FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΜΠΛΕ ΔΩΜΑΤΙΟ (2014)

(LA CHAMBRE BLEUE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματιέ Αμαλρίκ
  • ΚΑΣΤ: Ματιέ Αμαλρίκ, Λεά Ντρουκέρ, Στεφανί Κλεό, Λοράν Πουατρενό
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 76'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Η εξωσυζυγική σχέση ενός αντιπροσώπου γεωργικών μηχανημάτων, του Ζουλιάν, και μιας φαρμακοποιού, της Εστέρ, γίνεται φύλλο και φτερό από τον τακτικό ανακριτή μιας κωμόπολης. Και οι δύο αγάπησαν. Ο «δικός» της έφυγε από τη μέση. Αυτή ανέμεινε να ακολουθήσει η μαντάμ του. Αυτός θέλησε να διακόψει. (Ποιο ήταν το) Έγκλημα και (ποια η) Τιμωρία;

Μπορείς να αναγνώσεις κινηματογραφικά αντιμπαμπέσικα και ταυτόχρονα καινοφανώς ένα από τα καλύτερα βιβλία ενός θρύλου του αστυνομικού; Bien sûr, όπως φανερώνει αυτή η – με μέθοδο εξιχνίασης την επί μακρόν αγραμμικά (και δε θα δεις τις πράξεις αλλά το πριν και το μετά τους) θραυσματική έρευνα – Ανατομία Ενός (κι ενός 2ου) Εγκλήματος, την οποία ο Αμαλρίκ, όπως και στο «Τουρνέ στο Παρίσι», φορτώνει στο… μητρώο των απωθημένων επιθυμιών και της αντίδρασης στο «φτου ξελευτερία» του αντίπαλου δέους, του άνδρα ως δειλού επικαρπωτή θηλυκών. Εν προκειμένω, αφού προδομένες πέσουν θύματά του, γίνονται επίσης οι μοιχοί και αναληθείς (όπως και του λόγου του), αλλά και ηθικοί αυτουργοί και φόνισσες. Και κάπου εδώ πιάνεται στα πράσα εν πρώτοις το φιλμ: στον, κορόιδο στα πρότυπα του παλιού potboiler, ήρωά του που δείχνει (κρατήστε τη λέξη) αλλά και είναι ένας εκπλαγείς αθώος του αίματος στα όρια του φαταλιστικού. Εάν δεν μας είχε ψυλλιάσει επ’ αυτού το – σαφές για το ποιόν του λεγάμενου – classic του Ζορζ Σιμενόν, θα μπορούσε να αποτελεί ένα «παίξιμό» μας (οι αξιόπιστες ανακλήσεις τού Ζουλιάν ενώπιον του λειτουργού της δικαιοσύνης για το τι συνέβη θα μπορούσαν κάλλιστα να περιέχουν κεφαλαιώδεις ψευδομαρτυρίες, άλλωστε την διαπράττει άπαξ κι αυτήν) από τον Αμαλρίκ. Ένα ακόμα, αφού το in media res εφαλτήριο κι η κατακερματισμένη αναψηλάφηση μας υποβάλλουν ένα επιπλέον, δια της φόρμας, σημαινόμενο: δεν μπορείς να κρίνεις (ακόμα), τα φαινόμενα απατούν.

Το δεύτερο πλημμέλημα; Οι καταθέσεις στην (ανα)στοιχειοθέτηση των θυμήσεων – puzzle πέριξ ενός πάθους βάθους ως κυριολεκτικά κακουργηματικού βιολάθους επιτρέπουν στην κατηγορούσα αρχή να πιάσει τα déjà vu στην ακρο(θε)αματική διαδικασία. Ένσταση δεκτή: είναι άλλωστε κάτι που λερώνει από καιρού εις καιρόν τον εργογραφικό φάκελο του παραγωγικότερου producteur της Μεσογείου, του Πορτογάλου Πάουλο Μπράνκο, που εδώ πρωτομπαίνει και στα κιτάπια του πλέον πολυεκδοθέντος συγγραφέα της τελευταίας 100ετίας. Αλλά τα ελαφρυντικά είναι ευάριθμα, καθώς ο Αμαλρίκ ανοίγει επαινετέα τον κύκλο των καθισμένων στο εδώλιο issues: η ουτοπική Εδέμ τού εκτός συμβάσεων έρωτα, η θηλειά της ρουτίνας και του ψου-ψου της μικροαστικής επαρχίας, η οικογένεια ευχή και κατάρα, το εν βρασμώ ψυχής της λαγνείας, της απαρέσκειας, του μίσους.

«Σε πλήγωσα;» ρωτάει η Εστέρ τον Ζουλιάν μέσα στο μπλε δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου απαρέγκλιτα συναντιούνται τις Πέμπτες – και το δαγκωμένο άλικο χείλι του, ενώ η φράση βάφει τη σημειολογία αυτού του love s(t)orry, γίνεται το κομβικό clue τού «τι και πώς συνέβη;» με το άνοιγμα – κλείσιμο της χειροπέδας τού μοντάζ του Φρανσουά Ζεντιζιέ να επιτρέπει στην αφήγηση να μπουζουριάζει, όπως τα βλέπει μαεστρικά αποθετικά στη νουβέλα του ο λεπτολόγα αετίσιος οφθαλμός του Βέλγου «μπαμπά» του επιθεωρητή Μεγκρέ, ένα προς ένα τα – αρχικά φαινομενικά ήσσονα – τεκμήρια που θα στοιχειοθετήσουν (και τα σύμβολα που θα γίνουν οι αποχρώσες ενδείξεις της) την υπόθεση: δύο σφήκες, μια κόκκινη πετσέτα μπάνιου κρεμασμένη στο μπαλκόνι του ζευγαράδικου, μια πατητή στη θάλασσα, μια ανθυγιεινή όσο δεν παίρνει μαρμελάδα φράουλα.

