ΚΕΛΙ ΑΠΟ ΧΡΥΣΑΦΙ (2013)
(LA JAULA DE ORO)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Διέγο Κεμάδα-Δίες
- ΚΑΣΤ: Κάρεν Μαρτίνεζ, Μπράντον Λόπεζ, Κάρλος Τσαχόν, Ροντόλφο Ντομίνγκεζ, Έκτορ Ταουίτε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Όταν μερικοί νεαροί έφηβοι ξεκινούν από τη Γουατεμάλα με στόχο να διαβούν τα μεξικανικά σύνορα και να εισέλθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, δεν συνειδητοποιούν ότι μόλις έθεσαν τις ζωές τους στις πιο επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης και σε ένα ταξίδι γεμάτο θανάσιμες απειλές. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί ότι ακόμα και ο ίδιος ο προορισμός τους αποτελεί ουσιαστικά ένα «κελί από χρυσάφι».
Η πραγματική δύναμη του μεξικανικού σινεμά των 00’s κρύβεται στις εφηβικές ιστορίες του. Είτε πρόκειται για μια ιστορία συναισθηματικής και σεξουαλικής αφύπνισης όπως το «Θέλω και την Mαμά σου» του Αλφόνσο Κουαρόν, είτε για την προσπάθεια ενός παιδιού να συμφιλιωθεί με την τραγωδία και τα «τέρατα» του παρόντος σ’ ένα φιλμ του Γκιγέρμο ντελ Τόρο («Λαβύρινθος του Πάνα», «Η Ράχη του Διαβόλου»), η πλειοψηφία των μεξικανικών ταινιών που κατάφεραν να κάνουν γνωστή την παρουσία τους στο εξωτερικό είχαν στο επίκεντρο μία ιστορία – κάποιου είδους – ενηλικίωσης ή έστω ένα παιδί που καλείται να έρθει αντιμέτωπο με έναν σκληρό, ενήλικο κόσμο.
Το «Κελί από Xρυσάφι» δεν αποτελεί εξαίρεση. O Δίες, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, ξεκινά με τέσσερις εφήβους (μη επαγγελματίες ηθοποιούς) που θέλουν να φτάσουν από τη Γουατεμάλα στην αμερικανική Γη της Επαγγελίας, ακολουθώντας επεισόδια από τη διαδρομή τους και προσπαθώντας να ανακαλύψει την αγωνία και το φόβο τους πίσω από τα αποφασιστικά πρόσωπά τους. Οπλισμένοι μόνο με το όνειρο και τις φυσικές τους ορμές να ορίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες αναμενόμενα κινούνται στα όρια ανάμεσα στο πάθος, τη φιλία και τη ζήλεια, η τετράδα δε θα φτάσει αλώβητη μέχρι τον προορισμό της και θα πρέπει στην πορεία να ωριμάσει απότομα και να ανακαλύψει πως τα παραμύθια δε συμβαίνουν και τόσο συχνά στον πραγματικό κόσμο.
Κι αν η ανάπτυξη της ιστορίας ακολουθεί λίγο-πολύ τα στάδια που θα περίμενε κανείς από μια τέτοιου είδους ταινία, η απόφαση του Δίες να μην εστιάζει την κάμερά του για πολύ σε κάθε μεμονωμένο συμβάν κάνει το κάθε γεγονός – σοκ άμεσο, τον κίνδυνο ακαριαίο και την απώλεια ξαφνική, χωρίς να ακολουθεί προειδοποιητικά σημάδια. Αυτό, παραδόξως, δημιουργεί μια αίσθηση απρόβλεπτου μέσα σε μια μινιμαλιστική αφήγηση, μία ατμόσφαιρα θρίλερ που τη νιώθεις χωρίς απαραίτητα να τη διακρίνεις στα ίδια τα ηλιόλουστα κάδρα. Ταυτόχρονα, η ρεαλιστική αποτύπωση δεν δίνει περιθώρια για μελοδραματισμούς ή κλάματα αλλά παραμένει αποστασιοποιημένη κι όμως ακριβής, χωρίς να δείχνει ψεύτικο οίκτο. Ο Δίες, πριν το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, εξάλλου, δούλεψε ως βοηθός κάμερας σε αρκετές ταινίες τού Κεν Λόουτς (ανάμεσά τους και το «Τραγούδι της Κάρλα»), οπότε είναι ευχάριστο να αναγνωρίζει κανείς τις – αφηγηματικές, κυρίως – επιρροές, εφαρμοσμένες, όμως, σε ένα διαφορετικό αλλά εξίσου τραχύ εργατικό περιβάλλον.
Δεν το αντιλαμβάνεται κανείς άμεσα αλλά, κατά τη διάρκειά του, το «Κελί από Χρυσάφι» ρουφάει ενέργεια, αφήνοντας στο τέλος τον θεατή να αντιμετωπίσει συσσωρευμένο όλον τον αντίκτυπο της ταινίας. Τότε είναι που συνειδητοποιεί κανείς πόσο ύπουλο είναι το φιλμ και πόσο έχει επηρεάσει τις αισθήσεις, όταν ψάχνει να μάθει περισσότερα για τα παιδιά που γνώρισε και απομένει μόνο με τις ψυχρές εικόνες των γεγονότων και το ερωτηματικό τού μέλλοντός τους. Και εκεί έγκειται η μεγαλύτερη δύναμη της ταινίας.