαρού οικογενειάρχη ξυλουργού Φρανσουά, παρέα με τη γλυκυτάτη σύζυγό του Τερέζ και τα δύο μικρά τους παιδιά, διπλασιάζεται όταν γνωρίζει μια άλλη γυναίκα, την Εμιλί. Η ειδυλλιακή του ζωή άραγε θα συνεχιστεί όταν θελήσει να μοιραστεί τη νέα του μορφή ευτυχίας με την Τερέζ;

Το 1965, τη χρονιά που «Η Ευτυχία» πρωτοπροβλήθηκε στις αίθουσες έχοντας κερδίσει (μεταξύ άλλων) την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, η σεξουαλική επανάσταση βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν, μαζί με το κίνημα των hippies και την ενδυνάμωση του φεμινιστικού αγώνα. Η ταινία της Βαρντά, με την ανατρεπτική και (για τους ανυποψίαστους) συχνά σοκαριστική της αφήγηση, προκάλεσε, δίχασε και σταδιακά… μισο-ξεχάστηκε, έως και λίγα χρόνια πριν, όταν έτυχε πλήρους αποκατάστασης και μετέπειτα επανακυκλοφορίας.

Το μεγαλύτερο ρίσκο της ταινίας είναι η παρεξήγηση του «φαίνεσθαι» εις βάρος του «είναι» της, από τους προαναφερθέντες ανυποψίαστους, ιδιαίτερα τους αμύητους στο συνολικό έργο και τις κοσμοθεωρίες της Βαρντά, καθώς και τους λεγόμενους «woke» της εποχής μας, που βιάζονται να παρερμηνεύσουν και να θυσιάσουν τα πάντα, ακόμα και αυτά που αγνοούν, στον βωμό της πολιτικής ορθότητας. Και εξηγούμαι παρακάτω.

Από το πρώτο έως και το τελευταίο πλάνο, η Βαρντά έχει χρωματίσει, χορογραφήσει και χειραγωγήσει με χειρουργική διεξοδικότητα την ιστορία, τους χαρακτήρες και, κυριότερα, τον «ύπουλο» τόνο ανελέητου σαρκασμού και κοινωνικού σχολίου για τον οποίον έτσι κι αλλιώς υπάρχει εξαρχής αυτή η ταινία. Δημιουργεί έναν χρονικό κύκλο μερικών μηνών, από το καλοκαίρι έως το φθινόπωρο, που αποτελεί και το νοητό «σύμπαν» του πρωταγωνιστή της, του Φρανσουά. «This is a man’s world», λέει το τραγούδι, και αυτό ακριβώς αποτυπώνει εδώ η Βαρντά. Όχι έναν αληθινό ανδρικό κόσμο, αλλά την εξιδανικευμένη αρσενική φαντασίωση (της εποχής της, τουλάχιστον) του κόσμου όπου ο άνδρας περιφέρεται στη φύση σε κατάσταση πλήρους, ιδανικής ευτυχίας, και τα πράγματα μπορούν μόνο να καλυτερέψουν γι’ αυτόν, καθώς στον τέλειο κόσμο του δεν υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις, τιμωρίες και ηθική καταδίκη από τον κοινωνικό και οικογενειακό του περίγυρο, καθώς όλοι αυτοί βρίσκονται εκεί μόνο ώστε να ενεργοποιήσουν και να επιτρέψουν ό,τι τον κάνει να παραμείνει σε αυτή την κατάσταση, της διαρκούς ευτυχίας. Εδώ, ο Φρανσουά μπορεί να λέει ελεύθερα «αυτά που αγαπώ μπορώ να τα έχω κάθε μέρα» και να το εννοεί, και να συμβαίνει πραγματικά γι’ αυτόν. Στο πρώτο πλάνο, εκείνος και η οικογένειά του (η αληθινή οικογένεια του πρωταγωνιστή, Ζαν-Κλοντ Ντρουό) εισάγονται με σταδιακή εστίαση, περιτριγυρισμένοι από το ηλιόλουστο, ανθοστολισμένο δάσος, τα ηλιοτρόπια κι ένα αρμόζον «Adagio» του Μότσαρτ, ο Αδάμ με την Εύα του και τους πρώτους απογόνους τους, καθώς η σκηνή προχωρά σε ένα picnic γεμάτο χαμογελαστά πρόσωπα που ξεχειλίζουν από αγάπη. «Ένα καλοκαιρινό ροδάκινο με τέλειες αποχρώσεις κι ένα σκουλήκι μέσα του», όπως περιέγραψε τότε την ταινία της η ίδια η Βαρντά. Αν ο θεατής δεν πιάσει ήδη από αυτή τη γλυκερή, υπερβολικά «αφελή» σκηνή τις – θαρρείς εξόφθαλμα – ειρωνικές προθέσεις του ύφους της Βαρντά, τότε καλύτερα να μην συνεχίσει με την υπόλοιπη ταινία. Γιατί αυτό που ακολουθεί είναι μια τολμηρή (από όλες τις απόψεις) ματιά στα κοινωνικά και οικογενειακά στερεότυπα και την ουσιαστική έννοια λέξεων όπως «αγάπη» κι «ευτυχία» στις ανθρώπινες σχέσεις, δοσμένη με έναν σχεδόν συμβολικό τρόπο και συχνά με αντίστροφη ψυχολογία, προ(σ)καλώντας τον θεατή να καταλάβει τι βλέπει και να σκεφτεί από μόνος του το αληθινό νόημα αυτής της προκλητικής ταινίας, η οποία κλείνει αναπόφευκτα (σχεδόν) όπως άρχισε, με την οικογένεια του Φρανσουά να φεύγει από το δάσος και εκτός εστίασης, υπό τις νότες του ίδιου «Adagio». Ωστόσο, τίποτα δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Ή μήπως είναι, τουλάχιστον για τον Φρανσουά; Μια τραγωδία που συμβαίνει λίγο πριν το τέλος έρχεται να δοκιμάσει την «προκαθορισμένη» του (ευτυχή) ύπαρξη – είναι όμως αρκετή;