Οι φωτισμοί του συνηγόρου dp Κριστόφ Μοποκάρν ανεβάζουν στην έδρα το «κλειστό» 1.33:1 (instagrammers, διαστείλατε τους αμφιβληστροειδείς σας στο θερινό) που γίνεται ποθητά ο χώρος κράτησης, το κελί και το δικαστήριο όπου θα λογοδοτήσουν οι δράστες (;) αυτού του passion de crime, με το «σκάσιμο» της Εστέρ ως δεύτερης βασικής υπόπτου και… μάρτυρα της υπόθεσης στα μισά (20 λεπτά πριν από εκείνο του δεύτερου θύματος) να καθίσταται το coup de foudre χρόνωσης της πλοκής, ενώ τα ιντερλούδια ατμόσφαιρας (μουσική, βλέμματα, το ανωμοτί μιλητό «φλασιών» του μεσιέ) έχουν σταθεί με στιλ τα «καρφιά» (υπέρ) της. Σου… θυμίζουν κάτι; Ναι, η mise-en-scène αναδρομών κλεφτοκοιτάζει στο «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» στο – σχεδόν leitmotiv – ενσταντανέ κλινοπάλης σε παραλλαγές με τη φωνή εκείνου off στα δύο τέρμινα της ταινίας. Και το κιότεμα του Ζουλιάν μπρος στο – υπαινισσόμενο μ’ ένα ραβασάκι – plan αντιμεταχώρισης διδύμου δραστών, χρησιμοποιεί την ίντριγκα – διακύβευμα του «Ο Άγνωστος του Εξπρές».

Όχι ότι ο Αμαλρίκ δεν μπορεί ως auteur (και… υποκριτής, πάντα) να «σκοτώσει» αυθύπαρκτα. I look up, I look down στη σκηνή της συμβίας (όταν έχει μυριστεί το κέρατο) επικίνδυνα στη σκάλα και του γυάλινου τραπεζιού από κάτω της: δεξιοτεχνικό κατά φαντασίαν σασπένς ou quoi; Η Ντρουκέρ; Pas de souci, ça va simplement, αλλά ακριβώς αυτό απαιτεί το πράγμα. Ο Πουατρενό και το λαγόχειλό του είναι κατά συρροή τέλειος. Aντιθέτως, η θεατρικού παλμαρέ Κλεό, στην πρώτη ουσιαστικά εμφάνισή της στο πανί, είναι το δίκοπο μαχαίρι της ταινίας. Συνσεναριογράφος και σύντροφος στη ζωή του Αμαλρίκ (on baise le directeur, on obtient le rôle?), ενσωματώνει τον απεγνωσμένο έρωτα της Εστέρ αλλά εκπέμπει σαν άγραφο χαρτί ως πρωταγωνίστρια. Είναι μια ιδιότητα του physique της που εξυπηρετεί καλά το όψιμα αυξανόμενα διφορούμενο της πραγματικής (όχι της αδιαμφισβήτητης σκοπούμενης) ενοχής της περσόνας της, αλλά αφαιρεί από το βάρος και την allure τής τελευταίας στη μυθοπλασία.

Το fin των δύο εραστών κλείνει το μάτι γι’ αυτό για το οποίο σου είχαν ήδη μπει ξέρεις τι στ’ αυτιά (και η πεθερά τού παλιοθήλυκου έχει εκδικητικά λερωμένη τη φωλιά της;), αφήνοντας άβολα μια χαραμάδα από το παραθυράκι του βιτριολικά σαρδόνιου μοραλιστικού νόμου «Σαμπρόλ» να… συσκοτίσει τα πράγματα. Καταδικάστηκαν οι πραγματικοί ένοχοι; Έκδωσε τη δική σου ένορκη απόφαση, ενώ αυτό το film noir γίνεται αριστουργηματικά bleu μ’ ένα στατικό γενικό πλάνο στο άδειο, δεύτερο μπλε δωμάτιο της ταινίας, τον ναό της Θέμιδος. Από εσένα, amoureux, δε ζητάει ισόβια – αλλά θα πληρώσεις και θα εκτίσεις την ποινή σου ωραία και καλά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Υποψιάζομαι ότι οι αναγνώστες τού μετρ Σιμενόν θα εκπλαγούν ευχάριστα με το μοντέρνο, ιδιοπρόσωπο και ταυτόχρονα πιστό στο κείμενο, ξαναδιάβασμα, αλλά οι του 35mm νουάρ θα το προτιμούσαν πιο edgy, αν όχι στην εκτέλεση, στο crime σχέδιό του. Οι του φλου αρτιστίκ συλλάβετε τουλάχιστον τη μόντα και το mood (άντε, έχει και αισθαντικά pas de deux). Οι amis του οτιδήποτε γαλλικού επιτέλους μπορούν να πάνε και σε κάτι που δεν είναι σεσημασμένα κομεντί. Αν κυνηγάς «CSI», αγωνία και σπλατεράκι, είναι μια πιο σοφιστικέ μπαναλιτέ.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.