ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ (2019)
(KIZ KARDESLER)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εμίν Αλπέρ
- ΚΑΣΤ: Τζεμρέ Εμπουτζιγιά, Ετζέ Γιουκσέλ, Χελίν Καντεμίρ, Μουφίτ Καγιατζάν, Κουμπιλάι Τουντσέρ, Κεϊχάν Ατζικγκιόζ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Τρεις αδελφές, που ως παρακόρες ζούσαν στην πόλη, αναγκάζονται να επιστρέψουν στο πατρικό τους σπίτι σε απομονωμένο χωριό της Ανατολίας. Υπό το βλέμμα του αυστηρού τους πατέρα, οφείλουν να επανεξετάσουν τις σχέσεις και το μέλλον τους.
Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη ανάμεσα σε τούτες τις «Τρεις Αδελφές» και τις προηγούμενες «Υποψίες» (2015) του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Εμίν Αλπέρ. Η αδελφική επανασύνδεση μέσω της επιστροφής στη γενέτειρα είναι κάτι που προβληματίζει εκ νέου τον Τούρκο auteur, με τη διαφορά πως η πολιτική αλληγορία για τη σύγχρονη κατάσταση της πατρίδας του στο προ τετραετίας έργο του δίνει τη θέση της σε μια ηθογραφικού τύπου ανάγνωση του κλασικού φερώνυμου θεατρικού του Άντον Τσέχωφ. Από αυτό κρατάει μόνο τα πολύ βασικά (οι τρεις αδελφές και το όνειρο της φυγής στη μεγάλη πόλη), τα οποία φροντίζει να παρουσιάσει με το ήδη γνώριμο, αφαιρετικό αφηγηματικό στυλ του. Επιχειρεί κατά κάποιον τρόπο να υποκαταστήσει τη θεατρικότητα του σεναρίου του με την εντυπωσιακή ευρυγώνια φωτογραφία των βουνών της βορειοανατολικής Τουρκίας, θυμίζοντας ενίοτε τον πιο διάσημο συμπατριώτη του Νούρι Μπιλγκέ Τζεϊλάν του «Κάποτε στην Ανατολία» (2011). Το αποτέλεσμα που παρουσιάζει, όμως, ασφυκτιά στα στενά φεστιβαλικά όρια που ο ίδιος έχει θέσει εξαρχής, αδιαφορώντας εν πολλοίς για τον μέσο θεατή.
Η δεκατριάχρονη Χαβά επιστρέφει στην αγκαλιά του πατέρα της στο χωριό, έπειτα από τον θάνατο του γιου της οικογένειας που τη φρόντιζε κάπου στην πόλη. Εκεί την περιμένει η μεγάλη της αδελφή Ρεϊχάν, η οποία είχε ακολουθήσει το ίδιο με αυτήν δρομολόγιο κάποιους μήνες πριν, όταν γύρισε πίσω στο σπίτι με σκοπό να κρύψει μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Αναγκάστηκε, μάλιστα, να παντρευτεί ντόπιο, χαμηλής αντίληψης βοσκό, ώστε να μην έχει περαιτέρω προβλήματα, δείχνοντας πάντως συνειδητοποιημένη τόσο για τις επιλογές της όσο και για την τροπή που πήρε η ζωή της εξαιτίας αυτών. Το ακριβώς αντίθετο αποτελεί η μεσαία εκ των τριών αδελφών, Νουχράν, την οποία κακήν κακώς, λόγω προβληματικής συμπεριφοράς, γυρίζει πίσω από εκεί που ήρθε ο «πατριός» της. Αυτή δείχνει αμέσως πως δεν έχει διάθεση να παραμείνει στην ερημιά του πατρικού της σπιτιού ούτε λεπτό, επιθυμώντας να κατέβει το ταχύτερο δυνατό ξανά στα φώτα της πόλης.
Υπάρχει φαινομενικά το υλικό για ένα οικογενειακό δράμα χαρακτήρων, αυτό όμως μόνο ξώφαλτσα περνάει, αφού περισσότερο κυριαρχεί η ηθογραφία του πράγματος. Ούτε κι αυτή διεκδικεί σοβαρό μερίδιο ουσίας, όμως, μιας και η βασική σεναριακή πρόταση του απαρχαιωμένου εθίμου των παρακορών ελάχιστα απασχολεί τον Αλπέρ, που το παρουσιάζει μόνο σαν πρόφαση εκκίνησης της ιστορίας. Το άτυπο συμβούλιο στην εξοχή, μετά ποτού και φαγητού, ανάμεσα στον πατέρα των τριών αδελφών και τους προύχοντες της περιοχής σχετικά με το μέλλον των κοριτσιών παραπέμπει σε θέματα που άπτονται της παράδοσης, όπως και η ένθεση του χαρακτήρα της κλασικής «τρελής του χωριού», που υποτίθεται υπάρχει για να ελαφρύνει κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα (αλλά απλώς αστοχεί). Η σύγκρουση ανάμεσα στις τρεις νεαρές κοπέλες εξαντλείται κατά την άφιξη της γλωσσούς Νουχράν, με τα πνεύματα να καλμάρουν χαρακτηριστικά εύκολα στη συνέχεια, κάνοντας την επανασύνδεσή τους να μοιάζει περισσότερο με παιχνιδάκι παρά με κάτι το βαθιά ενδοσκοπικό. Αυτό που στο τέλος μένει είναι η δυσκολία της μειονεκτικής ζωής σε ένα άγριας ομορφιάς περιβάλλον (το οποίο με γαλαντομία ο Αλπέρ φωτογραφίζει, είτε χειμώνα είτε καλοκαίρι), με την τραγική τροπή που το στόρι από ένα σημείο κι έπειτα παίρνει να έρχεται ακριβώς να υπογραμμίσει τις σκληρές αυτές συνθήκες διαβίωσης.