Το περίτεχνο και εκούσιο στυλιζάρισμα της ταινίας, με τους συμβολισμούς, τις έντονες χρωματικές αρμονίες και αντιθέσεις (εμφανείς οι επιρροές και από τον σύζυγό της, Ζακ Ντεμί), αποτελούν άρρηκτα στοιχεία της δημιουργίας της Βαρντά και, βλέποντάς τα σήμερα, 54 χρόνια μετά, εκτός του γενικότερου πλαισίου τους, ενδέχεται να την κάνουν να φαίνεται κάπως απαρχαιωμένη, αν και ως κλασική περίπτωση Βαρντά, υπάρχουν και σκηνές που ούτε και σήμερα τολμούν να γυρίσουν οι περισσότεροι δημιουργοί (όπως εκείνη του θηλασμού του μωρού, γυρισμένη με απόλυτη φυσικότητα, σαν άλλο ένα οργανικό μέρος της Φύσης μας). Τα «μηνύματα» είναι όλα εκεί, προσφορά της Βαρντά προς το κοινό, άλλα πιο κραυγαλέα (όπως τα συχνά πλάνα με αφίσες και διαφημίσεις lifestyle στο φόντο, η αληθινή ζωή ενάντια στην ψευδαίσθηση) και άλλα πιο υποδόρια, αμφιλεγόμενα και τελικά ακαθόριστα. Μήπως η Βαρντά και «Η Ευτυχία» της, τελικά, «εγκρίνουν» σε κάποιο επίπεδο αυτή την υπερβολική και (για τους περισσότερους) ηθικά κατακριτέα ευτυχία του πρωταγωνιστή της, ως τον απόλυτο στόχο ζωής, όχι μόνο για τους άνδρες, αλλά για όλη την ανθρωπότητα, σε ένα πιο οργανικό επίπεδο όπου η επιδίωξη της ευτυχίας δεν πρέπει να εμποδίζεται από ηθικούς και κοινωνικούς φραγμούς; Ή μήπως είναι, πολύ πιο απλά, μια από τις πιο κραυγαλέες κινηματογραφικές δουλειές της φεμινιστικής ιδεολογίας, ξεμπροστιάζοντας τις αγορίστικες / ανδρικές φαντασιώσεις περί του τι νοείται αληθινή ευτυχία για εκείνους, με όποιο κόστος για τους υπόλοιπους; Το ακαθόριστο που προκαλείται από αυτά τα ερωτήματα, σε συνδυασμό πάντα με την προκλητική της αφήγηση, κάνουν την ταινία ταυτόχρονα δελεαστική και άκρως ενδιαφέρουσα από τη μία, όχι το διαχρονικό αριστούργημα που θα περίμενε κανείς από την άλλη. Πάντως, μισόν αιώνα μετά, ακόμα δεν υπάρχει γυναίκα δημιουργός με την έμπνευση, το θάρρος και το «θράσος» της ελεύθερης κινηματογραφικής έκφρασης της Ανιές Βαρντά.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Δύσκολη επιλογή, κι εύκολα παρεξηγήσιμη. Αν ξέρεις ήδη από Βαρντά, τότε θα δεις μια έντονα προβοκατόρικη ταινία της και μια από τις πιο ανοιχτά σαρκαστικές στην ιστορία του σινεμά, η οποία όμως τα δείχνει τα χρονάκια της. Οι λοιποί, διαβάστε κάτι πριν μπείτε… ξυπόλητοι στα δάση του μυαλού της Βαρντά, γιατί κινδυνεύετε να δείτε άλλη ταινία από αυτή που νομίζετε!


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!