Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ (1930)
(L’ AGE D’ OR)
- ΕΙΔΟΣ: Σουρεαλιστική Σάτιρα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουίς Μπουνιουέλ
- ΚΑΣΤ: Γκαστόν Μοντό, Λία Λις, Μαξ Ερνστ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 60’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Ανόθευτος, και γι’ αυτό αδύνατον να περιγραφεί, ως γόνος του κινήματος των σουρεαλιστών. Στο περίπου, έστω: ένας άντρας και μια γυναίκα είναι ερωτευμένοι παράφορα, αλλά η Ιστορία, η αστική κοινωνία και η θρησκεία τους δεν τους αφήνουν να ολοκληρώσουν το πάθος τους.
Δεύτερο κινηματογραφικό πλάσμα στη φιλμογραφία του Μπουνιουέλ, και δεύτερη συνεργασία του (μόνο στο σενάριο και στην προ-παραγωγή αυτή τη φορά) με το μέγα σταυροφόρο του σουρεαλισμού, Σαλβαδόρ Νταλί. Στην εποχή του, κυκλοφόρησε στις αίθουσες για δύο μόλις εβδομάδες, συνοδευόμενο από μακροσκελές, προκλητικά δυσνόητο κείμενο – μανιφέστο, πριν απαγορευτεί η προβολή του για τα επόμενα 50 χρόνια!
Πιστό στις επιταγές του καλλιτεχνικού κινήματος που υπηρετεί, εκχύνει το όνειρο στην πραγματικότητα και εξελίσσεται, καταργώντας οποιαδήποτε λογική αφήγησης. Με προορισμό/στόχο του το ένστικτο και το υποσυνείδητο, παραμορφώνει την «κανονικότητα» της πραγματικότητας με μικρές, αλλά καταλυτικές σφήνες διαστροφής: ευγενής κύριος περπατά στο δρόμο κλοτσώντας όχι μπουκάλι αλλά βιολί, και μεγαλοαστή κυρία διατάζει την κατοικίδια αγελάδα να κατέβει από το κρεβάτι της! Ουκ ολίγες από αυτές τις «αφύσικες» εικόνες προκαλούν ακαταμάχητο νευρικό γέλιο, δυναμιτίζοντας κάθε έκφανση του καθωσπρέπει φυσιολογικού, στο οποίο επιτίθενται ασύστολα: από την αγνότητα των συναισθημάτων του πρωταγωνιστικού ζευγαριού (εκείνος τη φαντάζεται, αντικαθιστώντας την παρουσία της με μια λεκάνη τουαλέτας κι ενώ ακούγεται ο ήχος από το καζανάκι, παχύρρευστη, παλλόμενη ύλη πλημμυρίζει αιφνιδίως την οθόνη, χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε άμεσα την ταυτότητά της ως… λάβας), μέχρι τα ιερά και τα όσια της Δύσης (το ρόλο του δια χειρός Σαντ, ακόλαστου παιδόφιλου και Δούκα του Μπλανγκίς, ενσαρκώνει ο Ιησούς Χριστός!).
Συνδυάζοντας αφενός κώδικες δημιουργίας του βωβού (μεσότιτλους και συνοδευτική μουσική) με επιτεύγματα του – νεογέννητου τότε – ομιλούντος (ενσωματωμένους στη δράση, ηχογραφημένους διαλόγους και μουσική), κι αφετέρου πτυχές της – λατρεμένης από τους σουρεαλιστές – ψυχαναλυτικής θεωρίας του Φρόιντ, με ψήγματα και εκείνης του Μαρξ, ανατρέπει άφοβα, ρηξικέλευθα και βλάσφημα τις δομές, όχι μόνο του πολιτισμού ή της Τέχνης του κινηματογράφου, αλλά και της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Βίαια ακατάληπτο, σοκαριστικά αναρχικό και ξεκαρδιστικά ανήθικο, αποπροσανατολίζει τη συνείδηση, ενώ εισβάλλει και διεγείρει τα πιο άφωτα μονοπάτια νου και ψυχής. Ακόμη. Τόσο αγέραστο.
Μαζί προβάλλεται το γραμμένο στο κάρμα του, έτερόν του ήμισυ, «Ο Ανδαλουσιανός Σκύλος» («Un Chien Andalou», 1929), το 16 μόλις – αλλά αξέχαστων – λεπτών ντεμπούτο του Μπουνιουέλ, που εικονογραφεί το συνδυασμό ενός δικού του ονείρου με ένα του Νταλί, ο οποίος συνυπογράφει και τη σκηνοθεσία. Αμόλυντη, κινούμενη αφηρημένη Τέχνη ή πρωτοπόρα και διαχρονική «video art», ο «Σκύλος» αυτός έγινε δεκτός με ενθουσιασμό ως «όμορφο ποίημα» από μερίδα της κριτικής στην εποχή του. Γεγονός που έκανε έξαλλο τον Μπουνιουέλ, ο οποίος προσδοκούσε σε αγανάκτηση και κατακραυγή – αντιδράσεις που κατάφερε να προκαλέσει λίγο αργότερα, με τη συγκριτικά πιο φλύαρη «Χρυσή Εποχή» του.